Η μάνα της είχε μάτια σα γυναικείες γροθιές. Σα τη σκληρή πραγματικότητα, όχι τα άλλα χέρια του μανικιούρ και με τα νύχια. Αληθινά μάτια, αληθινές γροθιές, άνθρωποι που υπήρχαν σαν τα βράχια σταθερά. Οι γονείς της ήταν κανονικοί άνθρωποι, ιστορικά πρόσωπα, προβληματικά. Έμεναν μαζί με αυτό το πείσμα όσων μεγάλωσαν στον πόλεμο. Σαν ασπίδα προστασίας από βόμβες των Ναζί τα σώματά τους σκληρά και η συνοχή τους αδιαπραγμάτευτη. Πλέον οι άνθρωποι θέλουμε ο αέρας που αναπνέουμε να διατηρεί το μυστήριο του σώματός μας. Τότε απλά ήθελαν να μην έχει δηλητήριο. Γίνεται να αγαπάς χωρίς να κατηγορείς; Για να προχωρήσει η γενιά τους απλά έπαιρναν απόφαση, τραβούσαν τη γραμμή και περίμεναν, πατώντας σε θαμένους όλμους, στοιβάζοντας τα όπλα που έβρισκαν. Αργά ή γρήγορα γινόταν. Πονάει να μην είσαι όλοι οι άλλοι. Δεν πεθαίνει η αγάπη, ήταν ήδη νεκρή αν το σκεφτείς έτσι. Με έβαλαν στο σπίτι τους χωρίς δισταγμό. Με πήγαν στον ράφτη τους, αυτόν που έφτιαξε το νυφικό της. Περάσαμε κι από τον κοσμηματοπώλη, να με ξέρει, αν χρειαστώ ποτέ ειδική τιμή. Ίσως με αγαπούσαν τόσο επειδή ήθελαν έναν γιο, να βάλουν κι ένα τέτοιο στη συλλογή τους. Ίσως όμως κι εγώ ήθελα να βάλω στη συλλογή μου δυο ακόμα γονείς.
.
“Πάλι σκέφτεσαι!”
.
Το είπε σαν κατηγορία. Εννοούσε μάλλον ότι δεν σκεφτόμουν αρκετά το άμεσο πρόβλημά μας καθώς είχε νυχτώσει και δεν είχα ιδέα αν είχαμε σχέδιο. Συνήθως θα απαντούσα με αντεπίθεση, μια εξυπνάδα, μια φιλοσοφία, κάτι να της δώσω να έχει να παίξει στο μυαλό. Αντ’αυτού απλά χαμογέλασα. Με όλη την αγάπη μου, χαμόγελο από αυτά που έχουν οι γαμπροί όταν φτάνει επιτέλους η νύφη, πονάνε τα πόδια και η μέση, αλλά ήρθε ευτυχώς με τον πατέρα της και αρχίζει η τελετή.
.
Αν ζωντάνευαν τα νυφικά όλου του κόσμου θα έκαναν ομάδες νομίζω. Τα πιο δυστυχισμένα είναι καταχωνιασμένα σε κούτες χωρίς ελπίδα να δούνε ποτέ το φως του ήλιου ξανά. Άντε σε καμιά μετακόμιση που πάλι δεν αποφασίζει κανείς να τα πετάξει.
Μερικά νυφικά ζούνε με την ελπίδα. Η κόρη θα το βάλει – αν της κάνει – όταν έρθει η σειρά της. Θα φορτωθεί διπλή μαγεία πριν το αποθηκεύσουν προσεκτικά. Γιατί τέτοιες οικογένειες μπορεί να προσπαθήσουν να βάλουν και την εγγονή να το φορέσει. Αν υπάρχει ακόμα γάμος στο μέλλον κι αν δεν έχει αλλάξει τελείως η μόδα. Ζούνε πάντα με το ερωτηματικό και την προσμονή.
.
Τελικά τα πιο ευτυχισμένα νυφικά είναι από τα γρήγορα διαζύγια, αυτά με την ένταση, το μίσος και το δράμα. Αυτά που σκίστηκαν με ψαλίδι και μαχαίρι και τα νύχια, αυτά που βράχηκαν από κρασί που πιώθηκε με καλές φίλες αργά το βράδυ, αυτά που κάηκαν στον κήπο, καίγεται γρήγορα το συνθετικό τους ύφασμα ξέρετε. Αυτά που πήγανε στον ουρανό οι φιόγκοι και τα διακοσμητικά του νυφικού μεθυσμένα και αυτά, ποτισμένα αλκοόλ.
