Οπως θα ξέρετε όλοι σας, ή ‘Ιταλία έχει σχήμα μπόττας. Και στή μύτη της μπόττας, σαν μπάλ- λα πού είναι έτοιμη νά δεχτή κλωτσιά και νά πεταχτή προς τό Γιβραλτάρ, κάτω άπο τήν Ιταλική αύτη μπόττα, είναι ένα τρίγωνο νησί πού λέγεται Σικελία.
Ή Σικελία άποτελεΐ μέρος της ‘Ιταλίας, αλλά έχει χαρακτήρα εντελώς δικό της. Είναι φτωχή χώρα και γεμάτη βουνά και οί άνθρωποι πού κατοικούν έκεϊ — είτε βοσκοί είναι, είτε ψαράδες, είτε ναυτικοί — είναι δυνατοί, σκληροτράχηλοι και αντέχουν στις δοκιμασίες.
‘Επειδή ή Σικελία είναι νησί, οί περισσότεροι κάτοικοι της ζουν από τήν θάλασσα. Κερδίζουν τό ψωμί τους άπο τήν θάλασσα, μέ τον ένα τρόπο ή μέ τον άλλον, είτε ψαρεύοντας, είτε φτιάχνοντας βάρκες, είτε μοντάροντας δίχτυα, ή ταξιδεύοντας μέ τά πλοία τους στις άλλες χώρες πού βρίσκονται μακρυά.
Όπου κι’ άν κοιτάζουν, βλέπουν θάλασσα στον ορίζοντα.
Πριν άπο πάρα πολλά χρόνια ζοϋσε κοντά στήν Μεσσίνα ένας ήλικιωμένος ψαράς, στο νοτιανατολικό μέρος τής Σικελίας, έκεϊ πού τό νησί πλησιάζει περισ- σέτερ ο τήν κυρίως χώρα. Είχε πολλούς γιους, και δλοι έκτος άπό έναν άκολούθησαν τό επάγγελμα τοΰ πατέρα τους και έγιναν ψαράδες. Ό μικρότερος, ένα ψηλό, μελαχρινό παλληκάρι, άγαποΰσε τήν θάλασσα όσο και τ αόερφια του, ή ο πατέρας του, αλλα όεν ηνελε να πηγαίνη μαζί τους γιά ψάρεμα επειδή ήταν πολύ καλός στήν καρδιά πού δέν μποροΰσε ν’ άντέχη νά βλέπη τά ψάρια νά πεθαίνουν.
“Οποτε μποροΰσε, προτιμούσε νά κάθεται στο σπίτι και νά βοηθάη τήν μητέρα του στις δουλειές — νά κου- βαλάη νερό, νά κόβη ξύλα, νά ταίζη τά πουλερικά και ότι άλλο περνούσε άπό τό χέρι του. “Οταν τελείωνε τις δουλειές του, καθόταν στήν άκρη τής ακρογιαλιάς και άγνάντευε πέρα στήν θάλασσα.
Πολλές φορές, ό πατέρας του ή κανένα άπό τ’ άδέρφια του τοΰ ζητούσαν νά κουβαλήση τά ψάρια πού είχαν πιάσει στο σπίτι και ό μικρότερος αδερφός, πού τον έλεγαν Νικόλα, έκοβε τους βαριούς κουβάδες στόν ο’^μο, γεμάτους μέ λαχταριστά ψάρια πού είχαν έρθει άπό τις βάρκες.
‘ Ηταν πολύ δυνατός.
Το μόνο άσχημο ήταν πώς κάθε φορά πού εβλεπε ψάρι νά σαλεύη, ή νά δίνη σημάδια ζωής, άνάμεσα στήν άσημένια μάζα των ψαριών, τό ξανάρριχνε στο νερό, μέ τήν ελπίδα ότι θά ζούσε. Τό άποτέλεσμα ήταν δτι έ’φτανε στο σπίτι μέ πολύ λιγώτερα ψάρια απ’ όσα τοΰ είχαν δώσει.
