Όσα θα διαβάσετε παρακάτω ενέπνευσαν τη σκηνοθέτη και παραγωγό Κωνσταντίνα Νικολαΐδη να ανεβάσει στο θέατρο το κείμενο του Reginald Rose “12 angry men” και να μεταφέρει την ατμόσφαιρα μιας γνωστής κινηματογραφικής ταινίας σε μια θεατρική αίθουσα. Μια αίθουσα για 12 Ενόρκους που έχουν κληθεί να αποφασίσουν ομόφωνα για τη ζωή ενός νέου ανθρώπου, αντιμετωπίζοντας το βάρος της ευθύνης που φέρνει η κάθε τους απόφαση.
Η παράσταση παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Αλκμήνη.
Οι 12 Ένορκοι είναι οι: Χριστόδουλος Στυλιανού, Κώστας Αρζόγλου, Κώστας Τριανταφυλλόπουλος, Γιώργος Γιαννόπουλος, Περικλής Λιανός, Βασίλης Παλαιολόγος, Χάρης Μαυρουδής, Μανώλης Ιωνάς, Απόλλων Μπόλλας, Αλέξανδρος Πέρρος, Νότης Παρασκευόπουλος, Κωνσταντίνος Μουταφτσής.
Αστόχαστε άνθρωπε
Αστόχαστε άνθρωπε πού πας
και παρασέρνεις στο διάβα σου αθώες ζωές;
Χωρίς ούτε ένα γιατί να σου χτυπήσει την πόρτα;Τα τρένα θορυβούν
και δεν ακούς τη συνείδηση σου που κραυγάζει
Αμπάρωσες την πόρτα με σύρτη και κλειδί
και δεν μπορεί να μπει
Αν και θα χωρούσε απ’ την κλειδαρότρυπατόσο μικρή που την άφησες να γίνει
Αστόχαστε άνθρωπε πού βαβίζεις
μες στο πλήθος των ομοίων σου;
Πού πας χωρίς τη συμπόνοια οδηγό;
Πεδίο μάχης μπροστά
Ένα σκοτεινό δωμάτιοκαι το στιλέτο εν αναμονή της χρήσης του
Διψά για αίμαΜην το ανοίξεις
Αστόχαστε άνθρωπε θυμήσου τη φύση σου
και πορεύσου εν ειρήνη
Είναι ό,τι έχεις και δεν έχεις
Αγάπα το παιδίΤο παιδί μέσα σου
Και άκου το
Έχει τόσα να πει
Μα εσύ το κρατάς φιμωμένο
με εγωπαθείς νόμους και ανήθικες αρχές
Αστόχαστε άνθρωπε φύγε από το πλήθος και ξεχώρισε
Κι άλλοι θα ακολουθήσουνΔεν θα ‘σαι μόνος
Μη φοβάσαι
Όταν λάμψει η αγάπη όλοι τρέχουν στο φωςΑλλά κι έτσι να μη γίνει
και να ‘χουμε περάσει σε καιρούς σκότους
μη φοβηθείς να πράξεις αυτό που πρέπει
και να σηκώσεις το χέρι όταν οι άλλοι σιωπούν και χλευάζουν
ΜίλαΠες την αλήθεια σου
Φώναξε τη
Χάρισε τη
Δεν έχεις τίποτα πιο ιερό
Άνοιξε την ψυχή σου τη φωτισμένη και αγάπα τους όλουςΌλους
Και τον εχθρό σου
Δεν είναι εχθρός
Απλά είναι ακόμη απέναντι
Φερ’ τον δίπλα
Ήσουν κι εσύ κάποτε απέναντιΑλλά επέλεξες τον στοχασμό και την αγάπη
Και δεν είναι εύκολη επιλογή
Το ξέρω
Μα αυτό σε κάνει Άνθρωπο
που άνω θρώσκει
Και γι’ αυτό φτιάχτηκες
(Κωνσταντίνα Νικολαΐδη)
(Ευχαριστούμε τον Γιάννη Πρίφτη για τις φωτογραφίες – www.yiannispriftis.com)
Η ιστορία αρχίζει το 1954 με φόντο το ανώτατο δικαστήριο της Νέας Υόρκης στο Μανχάταν. Ένας σεναριογράφος της τηλεόρασης, ο Reginald Rose καλείται να παρευρεθεί σε μία δίκη ως ένορκος. Μαζί με άλλους 11 Αμερικανούς πολίτες είναι υπεύθυνος για την μοίρα ενός άνδρα που κατηγορείται για ανθρωποκτονία. Για τον Rose, αυτή ήταν μια εμπειρία που του άλλαξε για πάντα τη ζωή.
