Ο Χριστός δεν σταυρώθηκε μόνο μία φορά, αυτή η συμβολική πράξη (που έγινε – όπως αναφέρει η εκκλησία – για να πάρει πάνω του όλες τις αμαρτίες των ανθρώπων) είναι μια θυσία που εξακολουθεί να υφίσταται κάθε φορά που κάποιος επιλέγει ή αναγκάζεται να θυσιαστεί για το γενικότερο καλό. Για να αφυπνίσει τις μάζες. Για να ανοίξει νέους δρόμους, περισσότερο πνευματικούς και λιγότερο εστιασμένους στη βία και το μίσος. Τα παραδείγματα πολλά και πρόσφατα στην ελληνική και όχι μόνο πραγματικότητα.
Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε κάποτε ένα έργο με τίτλο “Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται”, μέσα από το οποίο αναπαριστάται το δράμα του Χριστού σε μια μικρή ελληνική κοινωνία:
…Θεριό ‘ναι η καρδιά του ανθρώπου. Θεριό ανήμερο… Χριστέ μου, μήτε εσύ μπόρεσες να τη μερώσεις…
…Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάνεις κάτω!
Αν ήταν να με ρωτούσαν ποιος δρόμος πάει στον ουρανό, θ’ απαντούσα: ο πιο δύσκολος.
Μεγάλη κολυμπήθρα τα δάκρυα, παιδί μου…
Θα βρούμε, εκεί που πάμε, το Θεό. Και θα τον βρούμε, όχι όπως τον παριστάνουν όσοι δεν τον είδαν ποτέ τους, ένα ροδομάγουλο γέρο, που κάθεται μακάρια σε πουπουλένια σύννεφα και προστάζει. Μα σα μικρή φωνή που τινάζεται από τα σωθικά μας και σηκώνει πόλεμο.
Χαίρουμαι, άνθρωπος είμαι, όταν μου τύχει ένα καλό, μα πιο πολύ χαίρουμαι όταν πλακώσει η δύσκολη ώρα! Γιατί λέω: τώρα θα δείξεις, παπα-Φώτη, αν είσαι άντρας αληθινός ή κουνέλι.
Όταν πολυσυχάσει το νερό, βουρκιάζει, όταν πολυσυχάσει η ψυχή, βουρκιάζει.
Και στο πιο μικρό πετραδάκι, και στο πιο ταπεινό λουλούδι, και στην πιο σκοτεινή ψυχή, βρίσκεται ολάκερος ο Θεός……Ο διάολος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Κόλαση, ο άγγελος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Παράδεισο. Ο άνθρωπος όπου θέλει!
Σε αυτό το αριστουργηματικό μυθιστόρημα, βασίστηκε η κλασική ταινία του Ζιλ Ντασέν “Celui qui doit mourir” (“Εκείνος που Πρέπει να Πεθάνει”, γνωστή και με τον αγγλικό τίτλο “He who must die”), που προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, τον Απρίλιο του 1957. Οι χωρικοί, που σχεδιάζουν να διαδραματίσουν τη ζωή τού Χριστού σε ένα μυστηριακό θεατρικό δρώμενο, καταποντίζονται από την αποστολή τους. Ταυτίζονται με τους ρόλους που τους έχουν δοθεί… και, όταν μια ομάδα προσφύγων, που άφησαν τα ερείπια των λεηλατημένων σπιτιών τους, φτάνει στο χωριό ελπίζοντας να βρει προστασία, το δράμα του Θείου Πάθους γίνεται πραγματικότητα.
Aφηγούμενος αυτή την ιστορία αγάπης και μίσους, ζήλιας και κακίας, θάρρους και εγκαρτέρησης, ο Καζαντζάκης αποδεικνύει για άλλη μια φορά πως είναι ένας αριστοτέχνης της ρεαλιστικής περιγραφής και της δημιουργίας χαρακτήρων. Ο αμείλικτος ρεαλισμός του διαποτίζεται από ένα βαθύ ποιητικό αίσθημα, το οποίο του επιτρέπει από το χάος να δημιουργεί αρμονία, από ένα μικρό χωριό να χτίζει το σύμπαν.