Ή μητέρα του τον μάλλωνε, ό πατέρας του τον μάλλωνε, και τ’ άδέρφια του έλεγαν δτι ήταν πολύ κουτός, ή δτι δέν έστεκε στά καλά του. ‘Εκείνος άκουγε τις κατηγορίες και μετά περιπλανιόταν ολομόναχος
στήν άκρογιαλιά,
παρά μόλις ενα μεγάλο πήδημα άπό τήν Σικελία.
Καθώς μεγάλωνε, ό Νικόλα περνούσε ό’λο και περισσότερες ώρες κοντά στή θάλασσα. “Εμαθε νά κάνη μπάνιο και καταδύσεις, μένοντας κάτω άπό τό νερό όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Τό βράδυ γύριζε στο σπίτι του και έλεγε στούς γονείς του και στ’ άδέρ- φια του θαυμάσιες ιστορίες γιά τά πράγματα πού είχε δη κάτω στά βάθη τοΰ ώκεανοΰ.
Τπήρχαν βουλιαγμένα πλοία, έλεγε, όπου τά ψάρια -μπαινόβγαιναν άπό τά φινιστρίνια τους και πού φύτρωναν φύκια πάνω τους, κάνοντάς τα νά μοιάζουν μέ κήπους. Υπήρχαν τεράστια δέντρα άπό κοράλια, άσπρα κιχι κόκκινα και βράχια γεμάτα ψάρια, χταπόδια και αχινούς! “Οσο γιά τά ψάρια, υπήρχαν σέ διάφορα σχήματα και χρ<υματα, χρώματα πού ξετρέλλαι- ναν το μάτι και τό έκαναν νά μ^ή πιστεύη αυτά πού έβλεπε.
Τ’ άδέρφια τού Νικόλα άκουγαν αυτές τις ιστορίες και μετά άνασήκωναν τούς ώμ^υς τους, σάν νά πίστευαν δτι ό άδερφός τους είχε τρελλαθή. Έστω και αν υπήρχαν τόσο όμορφα ψάρια εκεί κάτω, ποιος θά ήθελε νά περνάη τον καιρό του μέσα στά βάθη της θάλασσας γιά νά τά βλέπη;
Ό πατέρας του και ή μητέρα του κατέληγαν κι’ εκείνοι στο συμπέρασμα ότι ίσως νά είχε τρελλαθή ό γιός τους, και ή μητέρα του άνησυχούσε τόκτο πολύ, πού στο τέλος πήγε και βρήκε έναν άγιο άνθρωπο πού ζοΰσε στά βουνά της Σικελίας γιά νά ζητήση τήν συμβουλή του.
“Οταν ό άγιος άνθρωπος άκουσε τήν ιστορία, κούνησε τό κεφάλι του.
— Ποιος ξέρει, είπε. Ισ(υς νά τρελλάθηκε ο γιός σου. Ίσως πάλι νά τον έ’χη καταλάβει ό σατανάς.
— Τί πρέπει νά κάνω; ρώτησε ή φτωχή γυναίκα.
— Πρώτα άπ’ όλα πρέπει νά πλύνης τά ρούχα του μέ αγιασμό, άπάντησε ό άγιος άνθρωπος. Και πρέπει νά ράψης μιά κόκκινη κορδέλλα γύρω άπό τήν ζώνη του. Νά βάλης κι’ ένα βαλανίδι στην τσέπη του. ‘Επίσης, πρέπει νά τού δώσης νά φάη ψωμί πού είναι φτιαγμένο άπό άγριόσταρο. Άν πραγματικά τον κρατάει αίχμά- λωτο ό Σατανάς, νά είσαι σίγουρη ότι θά τόν άφήση.
Ή καημένη γυναικούλα γύρισε στό σπίτι της και έκανε άκριβώς ότι της είχε πή ό άγιος άνθρωπος, άλλά δέν έγινε τίποτε. Ό Νικόλα εξακολούθησε νά περνάη
παρακολουθώντας τά κύματα και τά φύκια πού έβγαιναν στήν επιφάνεια της θάλασσας, και τά θαλασσοπούλια πού πετούσαν τόσο χαμηλά πού κυριολεκτικά βρέχονταν άπό τά κύματα. Καί μετά κοίταζε πέρα προς τήν κυρίως ‘Ιταλία, πού δεν άπείχε
τις περισσότερες ώρες του κάνοντας καταδύσεις στά βάθη της θάλασσας, ανάμεσα στά βράχια. Ή μόνη παρηγοριά της μητέρας ήταν δτι μ’ αυτά πού είχε κάνει ειχε αποδειςει τουλάχιστον οτι ο γιος της δεν ηταν αιχμάλωτος τοΰ Σατανά.