«Ήταν ένα επίσημο εντυπωσιακό σκηνικό στημένο σε μια ξύλινη αίθουσα δικαστηρίου με ένα γκριζομάλλη δικαστή», θα διηγηθεί ο Rose, 5 χρόνια πριν το θάνατο του, το 2002. «Είχα συγκλονιστεί. Βρισκόμουν στο δικαστήριο σε μία υπόθεση ανθρωποκτονίας. Συμμετείχα σε μια εκπληκτικά εξωφρενική διαφωνία 8 ωρών μες στο δωμάτιο των ενόρκων μέχρι να καταλήξουμε.»
Αναμφίβολα ήταν μια διαφωνία σαν όλες αυτές που λαμβάνουν χώρα κάθε μέρα στις αίθουσες ενόρκων. Αλλά αυτή η συνηθισμένη διαφωνία για τον Rose χτύπησε μία ευαίσθητη χορδή.
Ήταν ένας απλός υπάλληλος που έγραφε σενάρια για δραματικές σειρές σε μια εταιρεία που λεγόταν Studio one, όταν του ήρθε η έμπνευση για τη τέλεια συνθήκη: Ένα δωμάτιο, μία συναισθηματική κατάσταση και μία ομάδα ανθρώπων με διαφορετικό παρελθόν και πολλά κρυμμένα πάθη.
Αμέσως λοιπόν ξεκίνησε να γράφει ένα σενάριο παρακάμπτοντας τις λεπτομέρειες της δίκης στην οποία είχε παρευρεθεί (όπου ο κατηγορούμενος είχε επιβαρυνθεί με όχι τόσο βαριές κατηγορίες), αλλά κρατώντας τη διάθεση και το κλίμα των διαδικασιών.
Σαν δραματουργός που ήταν, το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στο πώς το αποτέλεσμα μιας υπόθεσης εξαρτάται από τον τρόπο σκέψης και τις προκαταλήψεις των ενόρκων.
Από τη σημερινή σκοπιά η απόφαση του να απαρτίσει το σώμα των ενόρκων μόνο από λευκούς άνδρες είναι κάπως αμφιλεγόμενο από τη στιγμή που (θεωρητικά) ήταν εντελώς επιτρεπτό για τις γυναίκες αλλά και για τις φυλετικές μειονότητες να γίνουν ένορκοι εκείνη τη χρονιά. Αυτό μας δείχνει ότι πρακτικά κάτι τέτοιο ήταν σπάνιο να συμβεί στην πατριαρχική και φυλετικά διαχωρισμένη δεκαετία του ’50. Εκείνη την εποχή οι γυναίκες είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε σώματα ενόρκων, αλλά σε αντίθεση με τους άνδρες μπορούσαν να επιλέξουν να μη το κάνουν. Πολλές υιοθετούσαν λοιπόν αυτή τη τακτική πράγμα που κατέστησε κοινό φαινόμενο τα αποκλειστικά ανδροκρατούμενα σώματα ενόρκων.
Έπρεπε να περάσουν άλλα 20 χρόνια για να αλλάξει αυτή η νομοθεσία και οι γυναίκες να υποχρεούνται πια να συμμετέχουν σε σώματα ενόρκων.
