Όχι, το τελευταίο τηλεφώνημα δεν ήταν απαραίτητο, ήταν μια άνευρη έκπληξη, μια παραφωνία στη διακεκομμένη σιωπή της εθιμοτυπικής επικοινωνίας μας. Ο διάλογος ίδιος και απαράλλακτος κάθε φορά με τις αναμενόμενες ερωτήσεις, τις τυποποιημένες απαντήσεις, με το άγχος να φτάσουμε στο «Τα λέμε, να προσέχεις!» πριν κουραστούμε.
Λίγες στιγμές αρκούν για να ξαναπιάσεις το τότε όταν όλα ήταν δικά σου και τα πάντα δικά μου, την άγραφη συμφωνία να τελειώσουν όλα όσο πιο ανώδυνα γίνεται. Δε θελήσαμε να χαθούμε. Δεν επιτρέψαμε να στηθούν μικρά τείχη, να ζωντανέψουν δαίμονες να στοιχειώσουν το παρόν, τα ανεκπλήρωτα σχέδια, να μείνει πίκρα καθώς όλα ανατράπηκαν.
Παύση, ένας μικρός αναστεναγμός, σα θαμπή ανάμνηση για την ανάσα του αέρα από τον κάμπο με τα λεμονοπορτόκαλα. Όπως είναι να ξεθάβεις αναπάντεχα μια καλοκαιρινή εικόνα πεύκων που αγκάλιαζαν τη δροσιά θάλασσας χωρίς χρώμα. Σαν τα γέλια που έσβησαν στο χρόνο και την απόσταση. Ενα ολόκληρο σύμπαν καταργήθηκε χωρίς δάκρυα, χωρίς θυμό και απωθημένα τα πράγματα εξελίχθηκαν φυσιολογικά έτσι απλά γιατί υπήρχε λόγος.
Όχι, αυτή η νοσταλγία δεν το είπα, με παραξένεψε. Ακόμη κι αν ήταν κρυμμένη ανάμεσα σε ευχές για κάποια γιορτή θα ήταν ύποπτη και κανείς δε γιόρταζε σήμερα. Δε χαμογέλασα, δεν κατάλαβες την κρυμμένη ειρωνεία όταν άκουσα να μεταμφιέζεις την αλήθεια με κούφια λόγια που έχασαν τη λάμψη τους με αντάλλαγμα την αντοχή στο χρόνο. Ανόητη αναδρομή, άσκοπη, βαρετή επανάληψη αναμνήσεων. Διαταράχθηκε η σιωπή που ήταν η συγκίνηση για την ανάμνηση των αισθήσεων. Πώς να περιγράψεις ένα άδειο συναίσθημα. Δεν ήθελα να νιώσεις απογοήτευση.
Κλείσαμε το τηλέφωνο και η Γη συνέχισε να γυρίζει, ελπίζω να καταλάβεις, συνέχισα τα ίδια όνειρα που κάναμε.
«Τα λέμε, να προσέχεις!»
Φωτογραφία: © K A S I A • D E R W I N S K A