Είμαστε ήδη στα μέσα του Νοεμβρίου και περίμενα πως και πως να πιάσουν τα κρύα για τα καλά… Μου έλειψε ο χειμώνας, η ζεστασιά του σπιτιού και η μυρωδιά του τζακιού και των ξύλων. Βέβαια, θα μου πείτε: «εδώ δεν έχουμε λεφτά για πετρέλαιο και θέρμανση και εσύ ονειρεύεσαι τζάκια και ατμόσφαιρες». Έχετε δίκιο. Απόλυτο κιόλας.
Μάλλον προσπαθώ να διώχνω το μυαλό μου από τα καθημερινά άγχη και προβλήματα. Γι’ αυτό θέλω να δημιουργώ μια εικόνα ζεστασιάς και θαλπωρής, σαν αυτή που μου μετέδιδε η γιαγιά μου όταν μου διάβαζε παραμύθια. Έτσι δεν γινόταν συνήθως στα παραμύθια; Δεν υπήρχε μια οικογένεια αγαπημένη που μαζευόταν γύρω από το τζάκι και περνούσε ευχάριστες στιγμές; Ε αυτό ακριβώς έχω περάσει στο υποσυνείδητό μου και κάθε φορά που με ζώνουν προβλήματα, ξεφεύγω με έναν μαγικό τρόπο εκεί που μου είχε μάθει η γιαγιά μου.
Όλοι ή μάλλον οι περισσότεροι, αντιμετωπίζουμε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και αδυνατούμε να εξασφαλίσουμε, με άνεση τουλάχιστον, το πετρέλαιο που έχει αγγίξει το ταβάνι. Στεναχωριέμαι όταν σκέφτομαι και βλέπω συμπολίτες μας να μην έχουν στέγη να μείνουν και τώρα που θα αρχίσουν τα κρύα θα βασανίζονται μέσα στους δρόμους από την παγωνιά.
Χθες καθώς περνούσα από μια πολυσύχναστη και γνωστή για τα υπερλουξ της μαγαζιά οδό αντίκρισα ένα φοβερό θέαμα. Ακριβώς έξω από μια πανάκριβη μπουτίκ υπήρχαν δύο άστεγοι που ήταν κουκουλωμένοι με κουβέρτες μέσα σε κουτιά. Ξέρω κάποιοι θα σκεφτείτε: «Δεν ήξερες ότι υπάρχουν άστεγοι και έπαθες σοκ;».
Ναι, ξέρω πως υπάρχουν άστεγοι και ναι, ξέρω πως κάθε μέρα γίνονται και πιο πολλοί. Αυτό όμως που μου έκανε φοβερή εντύπωση είναι η τραγικότητα της εικόνας που δημιουργήθηκε μπροστά στα μάτια μου. Μια κυρία βγήκε από τη μπουτίκ κρατώντας τσάντες, ένα σωρό, παραφορτωμένη με αυτές και όμως δεν γύρισε ούτε να κοιτάξει τους άστεγους. Το μόνο που έκανε ήταν μια γκριμάτσα δυσανασχέτησης και παρατήρηση στις πωλήτριες για τα «σκουπίδια» που υπήρχαν έξω από τη μπουτίκ. Αποκάλεσε «σκουπίδια» ανθρώπινες ψυχές… Δεν το χωράει ο νους μου…
Κι όμως σαν αυτήν την κυρία υπάρχουν και άλλοι πολλοί που αγοράζοντας πανάκριβα πράγματα προσπαθούν να κρύψουν την ασχήμια του εσωτερικού τους κόσμου. Μόνο που δεν έχουν καταλάβει πως όσα χρυσά και να βάλουν πάνω τους παραμένουν πιο φτωχοί και από τους άστεγους, που για κάποιο λόγο η μοίρα τους οδήγησε εκεί.
Δεν λυπήθηκα τελικά τους άστεγους, λυπήθηκα την κυρία πιο πολύ. Γιατί αυτή δεν αξίζει το βλέμμα κανενός και όχι οι άποροι που με αξιοπρέπεια έπιασαν τη γωνίτσα τους χωρίς να ενοχλούν κανέναν. Και όπως είχε πει και ο Μονταίν, ένας Γάλλος δοκιμιογράφος, “Όσο ψηλά κι αν κάθεται κανείς, κάθεται στον πισινό του”. Αυτό να μην το ξεχνάνε ακόμα και όσοι είναι από μεγάλα τζάκια.