Την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα όλα πήγανε λάθος. Με είχε ενοχλήσει νομίζω το φαγητό. Αυτή είχε καιρό να βρεθεί με άντρα έτσι. Θυμάμαι ντύθηκε σε μια γωνιά του δωματίου κι εγώ κοιτούσα από την άλλη. Αστείο για δυο ανθρώπους που πριν λίγο ήταν γυμνοί μαζί. Σα μια ακόμα συγνώμη μεταξύ μας. Την χαιρετησα με ένα φιλί στο μάγουλο και την ένιωσα όμως πιο ζεστή. Και την επόμενη μέρα μιλάγαμε ώρα πολύ αν και πήρα απλά για να μην φανεί ότι εξαφανίστηκα. Την μεθεπόμενη βγήκαμε για καφέ και γελάσαμε πολύ με την αποτυχία μας στο πρώτο σεξ, γελάσαμε ζεστά κι ακουμπιστά, σα να’χαν λυθεί τα μάγια και τα κορμιά μας, σα να’χαμε γίνοι φίλοι τώρα, ένα σκαλί πάνω από εραστές το ένιωθα και μάλλον είχα δίκιο. Ο έρωτας μπορεί να έρχεται με ταχύτητα φωτός, αργά αργά όμως χτίζεται η έκρηξη που γεννά ένα τέτοιο Σύμπαν. Με άπειρα λιωμένα ρεσώ από μεταμεσονύχτιες συζητήσεις, με άπειρα αστέρια από βραδινές βόλτες που κάποτε πέφτουν σαν μετεωρίτες σε ένα μαξιλάρι που ακουμπάμε κι οι δυο, με μια ανάσα που την πήραμε μαζί και μας διαπέρασε ηλεκτρικά, μαγνητικά μας τράβηξε να κάνουμε τώρα έρωτα σωστό.
.
Ίσως δεν έχει και μεγάλη σημασία πως άρχισε. Είναι η αρχή απλά συνέχεια από κάτι. Κάθε ημερολόγιο, ότι δραματικό κι αν γραφτεί σε αυτό μια μέρα, μένει ανοιχτό για την επόμενη. Πάει καιρός που δεν γράφω πια. Σκεφτόμουν τα πολιτικά, αν γίνεται να αλλάξει η χώρα. Έτρωγα λιτά, άκουγα τις ειδήσεις, ο ήλιος ανέβαινε ψηλά και έδυε γλυκά. Έξω από το παράθυρό μου τα πουλιά πήγαιναν κάποια στιγμή για ύπνο και τα ακολουθούσα κι εγώ μετά σαν να μην είχα επιλογή. Όταν φυσούσε, τα λουλούδια στον κήπο χόρευαν σα μελλοθάνατοι, σαν να τους εκτελούσαν Γερμανοί στο απόσπασμα. Καμιά φορά κοβόταν το κεφάλι τους και έπεφτε. Ο Σεπτέμβρης είναι πάντα σκονισμένος σαν καλός κουραμπιές, γλυκά ξέραινε το λαιμό μου καθώς περπατούσα στο δάσος με αυτιά τεντωμένα για την πρώτη αστραπή, την βροχή που θα έρθει, την κωλοτούμπα του τοπίου και του κόσμου μου, εσένα που τώρα έτρεχες μπροστά μου πάλι.
.
