Κατάπληκτοι άπ’ αύτά τά πράγματα, ή μάννα του και ο πατέρας του τον βάφτισαν Άρκουδόγιαννη.
“Οτ αν ό Άρκουδόγιαννης εγινε δέκα πέντε χρονών, ήταν τόσο δυνατός πού ένοιωθε οτι $ά μπορούσε νά σηκώση και βουνά ακόμα. ΙΥ αυτό είπε στην μητέρα του:
— Στο χωριό μας δεν υπάρχει κανένας και τίποτε πού νά μπορή νά συναγωνιστή τήν δύναμή μου. Γι’ αύτό $αρρώ οτι $ά φύγω νά πάω νά γνωρίσω τ’ άλλα μέρη τοΰ κόσμου.
Έκοψε ε να μικρό δέντρο, πού ήταν χοντρό σαν το μπράτσο του για μπαστούνι, κι άφοΰ εσφιξε μέχρι σκασμού τους γονείς του στην αγκαλιά του, τράβηξε τον δρόμο του, παίζοντας το δέντρο άνάμεσα στα δάχτυλα του, σαν ραβδί.
Επειδή δεν είχε φύγει ποτέ άπο το σπίτι του πατέρα του, πού.βρισκόταν στα βουνά Ζουρά, ό έ’ξω κόσμος τοΰ φάνηκε σαν ενα θαυμάσιο εικονογραφημένο βιβλίο. Κάθε τόσο έμενε εκστατικός και μαγεμένος.
Την τρίτη μέρα είδε εναν άνθρωπο πού περνούσε την ώρα του πετώντας πέτρες μέσα σέ μια λίμνη. Οί πέτρες αυτές ήσαν μεγάλες σαν λιθάρια μύλου. Τί παφλασμό έκαναν, πέφτοντας στο νερό!
— Νά ενας άνθρωπος πού μ’ αρέσει! σκέφτηκε ό Άρκουδόγιαννης. Γιά νά σοΰ πώ, φίλε. Έλα να όουιχε ποιός θά πετάξη την πέτρα μακρύτερα.
Ο άνθρωπος κοίταξε τον Άρκουδόγιαννη περι- φρονητικά. Τέλος πάντων, ομως, σήκωσε μιά πέτρα αδιάφορα, και την πέταξε μέχρι την μέση της λίμνης, πού είχε πλάτος δυο χιλιόμετρα περίπου.
— Μο^ρέ εγώ νόμιζα οτι ήσουν πιο δυνατός, είπε ό Αρκουδόγιαννης. Γιά κοίταξε και μενα, τώρα.
ΤΙ πέτρα πού πέταξε εκείνος δεν έπεσε καθόλου μέσα στην λίμνη. Πήγε μέχρι την άπέναντι όχθη και πέφτοντας άνοιξε τρύπα και χάθηκε. Ο Άρκουδόγιαν- νης έκλεισε το μάτι στον άνθρωπο και τοΰ πρότεινε:
— Φίλε, δυο δυνατοί σάν εμάς μπορούν νά κάνουν τήν τύχη τους σ’ αυτόν τον κόσμο. Ελα νά γίνουμε φίλοι και νά πηγαίνουμε μαζί. Ο άνθρωπος συμφώνησε και συνέχισαν τον opcmo μα£ί.
Λ» ill”
Λίγο πιο κάτω συνάντησαν εναν άνθρωπο πού είχε μόνο ενα χέρι —■ τουλάχιστον ενα χέρι στην κανονική του $έση. Το άλλο χέρι του ήταν δεμένο πίσω στην πλάτη του.
— Τί έπαθες, κύριε; ρώτησε ο ‘Αρκουδόγιαννης. Μπάς κι’ έχασες το χέρι σου σε κανέναν πολέμιο;
— Μπα, οχ ι, άπάντησε ο άνθρωπος. ‘Αλλά, νά, είμαι τόσο δυνατός πού δεν μου χρειάζονται και τα δύο χέρια μαζί. Γι’ αυτό δένω το ενα στην πλάτη’ μου να ξεκουράζεται.
—”Α, μα εσύ είσαι καταπληκτικός. ‘Έλα μαζί μας. Τρεις δυνατοί σαν εμάς μπορούν να κατακτήσουν τον κόσμο! Κι’ έτσι έγιναν και οί τρεις φίλοι.
Εκείνο τό βράδυ έφτασαν σ’ ενα μεγάλο δάσος άπό βελανιδιές, ενα άλη$ινο μαγεμένο δάσος. Φαινόταν σκοτεινό και μυστηριώδες. Το έδαφος ήταν σκεπασμένο άπό μούχλα και τα δέντρα μεγάλα σαν πύργοι.
— Σέ κάτι τέτοια δάση βρίσκεις τήν περιπέτεια! αναφώνησε ό Άρκουδόγιαννης. Πάμε να τό περάσουμε.
Στη μέση τοϋ δάσους ήταν ενα παλιό κάστρο, χτισμένο με γκρίζες πέτρες. Ήταν χτισμένο πάνω στην κορφή ένός ψηλού βράχου και έμοιαζε με καπέλλο σέ κεφάλι γίγαντα. Οί τρεις σύντροφοι ανέβηκαν στήν κορφή άπό ενα ελικοειδές μονοπάτι. ‘Ανέβαιναν… άνέ- βαιναν. ‘Όταν έφτασαν στο κάστρο είδαν οτι βρίσκονταν πάνω άπό τό δάσος, πού άπλωνόταν στα πόδια τους σαν πράσινο χαλί.
Επειδή ή πόρτα τοϋ κάστρου ήταν άνοιχτή, μπήκαν μέσα χωρίς να χτυπήσουν. Δεν είδαν ψυχή ζ(ον- τανή: Στον προθάλαμο βρισκόταν- ενα τεράστιο τραπέζι φορτωμένο με λογιών λογιών προκλητικά και μυ- ρουδάτα φαγητά και κρασιά. Ήταν σάν νά τούς περίμενε. Κά$ησαν κάτο;>, λοιπόν, και άρχισαν να τρώνε.