Σιγα – σιγα ο Νικολα εγινε διασημος σ ολο το νησί γιά τις ικανότητες του νά βουτάη τόσο βαθειά. Οί άνθρωποι τόν φώναζαν Νικόλα Πέσκε — Νικόλα ό ατρόμητος βουτηχτής, Νικόλα τό Ψάρι — επειδή μπορούσε καί ένοιωθε καλύτερα στά βάθη της θάλασσας παρά στήν επιφάνεια της γης. Ακόμα καί ό Αύτη- κράτορας της Σικελίας έμαθε τή φήμη του καί, όταν ήρθε νά επισκεφτή τήν Μεσσίνα, πρόσταξε νά φέρουν τον νεαρό μπροστά του.
Κι’ έτσι ό Νικόλα πήγε στο παλάτι και είδε τον αυτοκράτορα νά κάθεται στον θρόνο του και δίπλα στον αυτοκράτορα είδε καθισμένη μια ξανθειά, γαλανομάτα κοπέλλα πού δέν ήταν μεγαλύτερη άπό δέκα έφτά.
ΤΗταν ή κόρη τοϋ αύτοκράτορα.
Ό Νικόλα υποκλίθηκε μπροστά στον αύτοκράτορα και μπροστά στήν πριγκίπισσα, άλλά ακόμα και όταν μιλούσε μέ τον αύτοκράτορα, δέν μπορούσε νά ξε- κολλήση τό βλέμμα του άπό τήν κοπέλλα.
*Ήταν πολύ ομορφη.
— Είναι άλήθεια, είπε ό αύτοκράτορας οτι βουτάς πολύ βαθειά και οτι μένεις κάτω άπό τό νερό περισσότερη ώρα άπό οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο;
— Δέν ξέρω, Μεγαλειότατε, γιατί δέν ξέρω τί μπορούν νά κάνουν οί άλλοι.
— Τότε νά τό άνακαλύψουμε.
Ό αύτοκράτορας έδωσε διαταγή νά πάνε στο αυτοκρατορικό πλοίο και μετά νά φέρουν τό πλοίο σέ βαθειά νερά. ‘Ύστερα’ έπιασε ένα χρυσό κύπελλο και τό πέταξε στο νερό.
— Πήγαινε νά μοϋ τό φέρης, είπε στον Νικόλα.
Εκείνος βούτηξε στο βαθύ νερό και ξαναβρήκε
τό κύπελλο χωρίς μεγάλη δυσκολία. ‘Όσο βρισκόταν στο νερό, έσπασε ένα μικρό κόκκινο κοράλλι και όταν ξαναβρέθηκε στον αύτοκρατορικό πλοίο, έδωσε τό χρυσό κύπελλο στον πατέρα και τό κοράλλι στήν κόρη.
— Κράτησε τό κύπελλο γιά ενθύμιο, τοϋ είπε ό αυτοκράτορας. Τώρα πήγαινε νά μου φέρης τό σπαθί μου.
Και βγάζοντας τό σπαθί του τό πέταξε στην θάλασσα.
Ό Νικόλα βούτηξε και τό έφερε άμέσως.
— Πολύ ωραία, είπε ό αυτοκράτορας. ‘Αλλά υπάρχουν κι’ άλλοι βουτηχτές, πού θά μπορούσαν νά κάνουν τό ‘ίδιο πράγμα. Τώρα θά πρέπει νά κάνης κάτι πιο δύσκολο.
— Θά προσπαθήσω, οτι κι’ άν είναι, άπάντησε ό Νικόλα.
Τότε ό αυτοκράτορας του εξήγησε ότι μέχρι εκείνη τήν ημέρα, κανένας δεν είχε μπορέσει ν’ άνακαλύ- ψη πού βρίσκονταν τά θεμέλια της Σικελίας. Άν δηλαδή στηρ-ιζόταν πάνω σέ συμπαγή βράχο, ή στηριζόταν πάνω σέ κολώνες ή αν απλώς επέπλεε στήν επιφάνεια του νερού.
