Στο ήσυχο βουνό, μια ήσυχη βροχή ξεκίνησε. To λιγοστό φως με το μυαλό μου το κρέμασα σε μια σειρά άστρα σα σεντόνι. Ήταν γυαλιστερό, το ίσιωνα διαρκώς στη σκέψη μου να είναι καλοσιδερωμένο σαν κουρτίνα, χωρίς τσαλακωσιές από λέξεις. Σα να μην είχαν εφευρεθεί ακόμα οι λέξεις όμως, άδειο το μυαλό μου. Αν ήθελα κάτι από εκείνη τη στιγμή δεν το ήξερα αλλά ήμουν γεμάτος χαρά σα να είχα πρωτομυρίσει την άνοιξη και σε κάθε δίπλα της συννεφοκουρτίνας του ουρανού άλλα αρώματα μαγικά, άπειρα σαν τα άστρα.
Αλλά πεινούσα.
Μου ήρθε στο μυαλό μια φορά που κυνηγούσαμε οικογενειακώς γίδα που βρέθηκε στο δρόμο μας. Ήταν πιθανώς κάπως βίαιο ζώο. Πήγε να το πιάσει η αδελφή μου, έφυγε τρέχοντας, έσπρωξε με την μουσούδα στη βάση ενός αγκαθωτού θάμνου και μάτωσε. Ίσως πήγαινε να πιάσει ένα αυγό στη μέση του θάμνου, κοκκίνισε κι αυτό με τα αίματα. Μου θύμισε ένα πλαστικό αυγό που είχαμε στο σπίτι. Μου το πέταγε δυνατά η μητέρα μου από την κουζίνα όταν με έβλεπε να χαζολογάω αντί να διαβάζω. Το έσπασε το αυγό η γίδα πάντως. Οι γονείς μου ήταν πιο πίσω και λογομαχούσαν όπως πάντα, ατέρμονες μάχες κότα και αυγό, αυγό και κότα, ποιος πλήγωσε ποιος πρώτος, ποιος ζήλευε κι αν ζήλευε, γιατί ζήλευε, μήπως είναι απόγνωση ή μοναξιά και όχι ζήλεια. Η αδελφή μου τσίριξε, το βούλωσαν, γύρισαν να την δούνε και είχε αγκαλιά τη γίδα. Έδειχνε όσο ελαφριά ήταν η αδελφή μου όταν την υιοθετήσανε. Έφερε το ζώο στο μονοπάτι που πηγαίναμε όλοι και αυτό ησύχασε. Κοντοστάθηκε η γίδα και αναρωτιόταν τι επιλογές είχε. Πιάσαμε να περπατήσουμε όλοι μαζί και κάπως σκέφτηκα ότι αυτό είναι οικογένεια, ένα τσούρμο που πάει όλο μαζί κάπου, ακολουθεί ένα άνοιγμα στο δάσος. Η κατσίκα δεν ήταν οικογένεια, θα την τρώγαμε ελπίζω. Γιατί πεινούσα.
.
Έσταξε μια χοντρή σταγόνα μπροστά μου από τον βράχο που εξέχει και μας προστατεύει. Σε αργή κίνηση το μυαλό μου την φαντάστηκε να γερνάει, να σκέφτεται το νερό μέχρι να φτάσει κάτω. Έζησε δυο δευτερόλεπτα η σταγόνα, ίσως στον κόσμο της λέει “κάθε δευτερόλεπτο στη δικιά μας ζωή είναι σαν πενήντα χρόνια των ανθρώπων” και οι άλλες σταγόνες διαφωνούν με επιστημονικά κριτήρια, όπως κάνουμε εμείς για τους σκύλους.
.
Δεσμευμένη από το μαύρο και την βροχή, η νύχτα απλωνόταν σαν άνοστο αστείο. Αδύναμο χαμόγελο όπως ακούς κρύο ανέκδοτο. Μια μεγάλη πολεμική μηχανή θανάτου το σκοτάδι, μπουλντόζα που πατάει κάθε ίχνος φωτός, κοιτάς για τελευταία φορά όσο φαίνεται ένα δέντρο και μετά χάνεται, το πτώμα του δικό σου για να το ξεχάσεις αλλά ξέρεις ότι δεν μπορείς να τα ξεχάσεις, τίποτα δεν θα ξεχαστεί, όλα θα πεθάνουν. Φτάσαμε στο αμάξι, έβαλα τη ζώνη μου, έγραψα στο θολωμένο τζάμι “ΠΕΙΝΑΩ” και κοιτούσα την κατσίκα μέσα από τα γράμματά μου. Να είχα βάλει πρώτος την μουσούδα στον θάμνο, να έπιανα το αυγό τουλάχιστον. Κι αν δεν το έτρωγα, να το πετούσα στη μάνα μου κι εγώ μια φορά.
.
