Έτρεμες στο ύπνο σου, ξανά.
Ξεκίνησε όπως ξεκινάνε όλοι οι εφιάλτες: αργά και μετά όλο και πιο ασφυχτικά και πιο γρήγορα. Πρώτα τα χέρια σου – μου έπιανες και μου άφηνες τον καρπό με μανία – και μετά τα πόδια σου κλωτσούσαν σαν να ήθελες να τινάξεις από πάνω σου το ιδρωμένο πάπλωμα που σε έπνιγε. Το ρίγος άπλωσε σε όλο σου το σώμα και μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα σου ξέφυγε μια κραυγή λες και σε έσφαζαν. Σε κοιτούσα σιωπηλά με γουρλωμένα μάτια αλλά χωρίς φόβο γιατί πλέον έμαθα να μην φοβάμαι τις κραυγές σου. Ηρέμησες ξαφνικά, και οι ανάσες σου αν και κοφτές ήταν ξανά αυτές του ύπνου. Άφησες σιγά σιγά τον καρπό μου και ένιωσα ξανά την αίσθηση να επιστρέφει στα ακροδάχτυλα μου. Δέκα κόκκινα σημάδια μου άφησαν τα δάχτυλα σου. Γύρισες, ανασαίνοντας βαριά, και με πήρες αγκαλιά.
Κοιτούσα το ταβάνι και άκουγα τους δείχτες του χαλασμένου ρολογιού να χτυπάνε και να δείχνουν λανθασμένα μεσάνυχτα. Μήνες έχουν περάσει μα οι δείκτες έχουν μείνει εκεί, κολλημένοι, χαλασμένοι όπως ακριβώς τους αφήσαμε.
Εμείς όμως; Έχουμε προχωρήσει;
— Θα φτιάξω καφέ. Δήλωση. Απάντηση καμία, απάντηση γνωστή, παρά μόνο ένα μουδιασμένο ‘ναι’ μέσα από χείλη λεπτά και ξερά, ακόμα νυσταγμένα. Πάω να σηκωθώ και απότομα με σφίγγεις, η μύτη σου είναι παγωμένη και χωμένη κάτω απ την μασχάλη μου, ακουμπισμένη στο στήθος μου.
— Πέντε λεπτά ακόμη.
Πέντε λεπτά ακόμη. Άλλα πέντε λεπτά μαζί. Ναι, άλλα πέντε λεπτά.
Προχωράνε οι δείκτες με μανία, χτυπάνε τον ρυθμό και τα κοιτάζω με οίκτο γιατί οσο και αν χτυπάνε δεν πάνε πουθενά. Αναλώνονται μάταια σε μια ημίμετρη ζωή όπου χτυπάνε μα δεν μετράνε.
Ποιο το νόημα ενός χαλασμένου ρολογιού;
Ποιο το νόημα της αγάπης;
Σηκώνομαι σιγά-σιγά, φεύγω από το πλάι σου και σε αφήνω αγκαλιά με το μαξιλάρι. Θυμάμαι ακόμα πως πίνεις τον καφέ σου. Κουτουλάω ενώ φτυαρίζω τους κόκκους, με λίγη μαύρη ζάχαρη. Κάνω λάθη από την νύστα μου. Και πως να μην νυστάζω; Αφού πάλι μας βρήκε ξαφνικά η χαραυγή. Αφού πάλι παλεύαμε με τα κύματα.
Αφού για πρώτη φορά έπεσαν οι μάσκες.
Δεν σε βλέπω αλλά σε ακούω, και οι θόρυβοι σου σε ζωγραφίζουν στο μυαλό μου. Ακούω την κουβέρτα που γλιστράει από τον καναπέ επάνω απ’ το σώμα σου. Σ’ ακούω που βαριανασαίνεις και αναστενάζεις: δεν θέλεις να πας στην δουλεία, δεν θέλεις να νιώθεις άλλο έτσι, δεν θέλεις να σκέφτεσαι αυτά που είπαμε χθες, δεν θέλεις να με ξαναδείς, δεν θέλεις. Ακούω τα γυαλιά σου να ακουμπάνε στο τραπέζι: τρίβεις τα μάτια σου, γιατί είναι κόκκινα από το κλάμα και δεν θέλεις άλλο να κλαις. Σ’ ακούω να στρίβεις το τσιγάρο σου, το επιθετικό ‘τσακ’ του αναπτήρα σπάει την σιωπή και δένει αρμονικά ο ήχος του καπνού σου που καίει, με τον οξύ ήχο του κουταλιού που στροβιλίζεται μέσα στην κούπα μου. Κάθομαι κοντά σου, σου προσφέρω τον καφέ και το δέχεσαι με ένα σιωπηλό ευχαριστώ.
— Είδα εφιάλτη χθες.
— Το ξέρω, σου απαντώ. Φυσάω τον καφέ και πίνω την πρώτη πικρή τζούρα. Τα μάτια μου δεν φεύγουν από πάνω σου. Σε βλέπω ότι παλεύεις. Ότι δεν είσαι εδώ.
— Τι είδες; σε ρωτάω.
Κάνεις παύση.