—θέλω νά κάνης τον γύρο του νησιού κολυμπώντας, είπε ό αύτοκράτορας. Νά ξεκινήσης άπό τήν Μεσ- σίνα νά πέρασης άπό Παλέρμο, Καστελαμάρε, Τερρα- νόβα, Συρακούσες, Κατάνια και νά ξανάρθης στήν Μεσσίνα.
—Ή άπόστασις είναι πολύ μεγάλη, απάντησε ό Νικόλα. (Πραγματικά, αύτή ή άπόστασις είναι γύρω στα 800 χιλιόμετρα).
— Τό ξέρω, είπε ό αύτοκράτορας. Νά μή βιαστής νά γυρίσης. Ξεκουράσου οσο θέλεις, άλλα μή γυρίσης αν δεν κάνης ολόκληρο τον γυρο του νησιού και αν δεν μάθης τί κρύβεται κάτω άπ’ αύτο.
—Ό Νικόλα κοίταξε τον αύτοκράτορα.
Κοίταξε και τήν πριγκίπισσα.
— Θά γυρίσω, ειπε.
Και ή πριγκίπισσα κατάλαβε ότι ό Νικόλα μιλούσε σ’ αυτήν μόνο.
Χωρίς νά πή άλλη κουβέντα, βούτηξε στό νερό.
Πέρασαν μέρες, εβδομάδες, οί εβδομάδες έγιναν μήνες. ΤΗταν άνοιξι, όταν ο αύτοκράτορας πρόσταξε τον Νικόλα νά βουτήξη στήν θάλασσα και εγινε φθινόπωρο, ώσπου νά γυρίση ό κολυμβητής άπό τον γύρο του νησιού.
Ό αύτοκράτορας τον ξαναδέχτηκε πάνω στό πλοίο του, με τήν πριγκίπισσα στό πλευρό του.
— Μεγαλειότατε, είπε ο Νικόλα, τό νησί της Σικελίας ακουμπάει πάνω σέ τρεις τεράστιες γρανιτένιες κολώνες, πού οί βάσεις τους είναι χωμένες βαθειά στο δάπεδο του ωκεανού. Αύτές οί κολώνες είναι από συμπαγή βράχο και είναι γερότερες άπο τά βουνά πού υψώνονται από πάνω μας. ‘Αλλά πρέπει νά σέ πληροφορήσω δτι μιά άπ’ αύτές τις κολώνες — αύτη πού βρίσκεται άνάμεσα στην Μεσσίνα και στην Κατάνια — κινδυνεύει νά καταστραφή.
—Άπο τί; ρώτησε φιλύποπτα ο αυτοκράτορας.
— Νά καταστραφή από φωτιά, άπάντησε ό Νΐκό-
‘ν ηρ\ \ Μ \ > t » ΐ Q – \
Λα. Ιο νερο όεν τήν αφήνει ν απλωνη, αλλα όεν μπορεί νά τήν εμπόδιση νά φάη σιγά – σιγά τήν βάσι της κολώνας.
Ό αύτοκράτορας δέν πείσθηκε.
—Ά ν αυτό πού λές είναι άλή$εια, ειπε, βούτηξε άλλη μιά φορά και φέρε μου ένα δείγμα άπ’ αύτη τήν φωτιά πού καίει στο βυ$ό της θάλασσας.
Ό Νικόλα κοίταξε μιά τον αύτοκράτορα και μιά τήν πριγκίπισσα.
— Μεγαλειότατε, είπε, και ό “Αγιος ‘Ιωσήφ νά ήμουν, πάλι δέν $ά μπορούσα νά σοϋ φέρω φωτιά. Πώς $ά μπορέσω νά πλησιάσω τις φλόγες. Πώς $ά τις κουβαλήσω στα χέρια μου.
— Αύτό είναι δική σου δουλειά, άπάντησε ό αυτοκράτορας, πού είχε μά$ει νά εκτελούνται δλες του οί διαταγές.
