H διαφορά μεταξύ του εμπρηστή, του παθητικού θεατή και του πυροσβέστη είναι πολύ μικρή. Όταν γεννιέται ένα μωρό, εκεί που κλαίει πρώτη φορά, πολλοί το ακούνε. Αλλά κάποιος παθαίνει κάτι διαφορετικό, κάποιος πονάει στην ψυχή του για το πλασματάκι που υποφέρει και πλαντάζει. Είναι μια δύναμη που αποκτούν πάνω σου τα παιδιά σου και πρέπει να το διαχειρίζεσαι μια ζωή μετά. Να κάθεσαι μια στιγμή παραπάνω στο αμάξι γυρνώντας από τη δουλειά για να ξεπλύνεις τον υπόλοιπο κόσμο από την στιγμή που θα τα αγκαλιάσεις. Διστάζεις πίσω από την εξώπορτα πριν την ανοίξεις ακούγοντας προσεκτικά, ετοιμάζεσαι να αντιμετωπίσεις αυτή την ευθύνη, σαν τον πυροσβέστη όταν παρκάρει και κατεβάζει τη μάνικα.
Δεν “επήλθε” η καταστροφή. Εκεί ήταν και περίμενε. Όπως και το μίσος που βγάζουμε μεταξύ μας. Σαν τον εξυπνάκια στο γραφείο που σου κλέβει λίγο λίγο το αγαπημένο κέικ που άφησες στην κοινή κουζίνα, το ισιώνει και νομίζει ότι δεν κατάλαβες ότι έμεινε το μισό. Κάπως έτσι κι οι Έλληνες με τους φυσικούς μας πόρους. Τα μέρη που κάηκαν δεν είναι προορισμοί, είναι τα μέρη που περνάμε για να πάμε κάπου αλλού. Δεύτερα ή τρίτα σπίτια σε πολλές περιπτώσεις, απλά γραμμές στα Ε9 πλουσίων και κακομαθημένων. Αλί στις εξαιρέσεις που έμειναν πραγματικά άστεγοι. Η επίφαση δημοκρατίας μας δεν ασχολείται με εξαιρέσεις. Μερικές φορές καλοί άνθρωποι κάνουν απαίσια πράγματα. Πιο συχνά όμως αναίσθητοι άνθρωποι δεν κάνουν τίποτα. Απλά αφήνουν να γίνει οτιδήποτε και ασχολούνται μετά να βρούνε το καλύτερο ψέμα για να περιγράψουν τι έγινε αναδρομικά.
Η ζωή δεν είναι δίκαιη. Αν ήταν δεν θα είχαμε να σκεφτόμαστε και να διαχωρίζουμε τόσες ευθύνες. Και για τα παιδιά και για τα δέντρα. Που δεν μας ανήκουν, αλλά κάπως έκλαψαν, τα ακούσαμε και τώρα πρέπει μια ζωή κάτι να κάνουμε για αυτά.