Μερικές φορές νιώθω σαν ψάρι που πηδάει ψηλά στον αέρα και βλέπει από κάτω του την αντανάκλαση του ουρανού. Εκεί που νόμιζα ότι ήμουν δυνατός, η αντανάκλαση με τα σύννεφα περνάει με το νερό στο ποτάμι, είναι τα πάνω κάτω, ο χρόνος κυλάει με το νερό δυο φορές πιο γρήγορα και πέφτω εξαντλημένος , σπαρταράω σαν ψάρι.…
…δεν ήμουν ψάρι όμως. Είχα πηδήξει από το κλαδί πάνω στον οπλισμένο άντρα που θα μας έβλεπε σε λίγο έτσι κι αλλιώς. Κι εκεί που νόμιζα ότι είχα το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, τώρα ένιωθα αδύναμος. Δεν το είχα πάρει απόφαση προφανώς με αρκετή σιγουριά ότι ήθελα να τον σκοτώσω και καθώς έπεφτα πάνω του με σκοπό να του ρίξω το κεφάλι στην πέτρα δίπλα του λάκισα την τελευταία στιγμή. Γύρισε και κρεμόμουν τώρα κάπως άκομψα από πάνω του σαν μωρό μπαμπουίνου αλλά κρατούσα, δύσκολα είναι αλήθεια, και τα χέρια του και έτσι δεν μπορούσε να με χτυπήσει ή να με ξεφορτωθεί.
.
Είναι αστείο να παλεύουν δύο μεσήλικες. Σε σκοτεινό δάσος, σαν τις μάχες της κρίσης του μεσήλικα, τέρατα γίνονται ποντίκια, καρδιές κινδυνεύουν από έμφραγμα, σα να προσπαθούμε να κλείσουμε σε τρύπες και σπηλιές Ερινύες και τύψεις, να τρέξουμε πιο γρήγορα από το ζόμπι που μας πλησιάζει διαρκώς. Γινόμαστε ένα, μετά πάλι ξεχωρίζουν δυο σώματα, ζούμε τρώγοντας σαλάτα του Καίσαρα και αντικαταθλιπτικά αλλά σαν περισσευούμενη μαγιονέζα, κέτσαπ και μουστάρδα πετάγονται από παντού ασάφειες, λίπη και δυσαρμονίες μας. Δεν μας απαγορεύεται τίποτα στις μάχες μας αλλά δεν ανησυχούμε καθόλου. Ότι κι αν φυτέψαμε, κάτι κακό θα γίνει σίγουρα, γιατί χωρίς μπελάδες δεν υπάρχει ιστορία, δεν υπάρχει ‘α χάσου’ για να νιώσεις ότι είχε νόημα, σκοτεινιάζει στο δάσος, μαυρίζουν τα δέντρα, κρέμονται οι νυχτερίδες σαν σε διεστραμμένο Χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Αλλά ακόμα και τα φτερά τους καθώς ανοίγουν κάνουν θόρυβο χαλασμένης πόρτας, ακόμα και σε παραλήρημα καθώς τρώω και ρίχνω ξύλο νομίζω ότι οι νυχτερίδες έχουν θέματα κι αυτές με τις αρθρώσεις τους.
.
Τώρα τα χέρια μας είχαν τερματίσει την προσπάθεια, είχαν ασπρίσει χωρίς αίμα από την πίεση. Έμοιαζαν σαν από μάρμαρο, τα χέρια ενός γλύπτη που ετοιμάζει κάτι να βάλει πάνω από τον τάφο του, το χέρι κάπως θα προλάβει να μπει από κάτω, κάτω από έναν ουρανό που δεν θέλει να δεσμευτεί, κάπως το καλέμι θα νικήσει. Με κάθε αναπνοή λίγη μαρμαρόσκονη πετάγεται απ’το μυαλό μου με την ιδέα και δυο φλέβες με την πραγματικότητα. O αρχικός μου δισταγμός να τον σκοτώσω είχε αποδειχθεί μεγάλο λάθος. Ήταν πολύ γυμνασμένος και πιθανώς γνώστης πολεμικών τεχνών. Ένας λογικός άνθρωπος δεν θα του είχε επιτεθεί. Οι λογικοί άνθρωποι προσαρμόζονται στις συνθήκες. To λέει η θεωρία της εξέλιξης. Ο προπάππους του ήταν ο πιο γρήγορος στο κυνήγι και ο προπάππους του προπάππου του ο πιο δυνατός να πολεμάει μαμούθ. Εμένα ο παππούς μου ήταν ζωγράφος και ο πατέρας ποιητής. Οι παράλογοι προσπαθούν να αλλάξουν τον κόσμο και τις συνθήκες σύμφωνα με τα πιστεύω τους. Μάταιο συνήθως. Αλλά από τους παράλογους προέρχεται η πρόοδος, από εμάς αλλάζει ο κόσμος.