Αλλά στα αυτιά τους ακόμα χιλιάδες “να ζήσετε!” κι “ότι επιθυμείτε!” όλο αγάπη και χαμόγελα έμειναν με την χαρά της μέρας τους. Στην πυρά είναι χαρούμενα τα νυφικά.
.
Τελικά τα πιο ευτυχισμένα νυφικά είναι από τα γρήγορα διαζύγια, αυτά με την ένταση, το μίσος και το δράμα. Αυτά που σκίστηκαν με ψαλίδι και μαχαίρι και τα νύχια, αυτά που βράχηκαν από κρασί που πιώθηκε με καλές φίλες, αυτά που κάηκαν στον κήπο, καίγεται γρήγορα το συνθετικό τους ύφασμα ξέρετε. Αυτά που πήγανε στον ουρανό οι φιόγκοι και τα διακοσμητικά του νυφικού μεθυσμένα και αυτά αλλά στα αυτιά τους ακόμα χιλιάδες “να ζήσετε!” κι “ότι επιθυμείτε!” όλο αγάπη και χαμόγελα έμειναν με την χαρά της μέρας τους. Στην πυρά είναι χαρούμενα τα νυφικά.
.
“Καλά, σκέψου κι άλλο”, επανήλθε. Πάντα επανέρχεται. “Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι όλη τη νύχτα. Έχεις γλιστρήσει τρεις φορές το τελευταίο μισάωρο, σε λίγο θα γυρίσεις κάνα πόδι.”
.
Ίσως επειδή παρατηρώ τους ανθρώπους, μπορεί κι από τα πολλά βιβλία ή επειδή μου αρέσει να εξερευνώ ξένα σπίτια, έχω καταλήξει ότι οι γάμοι που αντέχουν είναι σε σπίτια με χώρο. Ο καθένας έχει κάπου που κρύβεται. Αυτός το λέει γραφείο ή υπόγα ή πατάρι. Αυτή το λέει σιδερωτήριο, πλυντήριο, κουζίνα ή γωνιά στο καθιστικό. Αν είναι μικρό το διαμέρισμα και μόνο ένα σημείο προσφέρεται για όαση, το παίρνει ο άντρας. Η γυναίκα ξέρει να φτιάξει χώρο στο μυαλό της οπουδήποτε στην ανάγκη. Στην προκειμένη είχε βρει ένα σημείο με βράχο που κάλυπτε από πάνω.
.
Πήγαμε στη μια γωνιά για να μην φαινόμαστε. Έκατσα πρώτος με πλάτη στο πιο ίσιο σημεία μιας μεγάλης κοτρώνας και της έκανα νεύμα να έρθει αγκαλιά. Έτριψα λίγο τους ώμους της και έκλεισα τα χέρια μου γύρω της. Τα ρούχα μας δεν θα ήταν αρκετά για το κρύο της νύχτας αλλά θα τα καταφέρναμε. Μου ήρθε λίγο απομεινάρι από το άρωμά της. Ή μάλλον τα δυο αρώματα που πάντα έκανε χαρμάνι, το ένα τοπικά και το άλλο με μια περίτεχνη κίνηση πάντα στο τέλος όπου έκανε ένα νέφος και έμπαινε λίγο μέσα κυρίως με το κεφάλι να απλωθεί γενικά. Πιο έντονα η μυρωδιά από τις δικές μου μασχάλες βέβαια. Αναγνώρισα λίγο τον δικό της ιδρώτα στο χαρμάνι. Και την ποδαρίλα μου όταν κουνούσα τα πόδια. Έκλεισα τα μάτια να τα ευχαριστηθώ. Άραγε σε τηλεπαιχνίδι θα την έβρισκα από την μυρωδιά και μόνο; Αν ήμουν τυφλός και χωριζόμασταν στο πλοίο για Αμερική, όπως έλεγαν ότι έγινε με τον παππού και την γιαγιά μου, θα μπορούσα να την βρω μόνο με τη μύτη μου; Αν δίναμε όρκο να πεθάνουμε μαζί, στον Παράδεισο άραγε λειτουργεί η όσφρηση ή όλα μυρίζουν γιασεμί και τζάμπα προσπαθώ τώρα τόσο πολύ να μην τα ξεχάσω ποτέ;
.