‘Έφαγαν ο,τ ι μπόρεσαν και μετά άποσύρ’&ηκαν σέ τρεις κρεββατοκάμαρες για νά κοιμηθούν σέ κρεββά- τια καμωμένα από χρυσάφι, μέ σεντόνια καμωμένα άπο μετάξι και δαντέλλα.
Ίο άλλο πρωί άποφάσισαν νά μείνουν κάμποσον καιρό στο φιλόΕενο κάστρο.
— θα σας πώ εγώ τί $ά κάνουμε, δήλωσε ο Άρκου- δόγιαννης, πού φαινόταν πώς εϊχε γίνει άρχηγός. Κά- $ε πρωι, έ’νας άπο μας ·$ά μένη για νά στρώνη τά κρεββάτια, νά σκουπίζη τά δωμάτια και νά μαγειρεύη το φαγητό. Οί άλλοι δυο $ά βγαίνουν για κυνήγι, αλλιώς οί προμήθειες μας #ά πάρουν τέλος. Σήμερα ‘^·ά μείνης εσύ εδώ, Κουλέ, κι’ εγώ με τον Πετροβολητή $ά πάμε νά κυνηγήσουμε μέχρι την ώρα τοϋ φαγητοΰ.
— Και πώς $ά καταλάβετε τί ώρα πρέπει νά γυρίσετε; ρώτησε ο Κουλός.
—Έξο:> άπο το κάστρο υπάρχει ένα καμπανάκι. Μόλις γίνη το φαγητό βγές και χτύπα το.
Λέγοντας αυτά, ο Άρκουδόγιαννης και ό ΤΙετρο- βολητής κατέβηκαν από το βράχο και χώθηκαν στο δάσος με τις βελανιδιές. ΙΤταν σάν νά κατέβαιναν σέ κανένα κελλάρι, τόσο σκοτεινό και δροσερό ήταν. ‘Εδώ κι εκεί φωτεινές δέσμες ήλιου τρυπούσαν τά πλε-
I -s \ \ ) γ \ \ » / Ο
γμενα κλαοια και φο>τιΙαν το εοαφος, και εκατονταοες μΰγες, κουνούπια και πεταλούδες πετούσαν γύρω τους. Κυνήγι υπήρχε άφθονο. Οί δυο φίλοι είδαν πολλά ζαρκάδια, έλάφια και σκιούρους, πού ωστόσο ξέφευγαν
έ’Ηυπνα άπο τά βέλη του<:.
>
— Πρόσεξε! φώναξε σέ μιά στιγμή ο ΓΙετροβολη- τής. Ερχεται κατά δώ ένα τεράστιο αγριογούρουνο!
— Ά, αύτο δεν πρέπει να μας ξεφύγη, είπε 6 Αρ- κουδόγιαννης. Έλα να κρυφτούμε πίσω απ’ αυτό το δέντρο. Όταν περάτη 6α τ’ αρπάξουμε.
Πραγματικά. κα&ως περνούσε από μπροστά τους το άγριογούρουνο. δ *Αρκουδόγιαν νης το άρπαξε άπο τον σβέρκο, δπως πιάνουμε τα γατάκια. Άφοΰ το σκότωσε, το κρέμασε άπο ένα δέντρο και συνέχισαν το κυ
νήγι τους.
— Δεν καταλαβαίνω, είπε ξαφνικά ο Άρκουδόγιαν- νης. Γιά κοίταξε αυτές τις φωτεινές δέσμες.
—”Ε, λοιπόν;
— Δέν βλέπεις δτι γέρνουν- άπο τα δυτικά προς τ’ άνατολικά;
— Καλά λές. Θά πρέπει να έχη περάσει τδ μεση- μερι. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, γιατί τρελλαίνομαι άπο την πείνα.
— Κι’ άκόμα δέν ακούσαμε τό καμπανάκι. Μα τί /.ανει αύτος ό φίλος μας; θά πρέπει νά τον πήρε δ ΰπνος. Ελα νά πάρουμε τ’ άγριογούρουνο και νά γυρίσουμε πίσω.
“Όταν έφτασαν στο κάστρο, βρήκαν τον Κουλό ξαπλωμένον χάμω, μισοπε^αμένον, πάνω στη σκάλα τοϋ κελλαριου. Τον κουβάλησαν πάνω στην κουζίνα και ράντισαν το πρόσωπο του με νερό, γιά νά τον φέρουν στις αισθήσεις του.
—Όωωχ! βόγγησε εκείνος, όταν συνήρ$ε. Κατέβαινα γιά νά πιάσω λίγο κρασί γιά το φαγητό μας, δταν γλίστρησα στη σκάλα και έπεσα. Φαίνεται οτι χτύπησα στο κεφάλι και λιποθύμησα.
—Έγώ πιστεύω δτι ο παλιάν$ρωπος ήπιε πολύ κρασί, εκμυστηρεύτηκε 6 Άρκουδόγιαννης στον ΙΙετροβο- λητή, και δτι έπεσε κα$ώς άνέβαινε την σκάλα. Τώρα είμαστε άναγκασμένοι νά μαγειρέψουμε μόνοι μας.
Την άλλη μέρα, ο Κουλός είπε δτι αισθανόταν καλύτερα και δτι πήγαινε για κυνήγι. Ό Άρκουδόγιαννης πρόσεξε δτι ήταν λίγο φοβισμένος και δτι δεν ή$ελε νά μείνη στο κάστρο. Δεν είπε τίποτε δμως, και εφυγε μαζί του, άφήνοντας τον Πετροβολητή στο κάστρο.
”Οπως και την προηγούμενη πέρασαν ώρες πολλές άλλα τό καμπανάκι του φαγητού δεν είχε ακουστή άκόμα, γιά νά ειδοποιήση τους κυνηγούς.
— Πάμε πίσω, πρότεινε ό Άρκουδόγιαννης. Νά δής πού $ά βρούμε και τον φίλο μας στο κελλάρι.
Άλλά οχι, δεν τον βρήκαν στο κελλάρι.
