Τον κοιτούσαμε κι οι δυο από το δέντρο στο οποίο είχαμε κρυφτεί. Σχεδόν χωρίς ανάσα για να μην μας ακούσει. Δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος άντρας, αλλά η φωνή επιβλητική και τα χέρια δυνατά. Ίσως σε αντιδιαστολή το πρόσωπο είχε πιο λεπτά χαρακτηριστικά, γαλάζια μάτια ξεπλυμένα που είχαν ελπίδα παρά το αυστηρό του ύφος. Ίσια μύτη και τονισμένο σαγόνι που είχε μόνιμο ανικανοποίητο αφού δεν χαμογελούσε. Μερικοί άνθρωποι φαντάζομαι δεν έχουν την ικανότητα να παίρνουν στα ελαφριά τα πράγματα. Αυτός αν είχε ποτέ κέφια μάλλον το έκανε με πρόγραμμα. Έμοιαζε σαν προϊόν ιδιαίτερα πειθαρχημένου συστήματος αυτοβελτίωσης, σαν να είχε χαράξει αυτές τις γραμμές στον εαυτό του μόνος του για να μην εμφανιστούν οι σκοτεινές πλευρές των ανθρώπων γύρω του, να μην τον πνίξει το οικογενειακό του δέντρο.
.
Το δικό μας δέντρο ήταν ευτυχώς πολύ πλούσιο και γερό. Λείο και καθαρό κλαδί πλατύ. Σκεφτόμουν τον Οδυσσέα και την Πηνελόπη καθώς την κρατούσα σφιχτά αγκαλιά για να μην κινδυνέψει να πέσει – υποτίθεται – για να μην δίνουμε στόχο, για να είμαστε πιο μικρό σύνολο όγκου αν κοιτάξει κάποιος προς τα εδώ, να μη μοιάζουμε σαν άνθρωπος αλλά ένα πλέγμα από χέρια και πόδια και κορμοί δίπλα στον κορμό του δέντρου μας.
.
O άντρας από κάτω μας μιλούσε στο τηλέφωνο. Έδινε οδηγίες καθώς βημάτιζε δυνατά πάνω κάτω. Δεν φαινόταν χαρούμενος αλλά μάλλον είχε κάποια κρυφή γνώση του κόσμου και ποτέ δεν ήταν χαρούμενος. Είχε πολεμήσει τη θλίψη και τις κακουχίες για να φτάσει ως εδώ. Σαν τον σπόρο που έφτιαξε το δέντρο μας. Αλλά αυτός ήθελε να μας σκοτώσει. Ή ίσως να σκοτώσει μόνο εμένα. Αγκαλιασμένοι έτσι δυνατά τώρα, δεν ήθελα να μας χωρίσει. Όταν κάνουν σχέση δυο νέοι άνθρωποι είναι σαν μια ακόμα δραστηριότητα. Όπως πάμε για τανγκό ή 5Χ5, αρχίζουμε μαζί και όλοι που μας αγαπάνε στέκονται γύρω μας, χειροκροτάνε και μας εύχονται τα καλύτερα. Δεν ξέρουμε πόσο πολύ το εύχονται, ούτε αν θα μας βοηθήσει ή θα μας χωρίσει τελικά όλο αυτό το σώου τους. Για αυτό λέμε συχνά ότι ήταν ο έρωτας κεραυνοβόλος. Είναι άλλοθι.
.
Την είχα γνωρίσει, όπως και τον άντρα της άλλωστε, στο εξοχικό τους. Καφέ το σπίτι, καφέ το χώμα, καφέ το βουνό, καφέ το μπαλκόνι τους που είχε θέα τη λίμνη. Ο άντρας της ήταν κι αυτός στα τελευταία τινάγματα μιας δυναμικής νιότης πριν οδεύσει για μεσήλικας. Ερχόταν στο εξοχικό από παιδί και το είχε φορτωμένο με αναμνήσεις, αντικείμενα και ιστορίες πιο πολλές από οποιοδήποτε μέρος είχα πάει ποτέ μου. Όλη της η οικογένεια ήταν έτσι. Κι μάνα της κι ο πατέρας της είχαν φίλους τόσο παλιούς που ήταν φίλοι από πριν γεννηθώ εγώ. Πήγαιναν σε ταβέρνες από την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, είχαν ιδρύσει τον εξωραϊστικό σύλλογο του χωριού και τα μαγαζιά που προτιμούσαν τα ήξεραν από την ίδρυσή τους, μεσολάβησαν να βρούνε τον χώρο σε μερικά. Στο εξοχικό κάθε συρτάρι μπορούσε να ξετυλίξει την ιστορία της περιοχής, τις εμπορικές συμφωνίες, τις επιπτώσεις αλλαγών στην χώρα, την εξέλιξη της τοπικής κοινωνίας. Αφίσες, γράμματα, εφημερίδες, σπιρτόκουτα και στυλό διαφημιστικά, με γραμματοσειρές προηγούμενων δεκαετιών αλλά με τηλεφωνικά νούμερα που ακόμα ισχύουν αν προσθέσεις τους νέους κωδικούς που δεν υπήρχαν αρχικά.