— Είδα ότι…έπεσε το πρόσωπο μου. Ότι το κρατούσα στα χέρια μου, και δεν πονούσα, αλλά πλέον πρόσωπο δεν είχα. Με κοιτούσε άψυχα, σχεδόν κοροϊδευτικά, και προσπαθούσα απελπισμένα και μάταια να το βάλω στην θέση του. Όπως και να το έβαζα, έπεφτε ξανά, δεν εφάρμοζε, δεν ήταν πλέον το πρόσωπο μου. Και πανικοβλήθηκα. Τρόμαξα. Χτύπαγαν την πόρτα και ήθελαν να με δούνε, αλλά πως να βγω έξω χωρίς το πρόσωπο μου;
Τα μάτια σου, τα κόκκινα μάτια σου, ανοιγόκλειναν πανικοβλημένα. Κάπως γελούσες ενώ θυμώσουν τον εφιάλτη, τα χείλη σου ήταν μπερδεμένα ανάμεσα στο γέλιο και στο δάκρυ.
— Ότι και να έκανα, συνεχίζεις, ότι και να έκανα δεν μπορούσα πλέον να κρυφτώ, ότι το πρόσωπο μου δεν ήταν πλέον δικό μου.
— Φώναξες.
— Φώναξα;
— Μες στον ύπνο σου. Με πονούσες.
Σου κλέβω το τσιγάρο από τα δάχτυλα και παίρνω μια σιγανή τζούρα και τα ρουθούνια μου γεμίζουν καπνό.
Απ’ το δωμάτιο ακούγεται το χαλασμένο σου ρολόι. Μετράει, λανθασμένα, πόσους χτύπους της καρδιάς μας μας έχουν μείνει σε αυτή την στιγμή, εδώ, μαζί. Μαζί και βαθιά αγαπημένοι γιατί όταν περνάει η στιγμή, περνάει και το συναίσθημα. Η ζωή μας όλη είναι μικρές στιγμές, τίποτα άλλο – αυτό μου έλεγες πάντα. Και να που, όμως, καταλήξαμε χθες να κλαίμε μαζί τις χαμένες μας στιγμές.
— Δεν θέλω να σε ξαναδώ, μου λες.
— Το ξέρω.
— Δεν θέλω να μιλάμε, δεν θέλω να σε βλέπω, δεν θέλω τίποτα – δεν θέλω τίποτα: θέλω να φύγεις. Θέλω να με αφήσεις. Δεν ξέρω τι θέλω αλλά ξέρω ότι αυτό που θέλω δεν μπορώ να το βρω μαζί σου.
Το λεπτά σου χείλη σφίγγουν με μια ήρεμη δύναμη. Με κοιτάς με μάτια που πετάνε φωτιές.
Τικ. Τακ. Τικ.
Τακ.
Τικ.
Τακ. Τικ.
Δεν σου απαντώ. Ακούω τον ήχο της στιγμής που φεύγει. Και σκέφτομαι πόσο κρίμα είναι που οι άνθρωποι είμαστε τόσο παράξενοι. Που μας πατάνε τα ίδια μας τα πόδια σε ένα μπερδεμένο κυνήγι συναισθημάτων, ονείρων, έρωτα και αγάπης. Που μπήκα μπερδεμένος στην ζωή σου, και έφυγα ακόμα πιο θολωμένος, αλλά επέστρεψα ξεκάθαρος. Με σκοπό κρυστάλλινο και διάφανο…αλλά κοίτα να δεις που το κρύσταλλο σπάει. Είναι εύθραυστο πράγμα, τελικά, η σιγουριά. Είναι άκαρδο πράμα η απόλυτη ειλικρίνεια, οσο ξεκάθαρη και αν είναι.
Σηκώνομαι.
— Σε θέλω, σου λέω. Θέλω να είμαστε μαζί: οι δυο μας, χέρι-χέρι, κόντρα σε όλα και σε όλους. Μαζί.
Αλλά τώρα φεύγω. Θα φύγω, γιατί όπως πολύ σωστά μου έχεις πει, δεν σε άφησα ποτέ να φύγεις αληθινά, ξεκάθαρα, και γνήσια. Σου ζητούσα συνέχεια μια καινούργια αρχή, και με μια αφέλεια νόμιζα ότι η ξεκάθαρη αλήθεια θα ήταν η βάση για αυτό. Μα δεν πάει έτσι, μάτια μου. Σωστά τα λες εσύ. Ήσουν πάντα η πιο σοφή των δυο μας. Πάντα ένα βήμα πιο μπροστά.
Φοράω το πουκάμισο μου και νιώθω την ματιά σου να με διαπερνάει. Να με αποθηκεύει, σαν ένα στιγμιότυπο, μια φωτογραφία να κρατάς κρυφά σε ένα συρτάρι που σπάνια θα ανοίγει. Χωρίς ‘περίμενε’, χωρίς ‘αντίο’, χωρίς πολλά-πολλά: ένας άντρας, μια γυναίκα, και ένα σαλόνι – χωρίς ελπίδα. Τόσο απλά – όπως τα έβλεπες πάντα εσύ, τόσο απλά. Τόσο μάταια, γιατί η ελπίδα, έλεγες, είναι το μεγαλύτερο κακό που ξέφυγε από το κουτί της Πανδώρας. Ότι αυτή η ελπίδα μας καταστρέφει.
Κι όμως βρε ματάκια μου.
Κι όμως.
Κάποιες στιγμές, αξίζει να ελπίζεις σε ένα όνειρο.