ΤΗταν πεσμένος άναίσ$ητος πάνω στον σωρό των ξύλων, πού βρισκόταν έξω άπό την κουζίνα. “Όταν συνήλθε τους εξήγησε δτι ειχε πάει νά φέρη λίγα ξύλα γιά τήν φωτιά, και δτι ειχε σκοντάψει πάνω σ’ ε να κούτσουρο. Παρ’ δλο πού κι’ αυτός, σάν τον Κουλό, δ ιαμαρτυρήθηκε δτι ήταν ατύχημα, ο Άρκουδό- γιαννης τους δήλωσε όρ$ά κοφτά πώς, δταν $ά ξαναρχόταν ή σειρά τους νά μείνουν στο κάστρο, $ά κλείδωνε τό κρασί.
Τό τρίτο πρωΐ τους έ’στειλε και τους δυο γιά κυνήγι και έμεινε εκείνος γιά νά κάνη τις δουλειές. Δεν είχε προλάβει νά τελειώση τό σκούπισμα της κουζίνας, δταν άκουσε δυνατό χτύπο στην πόρτα. ΙΙροτου άπαν- τήση, ή πόρτα άνοιξε και ενας παράξενος, ηλικιωμένος νάνος έκανε τήν έμφάνισί του στο άνοιγμα.
— Τί θέλεις; ρώτησε ό Άρκουδόγιαννης, φράζοντας τό κατώφλι, γιά νά μή μπορέση νά μπή μέσα ό νάνος.
— Δεν μ/ άφήνεις νά μπω μέσα και να μοϋ δώσης ε να πιάτο σούπα; ρώτησε ό νάνος. Κοντεύω νά πεθάνω από την πείνα. 7Ηταν πολύ γέρος και έτρεμε ολόκληρος. Ό Άρκουδόγιαννης ήταν καλόκαρδος άνθρωπος,
…Προτοϋ άπαντήση ή πόρτα άνοιξε καΐ ένας παράξενος, ηλικιωμένος νάνος Ικανέ την έμφάνισι… |
αλλά οέν τοϋ άρεσε καθόλου ή φάτσα τοϋ νάνου. Κάτι τοϋ έλεγε οτι δεν έπρεπε νά τον άφήση νά μπή.
— Πήγαινε στη δουλειά σου, γέρο, του είπε. Δεν έχει τίποτε γιά σένα εδώ.
—”Λν οέν μ’ άφήσης νά μπω με το καλό, $ά μπω με τό ζόρι! επέμεινε ό νάνος, και λέγοντας αύτά ρίχτηκε πάνω στον Άρκουδόγιαννη μέ τέτοια φόρα πού ό Άρκουδόγιαννης σωριάστηκε χάμω.
Ό νάνος ξανάπεσε πάνω του και προσπάθησε νά τοΰ σπάση το κεφάλι μέ μιά πέτρα πού είχε κρυμμένη πίσω από τήν πλάτη του. Μά ο Άρκουδόγιαννης κατάφερε νά τοΰ πιάση το χέρι τήν τελευταία στιγμή, και τότε άρχισε μιά άγρια πάλη άνάμεσά τους.
Πότε κυλούσαν πάνω στο πάτωμα, σαν παλαβω- μένα σκυλιά, πότε στέκονταν άντίκρυ και περίμεναν ό ένας τήν κίνησι του άλλου, πότε ξανακυλιοΰνταν στο πάτο^μα. Φο>ναζαν και λαχάνιαζαν και άλληλοβρίζον- ταν. Τε> νΐκά, ό Άρκουδόγιαννης, μέ τά ρούχα κουρελιασμένα και κατάκοπος, κατάφερε νά καθηλώση τον τρομερό νάνο στο πάτωμα.
— Μ ή μέ σκοτώσης, μή μέ σκοτώσης! τον ικέτεψε ό νάνος, Ασε με νά φύγω, δεν θά σ’ ενοχλήσω ξανά!
Ο Άρκουδόγιαννης είχε μεγάλη περιέργεια νά μάθη άπό ποϋ είχε έρθει ο νάνος, γι’ αυτό τον άφησε νά φύγη, και μέ μεγάλη προσοχή τον πήρε στο κατόπιν.
Μόλις μπήκαν στο δάσος, ό νάνος άρχισε νά τρέ- χη σάν ζαρκάδι. Προς μεγάλη του έκπληξη, ό Άρκουδόγιαννης τον είδε νά χάνεται μέσα στο έδαφος, ανάμεσα σε δυο βελανιδιές. Πλησιάζοντας εκείνο τό σημείο, ανακάλυψε τό άνοιγμα ένός πηγαδιού. Απόρησε μέ τον νάνο — πώς είχε κατέβει στο πηγάδι τήν στιγμή πού δεν υπήρχε σκά)^α, και πού τά τοιχώματα τοΰ πηγαδιού ήσatf ίσια και γυαλιστερά;
— Δεν μπορώ νά μπώ μέσα γιά νά τον παρακολουθήσω τον διάβολο-νάνο, σκέφτηκε ο Άρκουδόγιαννης. θά ξανάρθω μαζί μέ τούς δυο φίλους μου, και μ’ ένα μακρύ σκοινί.
Επέστρεψε στο κάστρο πάνω στην ώρα για νά χτυπήση τό καμπανάκι, και υστέρα άπό μιάν ώρα έκαναν την έμφάνισί τους ό Πετροβολητής και ο Κουλός, φορτωμένοι με άφθονο κυνήγι. Βλέποντας τήν κουζίνα καθαρή και τό φαγητό τους ν’ άχνίζη πάνω στο στρωμ- μένο τραπέζι, άλληλοκοιτάχτηκαν με εκπληξι,
— Δεν εγινε τίποτε σήμερα τό πρωί; ρώτησε ά$ώα ό Πετροβολητής.
Ό Άρκουδογιαννης τους μάλλωσε πού δεν του είχαν πή τήν αλήθεια και τούς εξήγησε τί είχε συμ- βη* ΓήΜ άλλη μέρα $ά πήγαιναν νά βρουν τον νάνο ολοι μαζι.
Την άλλη μέρα, οί τρεις φίλοι στέκονταν γύρω άπό το πηγάδι τοϋ νάνου και κουβέντιαζαν για τό ποιος $ά κατέβαινε εκεί μέσα πρώτος. “Εκοψαν τρία ξυλά- κια, με διαφορετικά μεγέθη και τράβηξαν κλήρο.
