“Όταν περάσει η πανδημία…”, αυτή η μάστιγα. Σαν το “θα τακτοποιήσω το δωμάτιό μου όταν…” των παιδιών ένα πράγμα, στο μυαλό μας μεταφερόμαστε σε μυθική μελλοντική εποχή που όλη μέρα θα πίνουμε καφέδες με τις φιλενάδες μας και μπύρες με τους κολλητούς μας. Θα χάσω τα κιλά της καραντίνας ή/και θα κάνω λιποαναρρόφηση και botox σε σημεία του σώματος που δεν έχει σκεφτεί κανείς ότι χρειαζόταν botox. Το lockdown έβαλε πράγματα στη ζωή μας όπως εκείνο το πιρούνι το παράταιρο στα σερβίτσια του σπιτιού. Εσύ νομίζεις ότι είναι από το σόι της γυναίκας σου, εκείνη νομίζει ότι είναι από το δικό σου, κάθε φορά που αδειάζεις το πλυντήριο πιάτων σου την σπάει αλλά το συνήθισες πια.
Ανά τακτά χρονικά διαστήματα ακούγεται το σήμα του Netflix, είναι πλέον αναπόσπαστο μέρος των ήχων του σπιτιού πια, τα παιδιά θα το αναπολούν όπως εμείς θυμόμαστε το παλιό σήμα της ΕΡΤ με τα καμπανάκια και την φλογέρα.
Καμπανάκι – ειδοποίηση από το Facebook, κάτι που άξιζε 400 ευρώ και που το είχα βάλει αγγελία για 100 έχει σχόλιο. Κλασσικά κάποιος ηλίθιος γράφει “έχω 10 ευρώ, μου το δίνετε μήπως σε αυτήν την τιμή;” Ένα μικρό ανθρωπάκι μου τραβάει την πυτζάμα.
-Μπαμπά, μου αρέσει πολύ να μου τραγουδάς όταν κοιμάμαι.
“Ω, ευχαριστώ αγάπη μου.”
-Αλλά όταν είμαι ξύπνιος καλύτερα να μην τραγουδάς.
“Α.”
-Δεν φοβάμαι πια όταν βλέπω ταινίες μόνος μου.
“Πως κι έτσι;”
-Κατάλαβα ότι αυτό το λιοντάρι στην αρχή πάντα κάνει έναν βρυχηθμό αλλά μετά δεν τρώει κανέναν.
“Μήπως να προσέχεις στο μάθημα καλύτερα;” Του έδειξα με το χέρι την ταμπλέτα όπου η δασκάλα προσπαθούσε να κάνει τηλεκπαίδευση.
-Μπα, δεν ξέρει αυτή.
“Τι δεν ξέρει;”
-Τίποτα δεν ξέρει. Χθες τους είπα πως να λύσουν το πρόβλημα με το λιώσιμο των πάγων. Απλά να φυτέψουν πιο πολλά σφουγγάρια να ρουφήξουν όσο νερό περισσεύει.
“ΟΚ φίλε, αλλά είπαμε την Πρωτοχρονιά ότι φέτος δεν θα τρως φαγητό παντού στο σπίτι. Αυτά τα ψίχουλα από που ήρθαν;” Του έδειξα πίσω του το χαλί.
-Είπαμε να μην αφήνω ψίχουλα, όχι να μην τρώω όπου θέλω. Πάω να φέρω την ηλεκτρική.
“Γιατί τρως συνέχεια αποξηραμένα βερίκοκα;”
-Δεν με αφήνει πια κανείς να μασουλάω τα αυτιά σας, για αυτό.
Ξεκίνησα να απαντήσω αλλά είδα στα μάτια του το ύφος “που έχει Skip αυτό το βίντεο;” και σταμάτησα. Έπιασα στην τσέπη το κινητό μου χωρίς να το βγάλω, ψηλαφιστά βρήκα την ένταση για να είναι αθόρυβο και του είπα ότι το έχω χάσει. Περνάω τουλάχιστον ένα τέταρτο έτσι διασκεδάζοντας που ψάχνει άδικα σε όλο το σπίτι, ενίοτε του λέω ότι αν το βρει θα του δώσω 50 ευρώ.
-Μπαμπά δεν το βρίσκω πουθενά, μήπως έχει φαντάσματα το σπίτι;
“Τι να σου πω; Εγώ 600 χρόνια που ζω εδώ δεν έχω δει ποτέ.”
-600; Δεν σε πιστεύω!
“Ναι αμέ, όταν ήμουν εγώ μικρός τα ξυράφια είχαν μόνο μια λεπίδα.”
-Με κοίταξε δύσπιστα.
“Τα αποσμητικά προσέφεραν προστασία μόνο 4 ώρες.”
-Ούτε καν 24;
“Βγάλε το χέρι από τη μύτη!”
-Έλα ρε μπαμπά, λίγο, να το βγάλω, με ενοχλεί.
“Είναι σιχαμένο αυτό που κάνεις διαρκώς με τις μύξες.”
-Αφού είσαι ορειβάτης, θα έπρεπε να με καταλαβαίνεις.
“Τι σχέση έχει η ορειβασία με τις μύξες που βγάζεις από την μύτη σου;”
-Ε, όποτε βγάζω μια μεγάλη μετά νιώθω σα να είμαι στα ψηλά βουνά, αναπνέω βουνίσιο αέρα.
Έχει ένα δίκιο το παιδί τώρα που το σκέφτομαι έτσι. Κι εγώ όταν με ενοχλεί κάποιος πολύ, τον φαντάζομαι δεμένο σε πύραυλο που πάει προς το διάστημα, να τρώει σκατά και να φοράει κάποιο χρώμα που δεν του ταιριάζει καθόλου ενώ ταυτόχρονα τον κάνουμε facebook live. Σημαντικό εργαλείο η φαντασία. Η πρώην δεν το καταλάβαινε καθόλου αυτό, με κατηγορούσε που είχα μανία με τους Transformers, βλέπαμε τις ταινίες, την σειρά, παίζαμε με Transformers κι όταν έφυγε με χτύπησε εκεί που ήξερε ότι θα πονέσω περισσότερο:
“Αλέκο δεν πιστεύω ότι μπορείς να αλλάξεις.”
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης θα έπρεπε να είναι ο όπτιμους πράιμ της primetime τηλεόρασης αλλά παραμένει αποκλεισμένος στο Μεξικό λόγω πανδημίας να γράφει ιστορίες και ποιήματα τα οποία ποστάρει στο Facebook marketplace και απορεί γιατί δεν τον έχουν ανακαλύψει ακόμα όλοι οι εκδοτικοί οίκοι.