Ομοίως με τη διάκριση των γυναικών αντιμετωπίζουμε ακόμα μία διάκριση στα σώματα των ενόρκων. Παρόλο λοιπόν που περίπου ένα αιώνα πριν το 1860 υπήρξε για πρώτη φορά ένορκος αφροαμερικανικής καταγωγής σε ποινική υπόθεση, η μακρά ιστορία της νομοθεσίας της χώρας σε σχέση με το φυλετικό ρατσισμό επέβαλε σώματα ενόρκων που απαρτίζονταν αποκλειστικά και μόνο από λευκούς Αμερικανούς πολίτες. Έτσι λοιπόν είτε με κυβερνητική παρέμβαση είτε με τη χρήση της λίστας αποκλεισμού που είχαν στη κατοχή τους οι δικηγόροι εξασφαλιζόταν η ομοιογένεια.
Μέχρι τη δεκαετία του ‘60 και του ’70, δεν είχε καθιερωθεί η αρχή της ισότητας στα σώματα των ενόρκων. Ακόμα και πολύ αργότερα σημειώθηκαν πολλές ενστάσεις για ύποπτες διακρίσεις στα δικαστήρια. Έτσι λοιπόν ο Rose πετυχαίνει έναν πολύ εύστοχο υπαινιγμό τοποθετώντας τη ζωή ενός έφηβου μιγά στη κρίση 12 λευκών «θυμωμένων» ενόρκων.
Δουλεύοντας στη τηλεόραση και έχοντας ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Rose ανήκει σε μια γενιά σεναριογράφων η οποία είχε επικεντρώσει το έργο της σε σοβαρά κοινωνικά θέματα. Η δουλειά της γενιάς αυτής θα αναστατώσει το βαλτωμένο σινεμά της Αμερικής του ’50. «Tο πιο ενδιαφέρον πράγμα για να γράψεις ένα σενάριο για εμένα είναι η έλλειψη δικαιοσύνης» δήλωσε κάποτε ο Rose.
Το φαινόμενο του ρατσισμού ήταν ένα θέμα που ο Rose είχε προσπαθήσει να θίξει ξανά στο παρελθόν. Λίγο πριν τους 12 ενόρκους ο Rose είχε γράψει ένα σενάριο με τίτλο «Κεραυνός στην οδό Sycamore». Η ιστορία αναφερόταν σε μία οικογένεια έγχρωμων η οποία βίωνε τον ρατσισμό έχοντας μετακομίσει σε μία μεσοαστική γειτονιά λευκών. Η ταινία προβλήθηκε στους κινηματογράφους όμως μια σημαντική λεπτομέρεια είχε αλλάξει. Για να γίνει αρεστή στους διαφημιστές και παραγωγούς η οικογένεια των έγχρωμων είχε αντικατασταθεί από μία οικογένεια λευκών ενός πρώην κατάδικου. Ο Rose δε κατάφερε να περάσει το μήνυμα που ήθελε.
Οι δώδεκα ένορκοι ξεκίνησαν ως έργο για την τηλεόραση. Παίχτηκαν τον Σεπτέμβριο του 1954 και σκηνοθετήθηκαν από τον Franklin Schaffner, ο οποίος αργότερα ήταν υπεύθυνος για το “Planet of the apes”, “Papillon” και “The boys from Brazil”. Η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία και ο Rose κέρδισε το πρώτο από τα τρία του βραβεία Emmy.
Η επιτυχία της τηλεταινίας τράβηξε το ενδιαφέρον του Henry Fonda. Εκείνο τον καιρό ο ηθοποιός μετρούσε 20 χρόνια καριέρας στο Hollywood. Η United Artists ζήτησε από τον Fonda και τον Rose να γίνουνε συμπαραγωγοί στην έκδοση του ‘’12 ένορκοι’’ που θα προβαλλόταν στις κινηματογραφικές αίθουσες. Με τη σειρά τους οι δύο άνδρες ζήτησαν από τον 30χρονο πρώην ηθοποιό Syndey Loumet, ο οποίος είχε δουλέψει σαν σκηνοθέτης σε πολλά τηλεοπτικά προγράμματα του CBS, συμπεριλαμβανομένων και κάποιων του Rose και έχοντας εντυπωσιάσει τον Fonda με το μεγάλο θεατρικό του υπόβαθρο, να σκηνοθετήσει τη παράσταση.