Ό Πετρο^ολητής τράβηξε το μικρότερο, πράγμα πού σήμαινε οτι έπρεπε νά κατέβη πρώτος. Αυτό δεν του καλάρεσε, άλλά δεν μπορούσε νά πή και όχι. “Εδεσαν την άκρη τοϋ σκοινιού γύρω στη μέση του, * αχ τον κατέβασαν σιγά – σιγά. Μά επειδή δεν ήταν θαρραλέος, δεν πήγε πολύ βα$ειά. Πολύ σύντομα άρχισε νά φωνάζη καί νά τραβάη τό σκοινί γιά νά τον βγάλουν έξω. “Οταν ξαναφάνηκε, ήταν πολύ χλωμός. Λ — Ούτε ανάσα δεν μπορούσα νά πάρω εκεί κάτω, είπε μέ πνιγμένη φωνή. Κάνει τρομερή ζέστη, και βρωμάει άσχημα. Πηγαίνετε σεις άν θέλετε. ‘Εγώ δεν ξανακάνω απόπειρα.
— θά πάω εγώ, δήλωσε ό Κουλός. Είναι ή σειρά μου, άλλωστε, γιατί τράβηξα τό μεσαίο ξύλο. Περιμένετε δμως νά λύσω και τό άλλο μου χέρι.
Τον κατέβασαν κι’ εκείνον. Άλλά δεν πήγε πολύ βα·#ειά, λίγο βαθύτερα άπό τον Πετροβολητή, δταν έχασε τό θάρρος του και άρχισε νά φωνάζη. “Οταν τον τράβηξαν πάνω, τό πρόσωπο του ήταν κάτασπρο σάν σεντόνι, άπό τον φόβο.
— Λίγο ελειψε νά σκάσω άπό την ζέστη και άπό τή βρώμα. Δεν είναι πηγάδι αύτό, παιδιά μου, είναι φούρνος. Κανένας άνθρωπος, εκτός κι* άν είναι μάγος, δεν $ά μπορέση νά κατέβη εκεί κάτω.
Ό Άρκουδόγιαννης είχε κιόλας δέσει τήν άκρη τοϋ σκοινιού γύρω άπό τό σώμα του. Πρόσταξε τούς συντρόφους του νά τον κατεβάσουν μιά και εξω.
—- Δεν είμαι μάγος, άλλα έχω σκοπό να φτάσω στον πάτο τοΰ πηγαδιού. ‘Όταν τραβήξω το σκοινί τρεις φορές, τραβήξτε με!
“Εκανε πραγματικά μεγάλη ζέστη στο πηγάδι, τόσο μεγάλη πού ο Άρκουδόγιαννης ένοιωσε ασφυξία. Μά άντεξε, και κράτησε μάλιστα και την άναπνοή του, γιά νά μή σκάση άπό την άπαίσια μυρουδιά. Κατέβαινε, κατέβαινε. Το μόνο φως πού έ’β)^επε ήταν στήν τρύπα του πηγαδιού, άλλά κι’ εκείνο είχε καταντήσει σάν κεφάλι καρφίτσας, τόσο μακρυά βρισκόταν.
Ξαφνικά, μιά δροσερή πνοή φύσηξε στά μάγουλα του. Τήν ϊδια στιγμή είδε αμυδρό φως κάτω. ‘Από κει κάτω τό πηγάδι έγινε δροσερότερο καί φωτεινότερο. Μόλις τελικά πάτησαν τά πόδια του σε στέρεο έδαφος, είδε πάνω άπό τό κεφάλι του έ’να στενό διάδρομο, πού οδηγούσε σ’ εν α φωτεινό άνοιγμα.
Αυτό πού άνακάλυψε ό Άρκουδόγιαννης πέρα άπό κείνο τό άνοιγμα, ήταν κάτι πού ξεπερνούσε τήν φαντασία. ‘Ένα τεράστιο άσημένιο κάστρο, με εννιά πύργους, καί περικυκλωμένο άπό τάφρο με νερό καί ενα δάσος, υψωνόταν μπροστά του. Οί τοίχοι του ήταν τόσο αστραφτεροί πού δεν μπορούσε νά τούς κοιτάξη δίχως ν’ άνοιγοκλείνη τά μάτια του αδιάκοπα. Ή κρεμαστή του, γέφυρα, πού ένωνε τήν είσοδο τοΰ κάστρου μέ τήν άλλη όχθη της τάφρου φυλαγόταν άπό δυο λιοντάρια, πού στέκονταν άκίνητα σάν άγάλματα. Μόνο τά άγριωπά μάτια τους έδειχναν πώς ήταν ζωντανά.
Δεν είχε δοκιμάσει τή δύναμή του μέ τά λιοντάρια καί δίσταζε νά περάση τήν γέφυρα. Μά ή περιέργειά του νά μάθη τί κρυβόταν ^έσα σ’ εκείνο κάστρο ήταν μεγαλύτερη άπό τήν φρονιμάδα του.
Φούσκωσε λοιπόν το στήΦος του, σήκωσε ψηλά τό κεφάλι και πέρασε άνάμεσα στά λιοντάρια, και έφτασε στήν πόρτα. Τά λιοντάρια ούτε γύρισαν νά τον κοιτάξουν* Ό Άρκουδόγιαννης χτύπησε τήν πόρτα μέ τήν γροθιά του, αλλά δεν του άνοιξε κανένας. “Επιασε λοιπόν τήν τεράστια μπετούγια και άνοιξε.
Μέσα στο κάστρο δεν υπήρχε κανένα τεράστιο τραπέζι στρίυμμένο με υπέροχα φαγητά. Αντίθετα, μέσα στον μεγάλο προθάλαμο πού έμοιαζε με εκκλησία, βρισκόταν μιά μικρή καρέκλα. Και πάνω σ αυτή τήν καρέκλα καθόταν ή πιο όμορφη κοπέλλα πού είχαν δή ποτέ τά μάτια τοΰ Άρκουδόγιαννη. Τά μάτια της ήταν κλειστά, έμοιαζε νά κοιμάται. Τά μάγουλά της ήταν φρέσκα και ροδαλά και τά μαλλιά της κατάξανθα.
