Η Μαρίνα παρακολουθούσε αμίλητη τη σιγανή βροχή να πέφτει ασταμάτητα έξω από το παράθυρο της.
Έστω κι αν έβρεχε, η Άνοιξη είχε αρχίσει να κάνει δειλά την εμφάνιση της και το σηματοδοτούσε η πανδαισία χρωμάτων της φύσης.
Τα άλλοτε γυμνά πανύψηλα δέντρα που η θέα τους την τρομοκρατούσε στην καρδιά του χειμώνα ήταν πια γεμάτα καταπράσινα φύλλα και πολύχρωμα άνθη.
Λευκά, φούξια, μωβ, ροζ και κόκκινα παρέλαυναν από τα εκστατικά μάτια της.
Ένιωθε πως η φύση την καλούσε σε μια ατελείωτη γιορτή χαράς και ξεγνοιασιάς, δυο λέξεις τις οποίες δεν αναζητούσε πια ούτε στο ελληνικό λεξικό.
Εκείνος πάλι είχε αργήσει να γυρίσει.
Αυτή τη φορά δεν είχε μπει καν στον κόπο να την ενημερώσει.
Το θεώρησε μάλλον περιττό όπως θεωρούσε και την ίδια τα τελευταία δέκα χρόνια.
Τον τελευταίο καιρό δεν γύριζε πια να την κοιτάξει.
Αγνοούσε επιδεικτικά την είσοδο της στο χώρο.
Ξαφνικά άκουσε το κλειδί να ανοίγει την πόρτα.
Χωρίς καν να της ρίξει δεύτερη ματιά, κατευθύνεται στο σαλόνι και κάθεται οκλαδόν στην αγαπημένη του γωνιά στην άκρη του καναπέ με το τηλεκοντρόλ στο χέρι.
«Τι θα φάμε σήμερα;»
«Καλησπέρα και σε σένα.»
«Άρχισες πάλι τη γκρίνια;»
«Όπως κι εσύ την αδιαφορία. Εδώ και χρόνια. Έχω πάψει πια να μετράω πόσα.»
«Εγώ μετράω πόση ώρα θα διαρκέσει το μελόδραμα.»
«Εγώ πάλι, αναρωτιέμαι πόσο καιρό ακόμα θα αντέξω την αναισθησία σου.»
Χτυπάει το τηλέφωνο.
Εκείνος φωνάζει το όνομα της.
Εκείνη κλείνει πεισματικά τα αυτιά της για να μη τον ακούει.
Το βλέμμα της πέφτει σε μια φωτογραφία.
Εκείνη κι αυτός αγκαλιασμένοι σε μια ακρογιαλιά.
Νοσταλγικά απομεινάρια μιας άλλης εποχής.
Πρέπει να ήταν καλοκαίρι. Δεν θυμάται πότε. Δεν θυμάται πού.
Όλα σήμερα της φαίνονται μακρινά και τόσο ξένα.
Εκείνη κι εκείνος, δύο ξένα κορμιά κάτω από την ίδια στέγη.
Φειδωλές οι λέξεις που βγαίνουν από το στόμα τους. Οι άκρως απαραίτητες.
«Καλημέρα», «Καληνύχτα», «Τι ώρα θα πάρεις το παιδί από τα αγγλικά;».
Φαινομενικά αμελητέα επαναληπτικά λάθη, που ο χρόνος συσσωρεύει και γιγαντώνει.
Κι ύστερα φτάνει το τέλος.
Ένα τέλος λυτρωτικό και λείο, σαν το τέρμα του κατήφορου.
Ο μεγάλος κατήφορος αρχίζει πάντα με μια ελαφρότατη κλίση προς τα κάτω, προχωρά ακόμα λίγο με εμπόδια και ξαφνικά γίνεται ίσιος, γλιστερός και κάθετος, χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο ανάκαμψης.
Η Μαρίνα κουράστηκε να προχωρά στην ευθεία του τέλους.
Έφτασε επιτέλους η στιγμή να κάνει στροφή και να γυρίσει πίσω.
Ανοίγει τις ντουλάπες και τις αδειάζει μανιασμένα.
Γεμίζει μόνο μία βαλίτσα. Είναι αρκετή για το ταξίδι.
«Γεια σου. Φεύγω. Καλή τύχη», του λέει.
Την κοιτά με τα μάτια ορθάνοιχτα από την απορία.
«Πού πας; Γιατί κρατάς βαλίτσα;»
«Κάπου μακριά από εδώ. Μακριά από εσένα και από τον εαυτό μου».
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα».
«Ούτε εγώ. Θα καταλάβω όμως στην πορεία. Λοιπόν, καλή συνέχεια».
Κλείνει πίσω της την πόρτα με κρότο χωρίς να του ρίξει δεύτερη ματιά.
Το χρονικό του τέλους δεν την στοιχειώνει πια.
Εκείνος πλέον δεν υπάρχει. Ούτε καν ως ανάμνηση.
Επειδή έφυγε από κοντά του πολύ πριν τον εγκαταλείψει.
Επειδή η ζωή είναι πολύ μικρή για να τη σκοτώνεις προτού καν τελειώσει.
Έξω η βροχή σταμάτησε να πέφτει και η φύση άνοιγε την αγκαλιά της να την υποδεχτεί.
Επιτέλους ήρθε η Άνοιξη.