Και τότε ή πριγκίπισσα πήρε τον λόγο γιά πρώτη φορά:
— Αύτό πού λέει ό νεαρός είναι άλή$εια, πατέρα. Πώς μπορεί ενας άνθρωπος νά πιάση τήν φωτιά;-
Ό αύτοκράτορας δέν άκουσε τήν κόρη του, δπως δέν ή#ελε ν* άκούση και τον Νικόλα. ‘Επέμενε νά του φέρη μιά άπόδειξι, δτι πραγματικά κάτω στον βυ$ό της θάλασσας έκαιγε μιά φο>τιά. Κι’ έτσι ό Νικόλα άναγκάο-τηκε νά ξαναβουτήξη στήν θάλασσα, και νά τραβήξη βαθειά, βαθειά, πρός τήν γρανιτένια κολώνα πού βρισκόταν άνάμεσα στήν Μεσσίνα και στήν Κατ άνια.
Καθώς πλησίαζε, τό παγωμένο γαλάζιο νερό άρχισε νά γίνεται ζεστό, ζεστότερο, και σέ μιά στιγμή ό Νικόλα είδε μιά κοκκινωπή άνταύγεια μπροστά του και έ’να σύννεφο καπνού. Συνέχισε νά κολυμπάη ώσπου τό νερό έγινε τόσο ζεστό πού δέν τ’ άντεχε τό σώμα του. ‘Έκλεισε τά μάτια του και κολύμπησε προς τήν φωτιά, προσπαθώντας νά πιάση καμμιά φλόγα μέ τά χέρια του. Μάταια, δμοας.
‘Έπιανε τή μιά φλόγα μ.ετά τήν άλλη, άλλά εκείνες γλιστρούσαν μέσα άπό τά δάχτυλά του, άφήνοντας μόνο καψίματα πίσω τους. Τελικά, ό Νικόλα εγκατέλειψε τις προσπάθειες και ξαναβγήκε στήν έπιφάνεια της θάλασσας. Και επειδή ήταν εξαντλημένος άπό τήν προσπάθεια, άφησε τούς βαρκάρηδες νά τον άνε- βάσουν στο αυτοκρατορικό πλοίο.
Μόλις ξαναβρήκε τήν αναπνοή του, ό Νικόλα παρουσιάστηκε στον αυτοκράτορα.
—Μεγαλειότατε, είπε, κανένας άνθρωπος δέν μπορεί νά αιχμαλώτιση τήν φλόγα. Πάντως, σου έφερα κάτι πού θά σέ πείση οτι στήν βάσι τής γρανιτένιας κολώνας καίει δυνατή φωτιά.
Και έδειξε τά καψίματα πού είχαν μείνει στά δάχτυλά του.
Ό αυτοκράτορας κούνησε τό κεφάλι του.
— Σέ πιστεύω, είπε. Είναι φανερό δτι μιά μεγάλη φωτιά καίει κάτο.) άπό τά πόδια μας. Μά αν είναι άλήθεια αυτό, τότε το νησι της Σικελίας βρίσκεται σέ μεγάλο κίνδυνο, γιατί αν γκρεμιστή μια άπό τις κολώνες πού τό συγκρατούν, θά βουλιάξη κάτω άπό την επιφάνεια της θάλασσας και δλοι οί άνθρωποι θά χαθοΰν.
—”Ετσι είναι, Μεγαλειότατε.
Ό αύτοκράτορας έμεινε σιωπηλός γιά μερικές στιγμές, κοιτάζοντας χάμω και κανένας άλλος δεν τολμούσε νά μιλήση. Στο τέλος, στράφηκε στον Νικόλα.
— Πρέπει νά μάθης περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν τον κίνδυνο, τού είπε, βούτηξε άλλη μιά φορά και προσπάθησε ν’ άνακαλύψης τήν πηγή της φωτιάς, και πόσον καιρό θά κρατήση ή κολώνα, και τί μπορούμε νά “κάνουμε γιά νά σβήσουμε τή φωτιά.
Ό Νικόλα κοίταξε τον αυτοκράτορα.
Κοίταξε και τήν πριγκίπισσα.
— Μεγαλειότατε, δέν γίνεται, άπάντησε.