Φορούσε ένα πράσινο φόρεμα κεντημένο με χρυσάφι, και ολόγυρα στον λαιμό της ένα γιακά από σπάνια δαντέλλα. Ό Άρκουδόγιαννης κατάλαβε αμέσως πώς ή κοπέλλα ήταν πριγκίπισσα. Μόνο κόρες βασιλιάδων βρίσκονται κοιμισμένες σέ κάστρα, μακρυά από τά σπίτια τους. Και ήταν και τόσο όμορφη!
Της φώναξε, και επειδή εκείνη δεν κουνήθηκε, τήν έπιασε από τό χέρι και τήν τράνταξε σιγανά. Μα και πάλι δεν ξύπνησε ή κοπέλλα. Και τότε, επειδή ό Άρκοδόγιαννης δεν μπορούσε νά της πή πόσο ομορφη ήταν, έκανε κάτι άλλο. Τήν φίλησε.
‘Ύστερα προχώρησε στο βά$ος τοΰ πελώριου διαδρόμου και χτύπησε μιάν άλλη πόρτα.
— Ποιος είναι; ρώτησε μιά γνώριμη φωνή — ή φωνή τοΰ νάνου.
—Έγώ, ό Άρκουδόγιαννης, πού σέ νίκησα χτές.
Ή πόρτα άνοιξε διάπλατα και τά εφτά κεφάλια ενός τρομερού δράκου πετάχτηκαν μπροστά στον Άρκουδόγιαννη.
— Χά, χά, Άρκουδόγιαννη! γέλασε ό δράκος μέ τά έφτά κεφάλια. Σήμερα δεν θά μπορέσης νά μοΰ κάνης το παλληκάρι. “Αχ, πόσο μ’ άρέσει ή μυρουδιά τοΰ φρέσκου κρέατος! Μωρέ έχω νά κάνίυ φαγητό! Πάμε έξω νά παλέψουμε!
— Στή διάθεση σου, βρωμ-ερο τέρας, άπάντησε ό Άρκουδόγιαννης. Μή νομίσης δτι τώρα πού έγινες δράκος θά τά καταφέρης καλύτερα άπο τότε πού ήσουν νάνος. Και άκολούθησε τό τέρας έ’ξω, αρπάζοντας κα- $ώς περνούσε άπο έναν τοίχο, ένα τεράστιο σπα$ί.
Ή πάλη ήταν τρομερή.
Το τεράστιο κάστρο συγκλονιζόταν από τά $ε- μέλιά του μέχρι τους εννιά πύργους του. ‘Αλλά ο Άρκουδόγιαννης εϊχε ένα άτοΰ, άπο την αρχή: εϊχε μόνο ένα κεφάλι. Τά εφτά κεφάλια του δράκου μπερδεύονταν και έμπαιναν το ένα μπροστά στο άλλο, και πολλές φορές άλληλοδαγκώνονταν πάνω στή σαστιμάρα.
Μ έσα σέ μιάν ώρα, ό Άρκουδόγιαννης εϊχε κόψει τέσσερα άπο δαΰτα. Ό δράκος, νοιώθοντας τις δυνάμεις του νά τον εγκαταλείπουν, ζήτησε άπο τον άντί- παλό του νά σταματήσουν λίγο, γιά νά μπορέση νά μαζέψη τά κεφάλια του άπο χάμω. Ό Άρκουδόγιαννης ετοιμαζόταν νά συμφνυνήση, όταν τον σταμάτησε μιά φωνή άπο ένα μπαλκόνι τοϋ κάστρου. Ή πριγκίπισσα, πού μέ την τρομερή φασαρία εϊχε βγή άπο τον βα$ύ της υπνο, τον παρακαλούσε νά μή δεχτή. Ό δράκος, του φώναξε, $ά ξανακολλοΰσε τά κεφάλια του στούς Λαιμούς του, και ΰά ξανάβρισκε την δύναμή του.
Ό Άρκουδόγιαννης ακολούθησε την συμβουλή της. Συνέχισε νά χτυπάη μέ τό σπα$ί του, και σέ λιγνότερο άπο μιάν ώρα και τ’ άλλα τρία κεφάλια είχαν κυλιστή στο χώμα. Κα$ώς ένα κοπάδι άπο κατάμαυρα κοράκια κατέβαιναν άπο τον ουρανό γιά νά φάνε τό πτώμα τοϋ δράκου και τά εφτά του κεφάλια, 6 Άρκουδόγιαννης ξαναμπήκε στο κάστρο γιά νά δη τήν πριγκίπισσα. Γήν είχε έρωτευτή κιόλας. Και ήταν τόσο δυνατός και άκαταμάχητος και ό ίδιος, πού τον ερωτεύθηκε άμέσωξ,καί ή πριγκίπισσα.
—”Ο, γενναίε ιππότη, του είπε, ποτέ, μά ποτέ, δεν ύ·α μπορέσο^ νά σοΰ δείξω αρκετή ευγνωμοσύνη γιά ο,τι έκανες. “Εσωσες τή ζωή μου. Με λύτρωσες άπό τον άπαίσιο δράκο πού με πήρε άπό τήν άγκαλιά του πατέρα μου και μ’ εφερε εδώ πέρα.
—’Η μοναδική μου έπι$υμία, πριγκίπισσά μου, ά- πάντησε ό Άρκουδόγιαννης, πού ήξερε νά μιλάη σάν πραγματικός ιππότης, είναι νά διακινδυνέψω τή ζωή μου γιά χάρι σου. θά σέ βγάλω άπό τό κάστρο, και μετά $ά σέ πάω στον πατέρα σου, τον βασιλιά.
Όδήγησε τήν πριγκίπισσα στον πάτο τοϋ πηγαδιού και έκεΐ τήν έδεσε με τήν άκρη του σκοινιού. Μόλις τό τράβηξε τρεις φορές, εκείνο τεντώθηκε και μετά άρχισε ν’ άνεβάζη τήν πριγκίπισσα σιγά – σιγά.