.
Εμείς νομάδες οικογενειακώς. Μέσα στη δυναμική ανασφάλεια των διαρκών αλλαγών που κρύβουμε με σιγουριά και αυτοπεποίθηση, ήταν τόσο δελεαστική η οικογένειά της. Οι δικοί μου γονείς δεν ήταν καν παντρεμένοι εδώ και χρόνια. Δεν ζούσαν κάπου κοντά σε σπίτι που να μπορώ να πω ότι ήταν το οικογενειακό μας σταθερό σημείο αναφοράς. Ίσως δεν είναι της μόδας στην εποχή μας, αλλά τους ερωτεύτηκα όλους μαζί, τις ρίζες τους τις βαθιές, τα μουσικά μοτίβα που διαπερνούσαν την ιστορία τους όπως το λάδι με το οποίο έβαφαν κάθε χρόνο τα ξύλα του εξοχικού σταθερά και πάντα ίδια. Σαν τις φωτογραφίες που μου έδειχναν, με τα ίδια δωμάτια, τα ίδια έπιπλα, την ίδια θέα πριν τριάντα και σαράντα χρόνια “μόνο που λείπει τώρα εκείνος ο θάμνος γιατί τον κόψαμε όταν αρρώστησε”. Και αυτή όταν χώρισε και βρεθήκαμε μαζί ήταν όχι μόνο μια δυναμική νέα με φόντα για όμορφη μέση ηλικία αλλά και το κοριτσάκι με τον κουβά εκεί δίπλα στη λίμνη, ή με την αδελφή της στην ασπρόμαυρη φωτογραφία στο πανηγύρι δίπλα σε μια αρκούδα.
.
O άντρας από κάτω μας είχε κλείσει το κινητό και κοιτούσε γύρω του. Κοκκάλωσα το σώμα και τις σκέψεις μου. Δεν νομίζω έψαχνε με τα μάτια. Έμοιαζε να ψάχνει τον φόβο ή τον θυμό. Τα επικίνδυνα συναισθήματα, αυτά που τελικά προκαλούν πόνο έτσι κι αλλιώς. Αυτά στα οποία ειδικευόταν. Περιέργως δεν κάπνιζε, αλλά τα μαλλιά του ανέμιζαν σαν καπνός εκνευρισμένου καπνιστή, σαν σκέψεις, ύπουλες σκέψεις με δικιά τους θέληση που δεν πήγαιναν με τον αέρα αλλά δικούς τους, πονηρούς σκοπούς. Ακόμα πιο τρομακτικό ήταν το παλτό του το οποίο στεκόταν σταθερό πέρα από κάθε λογική ή νόμο της Φυσικής με τέτοιες συνθήκες. Μια τρέλα, ένα δαιμονισμένα άγριο ζώο σε κλουβί ανθρωπιάς αυτό που έψαχνε τώρα στον ορίζοντα. Και αν συνέχιζε με την ίδια κατεύθυνση θα έπεφτε πάνω μας σε λίγο. Προσπάθησα να σκεφτώ τι θα μπορούσαμε να κάνουμε αν μας έβλεπε. Τα μάτια του άφηναν το τοπίο σα γρατζουνιές σε πίνακα ζωγραφικής σημάδια. Όταν έφταναν στο κλαδί μας θα το έκοβαν με τη μια.
.
“Σκέψου!” ικέτεψα μέσα μου δυνατά. Πριν χρόνια ένας άλλος σε τέτοιο δέντρο είχε έξυπνα πατήσει, είχε κόψει κι είχε δέσει, το έκανε κρεβάτι σταθερό που άντεξε δέκα χρόνια πόλεμο και δέκα χρόνια περιπέτειες για να γυρίσει και να γίνει ο κωδικός του με την Πηνελόπη. Πολυμήχανε Οδυσσέα, μάστορα και ποιητή, ερωτιάρη, μαχητή, έλα και πες μου τι να κάνω τώρα.
.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης μοιάζει λίγο με τον Οδυσσέα. Αν ξέραμε πως έμοιαζε ο Οδυσσέας δηλαδή ή αν διαβάσουμε την Οδύσσεια ενώ τον κοιτάμε και προσπαθήσουμε να τους ταιριάξουμε. Έχει μεγάλη μουστάκα Μεξικάνικη, αυτό σίγουρα ο Όμηρος δεν θα το έγραφε ακόμα κι αν είχε ολόιδια ο Οδυσσέας.