.
Όπως τον κρατούσα από πίσω έβλεπα στα μάτια του ότι ετοιμαζόταν να κάνει κάποια έμπειρη κίνηση με την οποία θα με τελείωνε. Μετά είδα το τακούνι. Αυτός το είχε δει ήδη. Το τελευταίο πράγμα που είδε στη ζωή του. Όσο εμείς κάναμε τους άντρες και παλεύαμε, αυτή είχε κατεβεί από το δέντρο και με όλη την αποφασιστικότητα που δεν επέδειξα εγώ του είχε χώσει πολύ βαθιά στο μάτι το τακούνι της. Τόσο βαθιά ώστε να δει τον θάνατο. Κάπου μάλλον επικοινωνεί αυτή η τρύπα με τον εγκέφαλο αν κρίνω από τα διάφορα υγρά που βγαίνουν. Περίμενα λίγο κρεμασμένος από πίσω του και βαριανασαίνοντας αλλά καθώς λύγισαν τα πόδια του και έπεσε κάπως εγώ βγήκα όρθιος από το μπέρδεμα, λίγο πιο κοντά της και το άλλο τακούνι που είχε έτοιμο στο άλλο χέρι. Προφανώς για την περίπτωση που δεν τον σκότωνε το πρώτο αλλά επικίνδυνα κοντά στο δικό μου μάτι τώρα. Της το άρπαξα:
.
“Τόση ώρα έτρεχες με τακούνια;” απόρησα.
Με κοίταξε με ύφος και αυτοπεποίθηση. Είχε ήδη βάλει το ένα παπούτσι του πεθαμένου και ξεκίνησε να του βγάλει και το δεύτερο καθώς με κοιτούσε μισοχαμογελώντας. Όταν ετοιμάστηκε σηκώθηκε, πήρε στο χέρι το ένα παπούτσι της με το τακούνι και έδειξε προς το πτώμα.
“Βγάλε του το άλλο τακούνι από το μάτι. Μάλλον θα το χρειαστούμε. Τώρα είδες πως να το χρησιμοποιείς πιστεύω.”
.
Ο αέρας δυνάμωσε. Έτρεμα καθώς με δυσκολία ξεκόλλησα το τακούνι από το κρανίο. Γέμισα αίματα και εγκεφαλικά υγρά. Κάποιους δεν τους φοβίζει η νύχτα που έρχεται. Κάθε φύλλο, κάθε βλαστάρι, κάθε χόρτο ξέρει πως να δώσει καταφύγιο στο αεράκι. Βολεύονται, σπιτώνονται μαζί. Ίσως δεν ήταν αέρας μακρινός αλλά η ανάσα των πέρα δέντρων των μεγάλων. Καθώς φεύγαμε, στο μισοσκόταδο γύρισα να τον κοιτάξω. Το ένα του μάτι ήταν ανοιχτό. Χάθηκε στις σκιές καθώς απομακρύνθηκα. Αλλά με ακολουθούσε για πολύ καιρό. Μερικές φορές ο Νόμος περνάει μέσα από σπασμένα κόκαλα και σαν έντερα κρατάς στα αιματοβαμμένα χέρια τις Γραφές.
.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι διάσημος ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας. Δεν είναι βίαιος άνθρωπος. Οποιαδήποτε ομοιότητα με τυχόν φόνους που γίνουν με τον ίδιο τρόπο είναι εντελώς συμπτωματική εκτός αν περιέχεται σε ταινία και μπορούμε να ζητήσουμε λεφτά για δικαιώματα.