Οσην ώρα περίμεναν πάνω οί δυο άλλοι — ό Κ ούλος και ό Πετροβολητής — προσπαθούσαν νά τήν περάσουν κάνοντας τά παράπονά τους γιά τον Άρκουδό- γιαννη. Και δσο μιλούσαν, τόσο πιο πολύ θύμωναν.
— Είδες με τί τρόπο μας φέρθηκε, επειδή ό νάνος μας χτύπησε ύπουλα και μας ερριξε άναίσ$ητους; είπε ό Πετροβολητής.
— Και είδες πώς μας άγριοκοίταξε επειδή δεν θέλαμε νά ξανακατέβουμε στο πηγάδι; είπε ό Κουλός.
— Νομίζει δτι είναι πιο δυνατός άπό μας!
— Νομίζει οτι είναι πιο έξυπνος!
— Είναι φαντασμένος!
— Και ·#έλει νά κάνη τον άρχηγο!
— Μά δεν $ά τον άφήσουμε εμείς!
—Άχά, νά, τραβάη το σκοινί. Μιά δυο τρεις φορές. Τό σύνθημα γιά να τον άνεβάσουμε πάνω.
Οί δυο σύντροφοι τράβηξαν λιγάκι τό σκοινί και έμειναν κατάπληκτοι πού ήταν τόσο ελαφρύ το φορτίο.
— Μπα, δεν μπορεί νά είναι ό Άρκουδόγιαννης, αύ- τό πού ανεβάζουμε είναι πολύ ελαφρό. Γί νά είναι, άραγε; διερωτήθηκε ό Πετροβολητής.
— Νά το άνεβάσουμε, είπε ο Κουλός. Φανταστήτε την κατάπληξη τους, όταν είδαν τί
ήταν δεμένο στην άκρη του σκοινιού.
— Μιά πριγκίπισσα! αναφώνησε ο Πετροβολητής.
— Και τί δμορφη! παρατήρησε ό Κουλός.
— Χαίρετε, κύριοι, είπε ή πριγκίπισσα, πηδώντας ανάλαφρα από το πεζούλι τοϋ πηγαδιού. Ό σύντροφος σας, πού με γλύτωσε άπο τον έφτακέφαλο δράκο, περιμένει στον πάτο του πηγαδιού, γιά νά τον άνεβά- σετε. Ρίξτε του λοιπόν το σκοινί.
Οί δυο άλλοι έρριξαν τό σκοινί. “Οταν ένοιωσαν τά συνθηματικά τραβήγματα άπο κάτω, άρχισαν ν’ ανεβάζουν τον φίλο τους.
— Αύτός είναι, σίγουρα, ψιθύρισε ο Πετροβολητής.
‘IV a \ \ 7 I
11 υαρυς που είναι!
— Τί λες, δέν τον άφήνουμε νά ξαναπέση μέσα στο πηγάδι; ψιθύρισε ο Κουλός. ‘Έτσι απαλλαγούμε μιά γιά πάντα άπο δαϋτον. ‘Ύστερα $ά ξαναπάμε την πριγκίπισσα στήν πατρίδα της, και ποιός ξέρει τί τύχη $ά κάνουμε έκεϊ πέρα!
rp\ ,/Λ / Tit ι
— Ιο ιόιο σκεφτομουν κι εγω!
— Πάμε λοιπόν. “JEva, δύο, τρία, — άσε τό σκοινί! Ή κουλούρα μέ τό σκοινί ξετυλίχτηκε και έπεσε
r/r y \ λ r >
ολη μαζι στο πηγαόι.
Εύτυχώς γιά τδν Άρκουδόγιαννη, δέν ήταν δεμένος στήν άλλη άκρη. “Οταν ήρ$ε η σειρά του ν’ ανεοη πανω, οιστασε. ιΐςερε οτι οι φίλοι του όεν τον πολυσυμπαθούσαν. Μήπως ήθελαν νά τον ξεφορτωθούν και νά φύγουν μόνοι τους μέ τήν πριγκίπισσα;
Για νά βεβαιωθή, έδεσε μιά βαρειά πέτρα στην άκρη τοΰ σκοινιού καί έκανε σινιάλο νά τήν άνεβάσουν.
11 πέτρα ανέβηκε, άνέβηκε, καί ξαφνικά άρχισε νά πέφτη καί χτύπησε μέ δύναμη στον πάτο τοΰ πηγαδιού.
— Καλά τό σκέφτηκα εγώ, μουρμούρισε ό Άρκουδόγιαννης.
Καλά μέχρις εδώ, άλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος γιά νά βγή άπό τό πηγάδι. Τώρα είχε μείνει αυτός αιχμάλωτος τοΰ κάστρου — καί χωρίς τήν πριγκίπισσα. Τί ατυχία!
Γιά πολλούς μήνες έζησε στο κάστρο. Τά τρόφιμα πού υπήρχαν στο κελλάρι, καί τό κυνήγι πού έπιανε στο γειτονικο δάσος τοΰ εξασφάλισαν τό φαγητό. Καί δεν ήταν άπόλυτα μόνος του, γιατί τά δυο λιοντάρια πού φύλαγαν τήν είσοδο τοΰ κάστρου είχαν γίνει στενοί φίλοι του. ”Οπου πήγαινε αύτός, πήγαιναν καί κείνα, έφταναν μάλιστα στο σημείο νά κοιμούνται στό πάτωμα, δεξιά καί αριστερά στό κρεββάτι του.
Παρά τήν καλή συντροφιά τους, όμως, ό Άρκουδόγιαννης δέν έπαυε νά νοσταλγή τήν πριγκίπισσα. “Κψαχνε ολόγυρα στό κάστρο μήπως βρή κανένα πέρασμα, άλλά έφτανε πάντοτε σέ πανύψηλα τείχη, χωρίς νά βρίσκη ίχνος άπό άνοιγμα.
Μιά μέρα, είδε έκπληκτος μιά γριά μάγισσα νά περπατάη ύποπτα κάτω άπό τά τείχη, προσπαθώντας άσφαλώς νά περάση άπαρατήρητη. Τά δόντια της ήταν μακρυά καί στραβά, σάν τά δάχτυλά της. Καί τί μύτη ήταν αυτή πού είχε.! Καμπούριαζε τόσο πολύ πού σχεδόν άγγιζε τό σαγόνι της καί εμοιαζε σάν χερούλι στάμνας.