“Συγνώμη για πριν” ξεκίνησα. “Πράγματι σκεφτόμουν. Όλο σκέφτομαι, το ξέρω σε κουράζει.” Πήγε να διαμαρτυρηθεί, το αισθάνθηκα καθώς σκλήραιναν οι μυς της για να σηκώσει το σώμα της. Αλλά σταμάτησε χωρίς να μιλήσει και συνέχισα. “Έτσι που πέφτει η νύχτα γύρω μας νιώθω σα να είμαστε εγκλωβισμένοι μαζί σε ασανσέρ. Θέλω να σου πω πως ήμουν πιο μικρός, στο Λύκειο, που δεν με ένοιαζαν τα κορίτσια, ούτε τα σπορ, ούτε τα πολιτικά που είχαν αρχίσει πολλοί να φανατίζονται. Όχι καθόλου, εμένα το μόνο που μου άρεσε ήταν να βγαίνω για περπάτημα στη γύρα του λόφου μας.” Ένιωσα ότι τράβηξε μια ανάσα για να πει κάτι. Περίμενα λίγο. Ξεφύσηξε αργά και πολύ ήσυχα. Περίμενα κι άλλο. Δε μίλησε. “Ξεκινούσα από το σπίτι και έκοβα ίσια πάνω στον περιφερειακό δρόμο. Ο χωματόδρομος ήταν πάντα άδειος, ποιος να περπατήσει εκεί πάνω; Οι συνομίληκοί μου χαμουρεύονταν, έπαιζαν, έπιναν καφέδες. Εγώ την έβρισκα να προλάβω το ηλιοβασίλεμα.” Έκανε μια κίνηση του κεφαλιού της στα πλάγια. Χαλάρωσα λίγο την αγκαλιά μήπως ήθελε να αλλάξει στάση ή να γυρίσει για να μου απαντήσει. Ξαναίσιωσε το κεφάλι όμως. “Από κάποιο σπίτι ή οικοδομή έπαιζε δυνατά κλασσική μουσική αλλά ποτέ δεν βρήκα που ακριβώς. Πολλές φορές ταίριαζε τόσο ιδανικά με το τοπίο που έβαζα τα κλάματα. Ή έτρεχα στην ανηφόρα μέχρι που έπεφτα λιπόθυμος αν ήταν κάτι γρήγορο και ενθουσιώδες.” Πάλι περίμενα. Πάλι δεν είπε κάτι. Πάλι συνέχισα μόνος. “Υπήρχαν μέρες βέβαια που δεν προλάβαινα. Ή ήταν μουντό το ηλιοβασίλεμα. Ή είχε σύννεφα, βροχή, δεν έπαιζε μουσική, μια μέρα χαμένη μέχρι την επόμενη που έβγαινα με φρέσκια ελπίδα.” Νόμιζα ότι άκουσα ρυθμική την αναπνοή της. Ίσως κοιμήθηκε. Το γυμνό μου μπράτσο κρύωνε. Άφησα το χέρι μου να πέσει από μέσα από το πουκάμισό της, βρήκε ζεστή και φυσική στάση στο στήθος της. “Το μονοπάτι ήταν κυκλικό ξέρεις.” Ανέπνευσε, φούσκωσε και η ρώγα της βρήκε στο δάχτυλό μου. Δεν ξέρω αν κοιμόταν πραγματικά, εγώ έπρεπε να ρίξω το συμπέρασμα τόσης αφήγησης. “Το μονοπάτι ήταν κυκλικό. Ήθελα δεν ήθελα, στο σπίτι μου γυρνούσα.”
.
Η μάνα της είχε μάτια σα γροθιές. Κι αυτή είχε την πιο προσεκτικά διατυπωμένη ησυχία όλου του κόσμου, το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα και την πιο γλυκιά μουσική. Την άκουγα θαρρώ καθώς με πήρε ο ύπνος.
(Ρώτησαν μια φορά τον Αλέκο Γκονζαλεζίδη αν όταν γράφει τέτοια αριστουργήματα λάμπει η καράφλα του και απάντησε “όχι, αλλά κουνιέται η μουστάκα μου πολλές φορές”. Όταν είσαι ξακουστός ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας ότι θες λες και γίνεται σλόγκαν για μπλουζάκι ή στην χειρότερη meme δευτέρας διαλογής για όταν έχεις ξεμείνει από τα καλά meme.)
Τα υπόλοιπα κεφάλαια αυτής της ιστορίας εδώ όλα μαζί (αρχίζουν από το 1 παραδοσιακά.)