H όλη ανάμνηση πέρασε μπροστά μου μαζί με μια νυχτοπεταλούδα μαύρη. Τόσο ευαίσθητη κατασκευή, πανάλαφρη, περίεργη σαν την φωνή του πατέρα μου όταν κάποια στιγμή τσαντιζόταν και άσπριζε το πρόσωπο από την προσπάθεια να ξεπεράσει τις γυναίκες του σπιτιού σε ένταση μπας και ακουστεί. Θα΄θελα να το αγκαλιάσω κάπως το φτερωτό έντομο της νύχτας, τις τρεις βούλες της, τα μικροσκοπικά μουστάκια της, τις κεραίες και τα περίεργα πόδια, να κοιτάξω αυτά τα περίεργα μάτια που αναβοσβήνουν μυστήρια, να πέσει πάνω μου η σκόνη που έχει η νυχτοπεταλούδα, γιατί έχει σκόνη, γιατί ποτέ κανείς στο σπίτι μας δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι ο πατέρας μου είχε δίκιο;
.
Είχα πιαστεί λιγάκι έτσι αγκαλιά που αράξαμε. Ο δικός μου κώλος, που τον είχαν πιάσει ευτυχώς αρκετές γυναίκες, ένιωθε σαν πατικωμένο καρπούζι τόση ώρα με το βάρος μου και το βάρος της κόντρα στα βράχια. Φύσηξα τα μαλλιά της που μου γαργαλούσαν τώρα τη μύτη όπως κουνήθηκα για να βολευτώ, να πάει λίγο αίμα σε σημεία που κινδύνευαν. Είχαμε περάσει καλές φάσεις μαζί. Και κακές βέβαια. Μάχες και ειρήνες. Προσπάθειες και παραιτήσεις, κι άλλες προσπάθειες, ε, στο τέλος σφυρίξαμε τη λήξη, ο καθένας εστιάζοντας στο προσωπικό του δράμα με αυτόν τον εκπληκτικά εγωιστικό τρόπο που έχουν οι εραστές να ασχολούνται μόνο με τις λεπτομέρειες στο δικό μας στήθος σαν να είναι το Σύμπαν ολόκληρο για όλους. Δεν είχαμε πει τίποτα σε κανέναν, δεν φτάσαμε ως εκεί, στις δημόσιες σχέσεις και τον έξω κόσμο. Αυτοί συνέχισαν να μας αγαπάνε σα ζευγάρι, να ψιθυρίζουν σα να μπήκαν σε μουσείο, να κρεμάνε φωτογραφίες από τον γάμο μας στα ψυγεία τους και στο καθιστικό πάνω από το τζάκι, να γράφουν τα δυο ονόματά μας μαζί σε προσκλήσεις για βαφτίσια, τα γενέθλιά μας στα ημερολόγιά τους μαζί με την επέτειο γάμου μας μερικοί μάλιστα. Ο πεθερός μου παρακολουθούσε ανελλιπώς τα σκορ της δικιάς μου αγαπημένης ομάδας μαζί με την δικιά του, έτσι, για να έχει κάτι ακόμα να συζητήσει μαζί μου όταν βρεθούμε. Που δεν ξαναβρεθήκαμε. Έμαθα ότι είπε σε κάποιον “η χειρότερη μέρα της ζωής μου όταν χώρισαν” και τότε κατάλαβα τι είχαμε σκίσει και πόσο είχε προλάβει να πλεχτεί.
.
Μερικά χρόνια αργότερα, στο άσχετο μια μέρα η μητέρα είπε ότι δεν είχε πιάσει ποτέ τον γυμνό κώλο του πατέρα μου. Πως γίνεται αυτό σε τόσα χρόνια σχέσης και γάμου; Ποιά άλλα σημεία του δεν είχες πιάσει ρε μάνα; Σα το σκοτάδι στη βροχή απόψε ήταν το σώμα του για εσένα, ένα τοπίο μυστήριο, με άγνωστους σπόρους κάτω από χώμα που δεν οργώθηκε ποτέ, χωράφι δύσβατο και πατημένο από ντροπή. Η αδελφή μου είχε φέρει το κατσίκι ως το μονοπάτι. Μόνο του περπάτησε ως το αμάξι. Μάλλον ο πατέρας μου, αυτός με τον κώλο που δεν είχε πιάσει ποτέ κανείς από ότι φαίνεται, τον κώλο ίδιο με αυτόν που έχω εγώ και έχει πιαστεί στα βράχια, αυτός το έσφαξε το γίδι και το έβαλε στη σούβλα. Πεινούσαμε όλοι. Πάνε πολλά χρόνια, ίσως δεν θυμάμαι σωστά πως έγινε. Έχω κενά. Αλλά θυμάμαι ότι καθώς μασούσαμε το ψημένο κρέας είχαμε όλοι τα μάτια μας κλειστά.
.
(Τον κώλο του Αλέκου Γκονζαλεζίδη τον έχουν πιάσει πολλές γυναίκες. Και η μάνα του. Και η αδελφή του. Και μια γίδα.)