Ό Άρκουδόγιαννης έτρεξε άμέσως νά την ρωτή- ση για τό πέρασμα πού εψαχνε νά βρή.
“Γ\ ν > / t /
— 12, ιόεα οεν εχω, απαντησε η μαγισσα.
— Τότε πώς μπήκες εδώ μέσα;
—Ιδέα δεν εχω. Δεν ξέρω τίποτε.
—”Ωστε δεν ξέρεις, έ, παλιομάγισσα;
Ό Άρκουδόγιαννης τήν άρπαξε και άρχισε νά τήν ταρακουνάη, όπως ταρακουνάνε τις μουριές, γιά νά πέσουν τά μούρα.
—Άν δεν μου μαρτυρήσης, $ά σέ κάνω μαύρη άπό τό ξύλο!
—’Άσε με! ‘Άσε με! έσκουξε ή γριά μάγισσα. Μοΰ φαίνεται οτι $υμή$ηκα τώρα. Έκεί πέρα είναι, άνά- μεσα σ’ εκείνα τά δυό δέντρα.
Ό Άρκουδόγιαννης τήν άρπαξε άπό τά δόντια και τήν έ’συρε μέχρις έκεί. Πραγματικά, είδε ένα μονοπάτι, κρυμμένο άπό άγκα$ωτούς Θάμνους.
— Τώρα άσε με νά φύγω, έσκουξε ή μάγισσα.
—”Οχι άκόμα· γιά νά δούμε πρώτα, είναι σωστός ό
δρόμος; Μά δεν ήταν. Όδηγοϋσε σ’ ένα άπό τά ψηλά τείχη τοϋ κάστρου και έκεί σταματούσε.
—”Ωστε $ελησες νά με γελάσης, έ, στραβοδόντα μάγισσα; έκανε θυμωμένος ό Άρκουδόγιαννης. Λέ- γε γρήγορα, πού είναι ό σωστός δρόμος;
—Ιδέα δεν έ’χω. Δεν ξέρω τίποτε.
Ό Άρκουδόγιαννης τήν άρπαξε και τήν ταρακούνησε πάλι, μέχρις ότου ή γριά εσκουξε σάν γάτα πού τής πάτησαν τήν ουρά.
— Θυμάμαι! θυμήθηκα! ‘Άσε με!
— Πού είναι ό δρόμος;
—Έκεί πέρα, πίσω άπό τήν τριανταφυλλιά!
•— II άμε νά δούμε!
Σέρνοντας την πάντα από τά δόντια, πλησίασε τήν τριανταφυλλιά. II μάγισσα έκανε έ’να νόημα και ένα μονοπάτι άνοιξε πάνω στον βράχο.
-“Λσε με νά φύγω τώρα, είπε. Νά ό σωστός δρόμος. – Αύτό θά τό δούμε.
‘Ακολουθούμενοι από τά δυο λιοντάρια, σκαρφάλωσαν στο μονοπάτι πού ήταν άνοιγμένο πάνω στά βράχια. Τούτη τή φορά ήταν ο σωστός δρόμος. Άφοΰ ανέβηκαν πολλές ώρες, ό Άρκουδόγιαννης ξαναβρέθηκε στον πάνω κόσμο. Τότε παράτησε τήν γριά μάγισσα, πού, άφοΰ βεβαιώθηκε πώς δεν είχε σπάσει κανένα άπό τά δόντια της, πήρε τον δρόμο του γυρισμού, (Μουρμουρίζοντας γκρινιάρικα.
Όσο γιά τον Άρκουδόγιαννη, έχοντας τους άγα- πημένους του φίλους, τά δυο λιοντάρια δεξιά του και αριστερά του, ξεκίνησε γιά τά βορεινά, όπου βρισκόταν το βασίλειο τής πριγκίπισσας.
Και τί απέγινε με τήν πριγκίπισσα, στο μεταξύ;
‘Ά, είναι θλιβερή ιστορία.
Μόλις έφτασαν στήν πατρίδα της, οι δυο κακοί άνθρωποι πού τήν συνώδευαν, κατέστρωσαν ενα σχέδιο. Ό Πετροβολητής θά περίμενε στο πανδοχείο τοΰ χο^ριοΰ, ένώ ό Κουλός θά πήγαινε ν’ άναγγείλη στον βασιλιά ό’τι ερχόταν ή κόρη του. Φυσικά, θά έλεγε ότι εκείνος είχε γλυτώσει τήν πριγκίπισσα άπό τον δράκο και θά φρόντιζε γιά αμοιβή.
Τό σχέδιο παραπήγε καλά.
Ό γέρο-βασιλιάς ενθουσιάστηκε τόσο πολύ πού έμαθε ότι ή κόρη του ήταν ζωντανή, πού έβγαλε τις γόβες του και άρχισε νά χοροπηδάη σάν μικρό παιδί. Πίστεψε με τό πρώτο στήν ιστορία τοΰ Κουλοΰ, ό έπι- πολαιος! Και επειόή ειχε όωσει το λογο του οτι ο άνθρωπος πού θά ξανάφερνε τήν κόρη του θά γινόταν γαμπρός του, άρχισε νά λέη τον άπατεώνα, γιό του.
— Και τώρα, παιδί μου, ειπε ό βασιλιάς, πάρε τρία άπό τά καλύτερα άλογα τοΰ στάβλου μου και πήγαινε νά φέρης τήν κορη μου! Γρήγορα!
“Οταν ό Κουλός ξαναγύρισε στο παλάτι μαζί με τήν πριγκίπισσα και τον Πετροβολητή, τοΰτος ό τελευταίος δεν έχασε καθόλου καιρό, είπε τά ίδια πράγματα γιά νά έπιβεβαιώση τήν ιστορία τοΰ φίλου του.