— Μήπως φοβάσαι;
—”Οχι, δέν φοβάμαι. Μά αν ξαναβουτήξω κάτω εκεί δπου είναι ή φωτιά, δέν πρόκειται νά ξαναγυρίσω.
— Καλά λέει τό παλληκάρι, πετάχτηκε ή πριγκίπισσα. Άν ξαναβουτήξη Ικεί μέσα, δέν θά ξαναγυ- ρίση.
—Ανοησίες, είπε ο αύτοκράτορας. Άφοΰ βούτηξε δύο φορές, μπορεί νά βουτήξη άλλη μία.
Και άρχισε νά τους λέη πόσο μεγάλη σημασία είχε ν* άνακαλύψουν τήν αιτία της φωτιάς, και άν
μπορούσε νά γλυτώση ή ‘κολώνα τήν καταστροφή και αν θά έπρεπε νά φύγη δλος ό πληθυσμός της Σικελίας και νά πάη στην κυρίως χώρα.
— Πολύ καλά, είπε ό Νικόλα. ‘Αφού αυτό είναι τό θέλημα σου. Μιά φορά πεθαίνει ό άνθρωπος και γιά μένα είναι προτιμότερο νά πεθάνω έκεΐ δπου πέρασα τό μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου — κάτω από τό νερό της θάλασσας. Μόνο πού θά ήθελα νά μ’ άφήσετε νά πάω σπίτι μου, προηγουμένως, γιά ν’ άποχαιρετήσω τούς γονείς μου και τ’ αδέρφια μου.
Πήγε στο σπίτι του και είπε στους δικούς του τί είχε συμβή. Ή μητέρα του εβαλε τά κλάμματα. “Οσο γιά τον πατέρα του και τ’ άδέρφια, με δυσκολία συγκρατούσαν τά δάκρυά τους. Δεν του εδειξαν τίποτε όμως. Προσπάθησαν νά του δώσουν θάρρος, λέγοντάς του οτι θά γύριζε οπωσδήποτε άπό τήν θάλασσα, και οτι θά του έκαναν μεγάλη υποδοχή.
Ό Νικόλα ήξερε τήν άλήθεια.
“Εκανε μιά τελευταία βόλτα στον κήπο του σπιτιού του και μετά στήν παραλία, δπου ησαν απλωμένα τ ά δίχτυα τών ψαράδων γιά νά στεγνώσουν και κοίταξε τις βάρκες πού διακρίνονταν εδώ κι’ εκεί στήν θάλασσα. Και μετά κοίταξε γιά τελευταία φορά προς τήν Ιταλία, πού άπείχε ενα βήμα μονάχα.
‘Αφού άποχαιρέτησε δλα τ4‘ άγαπημένα του πράγματα στο σπίτι, άνέβηκε στο πλοίο του αύτοκράτορα γιά τελευταία φορά.
— Είμαι έτοιμος νά ξαναβουτήξω στήν θάλασσα,
τοΰ είπε.
“Υστερα κοίταξε τήν ξανθομάλλα, γαλανομάτα πριγκίπισσα κι’ έκ,είνη τοΰ ανταπέδωσε τήν ματιά.
— Μή μέ περιμένης, της είπε at α ι δίνοντας μιά βουτιά, χάθηκε κάτω από τήν επιφάνεια της θάλασσας. Πέρασαν έβδομάδες και μήνες, άλλά ό Νικόλα
δέν ξαναφάνηκε. ‘II πριγκίπισσα δέν έχασε όλες τις ελπίδες της, γιά πολύν καιρό. Κάθε μέρα πήγαινε στήν παραλία, λίγο νότια τής Μεσσίνα, προς τήν κα- τεύθυνσι τής Κατάνια, κρατώντας στο χέρι της το όμορφο κοράλλι πού τής είχε φέρει ό Νικόλα άπό τον βυθό τής θάλασσας, περιμένοντας, ψάχνοντας γιά κάποιο μήνυμά του.
