Δεν μπορούσε να αναπνεύσει!
Κάτι της έκοβε το οξυγόνο. Ένιωθε να πνίγεται.
Γύρω της γυάλινοι τοίχοι.
Δεν υπήρχε πόρτα. Ούτε έξοδος κινδύνου. Δεν μπορούσε να (ξε)φύγει.
Από έξω περνούσε κόσμος. Κάποιοι κοντοστεκόταν και την κοιτούσαν. Ήθελε να φωνάξει. Να τους ζητήσει βοήθεια.
Αλλά τη φωνή της, έπνιγε η σιωπή. Αυτή κοκαλωμένη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο από το να τους βλέπει να απομακρύνονται γυρνώντας της την πλάτη. Όχι από αδιαφορία αλλά επειδή δε γνώριζαν ότι είχε ανάγκη από βοήθεια και προσοχή.
Αυτή έφταιγε. Με τα ίδια της τα χέρια είχε τοποθετήσει τον εαυτό της μέσα σε μια βιτρίνα. Τον είχε στολίσει με ό,τι πιο ακριβό και συνάμα επιφανειακό στολίδι είχε.
Κρέμασε και τις ταμπέλες. Μόνο όταν τέλειωσε ανακάλυψε ότι δεν ήταν πια ο εαυτός της.
Ήταν όμως αργά! Ήταν ήδη εγκλωβισμένη.
Βρισκόταν σε μια γυάλινη φυλακή που η ίδια με πολλή επιμέλεια χρόνια τώρα είχε δημιουργήσει.
Ήταν, μάλιστα, τόσο προσηλωμένη που ξέχασε να φτιάξει μια έξοδο διαφυγής σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Αν τη γκρέμιζε, τα γυαλιά θα την κάρφωναν και θα μάτωνε.
Έτσι παρέμενε μέσα. Ανήμπορη να ξεφύγει!
Μέσα στην κενή και παγωμένη βιτρίνα.
Στο βωμό της εικόνας της είχε θυσιάσει ό,τι πιο όμορφο είχε. Τον εαυτό και την ψυχή της.
Και η ομορφιά πάγωσε στην επιφάνεια..
Πόση ανασφάλεια μπορεί άραγε να κρύβει ένα άτομο που μάχεται υπέρ της εικόνας του και ισοπεδώνει όλο του το “είναι” ;
Αισθανόμαστε απυρόβλητοι μέσα στο γυάλινο οχυρό που έχουμε κτίσει. Και ας μας κόβεται το οξυγόνο. Εμείς το προκαλέσαμε στον εαυτό μας. Δεν τον αποδεχόμαστε και τον φυλακίζουμε θεωρώντας ότι έτσι θα γίνουμε αποδεκτοί. Μάταια όμως, διότι έτσι μεγαλώνουμε το κενό που υπάρχει μέσα μας.
Γίνεται βούρκος που μας τραβάει προς τα κάτω. Μακριά από τους άλλους ανθρώπους.
Βιώνουμε την περίοδο του άκρατου ειδωλολατρισμού. Συναντώνται συχνά ακραίες εκδηλώσεις “εικονομαχίας” και “εικονολατρίας”.
Η χρυσή τομή -ίσως- είναι πλέον μια ουτοπία.
Λατρεύουμε, αποθεώνουμε, κυνηγάμε είδωλα με τόσο σθένος που πολλές φορές δεν αντιλαμβανόμαστε ότι είναι κίβδηλα.
Έπειτα μπροστά τους γονατίζουμε. Πέφτουμε με τόση δύναμη που ματώνουν τα γόνατα μας.
Σκύβουμε το κεφάλι. Δίνουμε την ψυχή και την καρδιά μας. Για μια εικόνα. Ένα είδωλο που τις περισσότερες φορές δεν είναι τίποτα παραπάνω από αντικατοπτρισμός.
Έπειτα. Ισοπεδωτικοί. Τα θυσιάζουμε όλα στο βωμό της υποτιθέμενης λατρείας μας.
Αφού έχουμε γίνει δεσμώτες της βιτρίνας που έχουμε ήδη δημιουργήσει.
Οι “εικονολατρίες” εν εξελίξει μπροστά στα ανύποπτα μάτια μας.
Ύπουλος πόλεμος. Δύσκολο να υπάρξει πανάκεια.
Εκείνη τα γνωρίζει όλα αυτά. Κουνάει το κεφάλι λυπημένα.
Δεν μπορεί να κάνει όμως αλλιώς. Έχει ήδη χαθεί στη δίνη του πλαστού εαυτού της.
Αξίζει άραγε;
Για ποιούς το κάνει; Γι’ ανθρώπους που δε δίνουν δεκάρα τσακιστή για το αν είναι πραγματικά ευτυχισμένη!
Επιθυμεί να λάμπει και ας μην είναι χρυσός με το να (επι)χρυσώνει το “εγώ” της.
Πλάνη. Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός.
Είναι αρκετό όμως να προσελκύσει τους λάτρεις της επιφάνειας. Οι πραγματικοί συλλέκτες κάνουν πίσω. Ξέρουν να διακρίνουν το τζάμι που είναι καλά τοποθετημένο γύρω της και την έχει μετατρέψει σε μια άψυχη κούκλα.
Δε τη νοιάζει. Αρκεί που την αποδέχεται η μάζα. Και ας μην είναι ικανή να ξεχωρίζει το αληθινό από το ψεύτικο.
Τους τυφλώνει με την υποτιθέμενη λάμψη της. Αυτή που δεν πηγάζει.
Αντανακλάται, απλά, το λευκό φως του απέραντου κενού. Γυαλίζει. Δεν λάμπει.
Και όταν έρχεται το βράδυ. Μόνη και αποκαμωμένη θα πέσει στο κρεβάτι. Οι ανάσες που κρατούσε κατά τη διάρκεια της ημέρας μετατρέπονται σε βουβές κραυγές που σπάνε στα δύο τη σιωπή. Ουρλιάζει η φυλακισμένη ψυχή της. Πονάει να την ακούει.
Έπιασε με τα δυο της χέρια τη λάμψη της ελευθερίας της και την έπνιξε. Σπαρταρούσε κάτω μισολιπόθυμη και εκείνη την κοιτούσε. Τυφλωμένη από την υποτιθέμενη αναγνώριση.
Και τώρα. Που ήρθε η ώρα να πλαγιάσει. Μόνη ουσιαστικά. Τυπικά μπορεί να υπάρχει κάποιο άτομο δίπλα της. Αντιμέτωπη με τον εαυτό της. Χαμηλώνει το κεφάλι. Δεν αντέχει να τον κοιτάξει κατάματα. Θέλει να σπάσει τους καθρέφτες της ψυχής της. Να μη βλέπει το πρόσωπο της. Ξένο πια σε αυτή.
Η νύχτα πέφτει. Η παγωνιά της τρυπάει τα κόκαλα.
Η μοναξιά μεγαλώνει. Προσεύχεται στην εικόνα της.
Κλείνει τα μάτια. Απόψε θα κοιμηθεί χωρίς όνειρα.
Τα σκότωσε λίγο πριν μπει στη γυάλινη βιτρίνα που έφτιαξε!
Without the mask, where will you hide?
Can’t find yourself lost in your lie.