— Α, Μεγαλειότατε, καμμιά φαντασία δεν μπορεί νά διανοητή τι τρομακτική ήταν ή πάλη πού έκανε ο φίλος μου μέ τον οράκο. Τί κακό! Ίίταν σά νά γινόταν κανονικός σεισμός. Οί πενήντα λαιμοί τοΰ θηρίου κροτάλιζαν στον αέρα σάν μαστίγια, καθώς σάλευαν τά
/ Τ λ \ λ 1ΓΛ λ ‘
πενήντα κεφαλια του. Ια ειοα με τα ιοια μου τα μα- τια, τρανή άπόδειξι πώς είναι άλήθεια.
— Μπρρ, έκανε ό βασιλιάς. Μόνο πού τό σκέφτομαι, μέ πιάνει ανατριχίλα. Και δέν πίστεψε τήν άλήθεια πού τοΰ είπε ή κόρη του;
— Παιδί μου, της είπε, αυτή ή ιστορία γιά τον τρίτο ιππότη, δέν μοΰ φαίνεται τόσο σωστή. ‘Απλούστατα δέν άγαπάς αυτόν τον Κουλό και δέν τον θέλεις γιά άντρα σου. Μά δέν έχει καμμιά σημασία αύτό. Είναι ζήτημα τιμής γιά μένα. “Εστειλα τούς τελάληδες νά διαλαλήσουν σ’ ολη τήν επικράτεια ότι θά πάρης γιά άντρα σου τον άνθρωπο πού θά σ’ έφερνε πίσω και θά τον παντρευτής όπο^ς και νά έ’χη τό πράγμα.
— Δέν θά τον παντρευτώ!
— Θά τον παντρευτής!
— Δέν θά τον παντρευτώ!
‘Έτσι πεισματάρα πού ήταν ή πριγκίπισσα και πεισματάρης ό βασιλιάς,. θά λογομαχούσαν δλη μέρα, αν δέν άποφάσιζε ό βασιλιάς νά κλειδώση τήν κόρη του σ’ ένα ψηλό πύργο τοΰ παλατιού του, μέχρι πού νά βάλη γνώσι.
— θά σ’ άφήσω εκεί πάνω μέχρι πού νά πής «τον παντρεύομαι!», πρόσταξε ό βασιλιάς, κουνώντας θυμωμένα τήν γροθιά του.
Και έτσι ή πριγκίπισσα ήταν άκόμα κλεισμένη
εκεί πάνω, όταν ό Άρκουδόγιαννης έκανε τήν έμφάνι- σί του στην περιοχή, συνοδευόμενος άπο τά δυο λιοντάρια. Τον είδε άπο τό παράθυρο τοϋ πύργου, και πήρε τέτοια χαρά, πού της ήρ#ε λιποθυμία.
Φώναξε άμέσως τον πατέρα της.
Ό γερο-βασιλιάς, φυσικά, πίστεψε ότι ή κόρη του είχε μετανοιώσει γιά τή στάσι της. Κρατώντας τήν άκρη της ρόμπας του γιά νά μή τήν πατήση, ανέβηκε τήν σκάλα πού οδηγούσε στην φυλακή της κόρης.
— ΙΤο) νύ χαίρομαι, κόρη μου, είπε. Χαίρομαι πού επί τέλους έγινες λογική κοπέλλα.
— Λεν πρόκειται γΓ αυτό, πατέρα. Κοίταξε από το παράθυρο, σέ παρακαλώ.
—Ό θεός νά βάλη τό χέρι του, τί δουλειά έχει αυτός ό άνθρωπος μέ τά λιοντάρια; Πρέπει νά διατάξο^ αμέσους νά τον συλλάβουν, γιατί άλλιώς τά $ηρία του καταβροχθίσουν τούς υπηκόους μου!
—”Οχι, πατέρα. Μή φοβάσαι. Ό άνθρωπος αύτός είναι ό γενναίος ‘ιππότης πού σκότωσε τον δράκο, και πού λίγο έλειψε νά τον σκοτώσουν οί δυο εκείνοι άπα- τεώνες. θαϋμα είναι πού βρίσκεται άκόμα ζωντανός. Φαίνεται ότι είναι πραγματικά άνίκητος.
— Μά είναι δυνατόν νά φέρθηκα τόσο άδικα;
— Δέν πειράζει, πατέρα, ας μή μιλάμε γι’ αυτό. Κάνε γρήγορα, δμως. Πρέπει νά τον φέρης άντιμέτωπο μέ τούς δυο εγκληματίες.
— Τί θέλεις νά πής;
— Τά δυο λιοντάρια πού συνοδεύουν τον ιππότη μου είναι εκείνα πού φύλαγαν τήν είσοδο τοϋ άσημένιου κάστρου, δπου ήμουν φυλακισμένη. Φέρε μπροστά τούς δυο απατεώνες. Ά ν δέν τούς αναγνωρίσουν, $ά πή οτι είναι στ’ άλή$εια άπατεώνες.
— Μά τήν κορώνα μου!, έκανε ο βασιλιάς, αύτό θά κάνω. Και αν είπαν ψέματα, οί παλιάνθρωποι, θά τους κρεμάσω άπό τό πρώτο δέντρο πού θά βρώ μπροστά μου.
Μά δεν χρειάστηκε να μπη σ αυτόν τον κοπο ο γερο-βασιλιάς. “Οταν ό Πετροβολητής καί ό Κουλός βρέθηκαν άντιμέτωποι μέ τον Άρκουδόγιαννη καί τά δυό λιοντάρια, έγιναν κάτασπροι άπό τον φόβο τους. Τό έβαλαν στά πόδια σάν τρομαγμένα κουνέλια. Μέ δυό πηδήματα, τά λιοντάρια τούς πρόλαβαν και τούς κατάπιαν ολόκληρους, πριν προλάβουν νά κάνουν «ά!».
—’Αμήν, είπε ό βασιλιάς. Τό δίκιο βρέθηκε.
Καί γύρισε άλλου, καθώς ό Άρκουδόγιαννη ς φιλούσε τήν πριγκίπισσα. Οί δυό νεαροί παντρεύτηκαν καί έζησαν ευτυχισμένοι, καί τά παιδιά πού έκαναν, έπαιζαν ευτυχισμένα μέ τά δυό λιοντάρια.·