Μια αεοα, κα θα>£ στεκόταν στήν α υ. υ. ο και κοι-
k ^ 7 · ι * *
τάζε πέρα προς τήν θάλασσα πρόσεξε ότι στήν άκρη τής θάλασσας σηκώθηκε ένας μικρός ανεμοστρόβιλος, μέ φύκια, νερό και αφρό τής θάλασσας. Καθώς κοίταγε σάν ααγνητισμένη, άκουσε αιά otovr πού τής φά-
t t j i I 1 * « 4 4··
ντκε οτι έ’βναινε αεσα άπο τον άνεαοστρόβιλο. Τήν
I I t i » 4
άναγν(όρισε άμεσων:
‘ Ηταν ή φωνή του Ν ι κόλα.
— Μή μέ περιμένης, όμορφη πριγκίπισσα. Μή κλαις γιά -μένα. Δέν πρόκειται νά ξαναγυρίσω.
— Βούτηξα πολύ βαθειά, συνέχισε ή φωνή του αγαπημένου της, και όταν έφθασα στήν βάσι της κολώνας, είδα ότι τά πράγματα ήταν πολύ πιο άσχημα.
II φλόγα ήταν δυνατώτερη άπό πριν και ή κολώνα είχε άρχίσει νά ταλαντεύεται. Δέν μπορούσα ν αφήσω τήν Σικελία νά βουλιάξη. Βούτηξα λοιπόν μέσα στήν καρδιά της φλόγας, ακούμπησα τόν ώμο μου στήν κολώνα καί τήν στήριξα, καί κει πρέπει νά ‘μείνω γιά πάντα.
— Μά θά πρέπει νά ύποφέρης μέσα στις φλόγες! άναφώνησε ή πριγκίπισσα.
VA 5/ Τ t / ΤΤ \ νν» < «! / τ
—Όχι, οχι, ειπε η φωνη. Ιΐιο εςω, οι φλόγες είναι δυνατές, άλλά εδώ μέσα στήν καρδιά της φίοτιάς δέν καίνε. Δέν νοιώθω πόνο. Μόνο πού πρέπει νά μείνω εδώ γιά πάντα, ή τουλάχιστον μέχρι τό τέλος τού κόσμου πού ξέρουμε.
Ό άνεμοστρόβιλος έσβησε σιγά σιγά καί ή φωνή έπαψε νά μιλάη. Ή μελαγχολική πριγκίπισσα στάθηκε ακίνητη στήν θέσι της γιά πολλήν ώρα, κοιτάζοντας προς τήν θάλασσα, άλλά μετά κατάλαβε δτι δέν μπορούσε νά μείνη εκεί γιά πάντα. Ούτε μπορούσε νά περιμένη τόν Νικόλα, πού δέν θά γύριζε ποτέ.
Κάμποσα χρόνια άργότερα, ή πριγκίπισσα συμφώνησε νά παντρευτή έναν άντρα πού διάλεξε ό πατέρας της. ‘Αγάπησε καί τόν άντρα της, όπως άγά- πησε καί τά παιδιά της. Μά δέν ξέχασε ποτέ τό μελαχρινό παλληκάρι πού είχε κάνει τόσες επικίνδυνες βουτιές άπό τό αυτοκρατορικό πλοίο τού πατέρα της και πού κάποτε της είχε δωρήσει ενα κοράλλι άπό τόν βυθό της θάλασσας.
“Οποτε κοίταζε προς τήν θάλασσα, σκεφτόταν έκεΐνον. “Οποτε έβλεπε τά θαλασσοπούλια νά πετούν, ή τά φύκια τής θάλασσας νά βγαίνουν στήν επιφάνεια του νερού, θυμόταν εκείνον. “Οποτε ταξίδευε με πλοίο, μικρό ή μεγάλο, κοίταζε βαθειά μέσα στό νερό, ξέροντας δτι κάπου εκεί μέσα βρισκόταν ό Νικόλα και συγκρατούσε τήν μισογκρεμισμένη κολώνα πού βρισκόταν ανάμεσα στήν Μεσσίνα και στήν Κατάνια, και οτι ή Σικελία δεν διέτρεχε τόν παραμικρό κίνδυνο.
“Ολα αύτά έγιναν πριν άπό έφτακόσια χρόνια. Άπ’ ότι ξέρουμε, ομως, ό Νικόλα βρίσκεται άκόμα εκεί, προστ’ατεύοντας τήν πατρίδα του άπό έ’ναν μεγάλο κίνδυνο.