Για την κινηματογραφική εκδοχή της ταινίας, ο Lumet ήταν αποφασισμένος να ενισχύσει την αίσθηση της κλειστοφοβίας στην αίθουσα των ενόρκων. Έχοντας αυτό στο μυαλό επέμεινε οι ηθοποιοί του να κινούνται σε συγκεκριμένες διαδρομές ξανά και ξανά ενώ βρίσκονταν κλειδωμένοι στο ίδιο δωμάτιο δύο εβδομάδες πριν αρχίσουν τα γυρίσματα. Από τη στιγμή που άρχισαν τα γυρίσματα όσο περισσότερο ξεδιπλωνόταν η ιστορία ο Lumet χρησιμοποιούσε συγκεκριμένους φακούς στη κάμερα ώστε να φαίνεται ότι οι τοίχοι κλείνουν όλο και περισσότερο προς τους χαρακτήρες. Επίσης η χρήση έντονου φωτισμού και υψηλής έντασης αντίθεση στο μαύρο και στο άσπρο του σκηνικού, έδιναν την αίσθηση ότι οι ένορκοι ήταν παγιδευμένοι.
«Η ζωή είναι στα χέρια τους- ο θάνατος στο μυαλό τους! Εκρήγνυνται σαν 12 ράβδους δυναμίτη» έγγραφε το πόστερ όταν η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους τον Απρίλιο του 1957. Όταν το φιλμ προβλήθηκε στην Αγγλία, οι Τάιμς του Λονδίνου το αποκάλεσαν «έντονο και κλειστοφοβικό», μία αρκετά εύστοχη κριτική.
Παραδόξως η ταινία δεν είχε την οικονομική επιτυχία που ήταν αναμενόμενο να έχει. Δε βοήθησε το γεγονός ότι η United Artists επέλεξε να κάνει την πρεμιέρα της ταινίας στο τεράστιο και απρόσωπο Loess που αποτελούσε τη ναυαρχίδα των κινηματογραφικών αιθουσών. Παρ’ όλα αυτά οι 12 ένορκοι κέρδισαν μία υποψηφιότητα για όσκαρ σκηνοθεσίας όπως και επίσης υποψηφιότητα για καλύτερο σενάριο και καλύτερη φωτογραφία. Εκείνο το καιρό ο Fonda ήτανε ο μοναδικός σταρ του Box Office που είχε η ταινία. Παρ’ όλα αυτά κάποιοι απ΄τους ηθοποιούς όπως ο Lee J Cobb, είχαν πολλές θεατρικές επιτυχίες στο ενεργητικό τους. Αν και το φιλμ δεν έκανε οικονομική επιτυχία, συγκέντρωσε αρκετά καλές κριτικές και αυτό ήταν αρκετό για να εκτοξεύσει τη καριέρα του Jack Warden, του E. G. Marshall, Jack Klugman και Martin Balsam.
Έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι το σκηνικό της ταινίας εύκολα μπορούσε να μετατραπεί σε θεατρικό σκηνικό και η πρώτη θεατρική βερσιόν της ταινίας ανέβηκε στο Λονδίνο το 1964. Λειτούργησε καταπληκτικά.
Αυτό όμως δεν ήταν το τέλος της ιστορίας. Το σενάριο των 12 ενόρκων προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στον κόσμο και έτσι μεταφράστηκε και έγινε ταινία σε πολλές χώρες όπως η Γερμανία, η Ινδία, η Ρωσία και η Γαλλία. Επίσης το 1997 γυρίστηκε πάλι στην Αμερική για την HBO με πρωταγωνιστή τον Jack Lemmon. Ένα τελευταίο δείγμα της μεγάλης αναγνώρισης της ταινίας είναι ότι υιοθετήθηκε και προβάλλεται από πολλές οικονομικές και νομικές σχολές όπου χρησιμοποιείται σα βοήθημα για το πως κάποιος εξασκεί την τέχνη της επιχειρηματολογίας και της πειθούς.
Τι θα μπορούσε να αποτελέσει μεγαλύτερη αναγνώριση της ταινίας από αυτό;