“Σε μισώ.”
Τον κοίταξε στο νεκροκρέβατό του και ήξερε ότι έπρεπε να τα παραδεχτεί όλα.
-Έχεις κάθε δίκιο να με μισείς. Και που σας άφησα και που τον κυνήγησα και ρεζιλεύτηκα.
“Όχι, αυτά ήταν δικαίωμά σου. Εγώ δεν σε μισώ για αυτά, με τον γιό μας θα τα βρεις ελπίζω κάποτε.”
Τον ξανακοίταξε δίπλα στα μηχανήματα που τον συντηρούσαν και περιγράφαν με τα νούμερά τους την πτωτική πορεία της υγείας του. Δεν ήθελε να το παίξει γλυκιά, θα τσαντιζόταν και με το δίκιο του. Αλλά έπρεπε να μάθει, ίσως και για το γιό τους, ίσως και για την ίδια.
-Ε, τότε γιατί να με μισείς;
Είχε κλείσει εξαντλημένος τα μάτια. Πήρε με δυσκολία μέσα από τον αναπνευστήρα μια βαθιά ανάσα. Σαν να ήταν πέντε κιλά το καθένα, ανέβασε αργά αργά τα βλέφαρά του και την κοίταξε στα μάτια.
“Σε μισώ που εσύ θα ζήσεις.”
Το άκουγε ξανά και ξανά στο μυαλό της καθώς περπατούσε στο δάσος. Ούτε που θυμόταν πως έφτασε ως εδώ, ήξερε ότι έπρεπε να καθαρίσει κάπως το μυαλό της. “Σε μισώ που εσύ θα ζήσεις” είπε ο άνθρωπος με τον οποίο πέρασε σχεδόν τριάντα χρόνια, ο άνθρωπος που την είχε ξεπαρθενιάσει, ο άνθρωπος που είχε μόλις αφήσει να πεθάνει μόνος. Ήταν μόλις ένα χιλιόμετρο από τον δρόμο αλλά δεν ακουγόταν τίποτα. Η υγρασία ρουφούσε τα πάντα. Τα πουλιά είχαν εξαφανιστεί. Αν υπήρχαν ζώα θα ήταν βαθιά σε φωλιές. Τα φύλλα των δέντρων παγωμένα και κολλημένα, αέρας δεν φυσούσε, θα είχε κρυώσει κι αυτός ή θα’χε κρυφτεί σε σπηλιές πριν φτάσει εδώ. Από την μέρα που έμπλεξε τα ερωτικά της ήταν σαν να βλέπει από έξω ότι έκανε, ότι ένιωθε, ότι γινόταν.
“Σε μισώ που εσύ θα ζήσεις” Μα, δεν ζούσε τώρα ούτε αυτή.
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης νόμιζε ότι είχε γράψει κάτι αρκετά καλό και έφτασε τα 20 κεφάλαιa στο ΣΚΡΔΨ. (Αν θέλετε να το διαβάσετε, εδώ όλα μαντρωμένα. Αν πιστεύετε ότι πρέπει να βγει σε βιβλίο πείτε σε κάποιον να το εκδώσει και γράφω κι άλλα κεφάλαια.) Αλλά όταν έκατσε να το διαβάσει κάπως πιο αντικειμενικά σκέφτηκε “μαλάκα, κανείς δεν θα το πληρώσει αυτό ως βιβλίο” οπότε αρχίζει άλλο τώρα.