Φαινόταν σα να πηγαίναμε για την κορυφή ενός λόφου αλλά ήταν αρκετά απότομη η προσέγγιση. Δεν την θυμόμουν να της αρέσει το σκαρφάλωμα. Μας λένε ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, ότι μπορούμε να αλλάξουμε τους εαυτούς μας και το πιστεύουμε. Μάλλον επειδή δεν βλέπουμε άλλες επιλογές. Σαν τον λόφο εδώ μπροστά μας. “Τον έχουμε!” είπα υποστηρικτικά όταν σταμάτησε λίγο και δίστασε. Δεν έβλεπα άλλη πιθανή θετική έκβαση, μόνο εκεί θα βλέπαμε από μακριά αν ερχόταν κάποιος, θα κερδίζαμε χρόνο να αντιδράσουμε. Αλλά τελικά αυτό που θέλουμε συχνά δεν το μπορούμε. Οπότε αλλάζουμε αυτό που θέλουμε και ξεχνάμε ότι δεν μπορέσαμε. Καθώς αποφεύγαμε τα πιο απότομα περάσματα ουσιαστικά είχαμε κάνει τον γύρο του λόφου. Όπως είχαμε αποφύγει τελικά την σχέση πριν τόσα χρόνια που πρωτοβρεθήκαμε. Είχαμε κάθε καλή πρόθεση, αποφασιστικότητα, τα είχαμε όλα στα λόγια. Και η ζωή μας πήγε γύρω γύρω με κάθε μας δειλία μπροστά στις δυσκολίες μιας ουσιαστικής σχέσης. Δεν θα έπρεπε να φοβόμαστε τόσο πολύ. Ο φόβος ανταριάζει το πάθος στην επιφάνεια αλλά από κάτω σκοτώνει τα πάντα. Σαν σημάδι τράτας στον βυθό τώρα αναδρομικά βλέπω πως άφησα τον φόβο να με ελέγχει, σαν τρομαγμένο πρόβατο που το πάει ο σκύλος με τα γαυγίσματα τελικά στο μαντρί. Μετά από μισή ώρα, ο λόφος ήταν ήδη μικρός από πίσω μας, είχαμε φύγει μακριά. Και μετά από δέκα χρόνια ούτε που θυμόμασταν γιατί θέλαμε ποτέ να κάνουμε σχέση, σαν το μικρό εξόγκωμα του λόφου στο βάθος το όλο περιστατικό.
.
Αλλά να που ήταν και μπροστά μου. Σαν τον χτύπο της καρδιάς μου, να’τη, να’τη, να’τη, να’τη, δεν σταματούσε ούτε η γυναίκα ούτε η καρδιά. Ίσως κάποτε νόμιζα ότι ήμουν πρόθυμος να χάσω τα πάντα για αυτήν. Δεν γίνεται. Αυτά που είμαι πρόθυμος να χάσω με ορίζουν. Είναι τα φωνήεντα των λέξεων που έχω για να περιγράφω τον κόσμο.
.
Εγώ δεν έπαιζα τένις, αυτή δεν μεθούσε ποτέ. Εγώ αγχώδης και ενίοτε καταθλιπτικός, ποτέ δεν εμπιστευόμουν τους ανθρώπους. Αυτή με ένα μόνιμο αυθόρμητο χαμόγελο, περπατούσε τραγουδώντας και μοίραζε καλοσύνη. Όσο βασάνιζα ένα φιλοσοφικό πρόβλημα ή μια πρόταση που έγραφα, αυτήν την έπαιρνε ο ύπνος στο Netflix και την αγαπημένη της σειρά. Την έπαιρνε ο ύπνος και στη δουλειά από ότι καταλαβαίνω καμιά φορά. Φαντάζομαι και όταν της μίλαγα ίσως αν την είχα αγκαλιά από πίσω. Έλεγε ότι ήταν επειδή είχε δουλέψει βράδυ μικρή και είχε μάθει να κοιμάται όποτε έβρισκε ευκαιρία. Εγώ ήμουν ουσιαστικά μονίμως άυπνος βασανίζοντας τα μεγάλα ερωτήματα των μεγάλων φιλοσόφων που -μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους – δεν έπεφταν ποτέ για ύπνο δίπλα μου. Μόλις την άκουγα να αναπνέει πιο βαθιά και ρυθμικά, οι αρχαίοι ερεθίζονταν που είχαν ανοιχτό το πεδίο και πιάναμε δουλειά στα σοβαρά, χωρίς παρεμβολές.
.
Το πρόβλημα όταν μάθεις κάτι, όταν ζήσεις και το νιώσεις, είναι ότι δεν μπορείς να το δώσεις πίσω. Σε αλλάζει για πάντα. Και μετά με τον καιρό ξεχνάς τα σημαντικά, τα ιδιαίτερα, τα περίεργα, τις λεπτές γραμμές και έννοιες. Θυμάσαι μόνο τα χοντροκομμένα που μυρίζουν άσχημα. Σαν τη μυρωδιά από τις μασχάλες μου, το ψοφίμι που μόλις περάσαμε και εκείνη την οσμή που είχε ο ιδρώτας της όταν φοβόταν. Ήταν λίγα μέτρα μόνο μπροστά μου αλλά έβλεπε κάτι που δεν είχα δει ακόμα εγώ.
.
“Νομίζω ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε.”
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ο πρώτος ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας που παίρνει το βραβείο Νομπέλ. Περίπου το 2025 υπολογίζει να του το δώσουν με το καλό. Ως τότε τρώει πολύ σούσι.