Τον άνθρωπο που σκουπίζει φύλλα στον κήπο του τον καλούνε τα φύλλα. Ξανά και ξανά. Κάθε φορά που φυσάει. Αρχίζει και σταματάει η βροχή, στις κόκκινες στέγες, στα ποτάμια της υδρορροής, ξυπνάω κι ακούγεται αρχαία μουσική, σανδάλια σε σοκάκια, τρομπέτες σε παλάτια, οι σκληρές ξύλινες ρόδες της άμαξας, τα μυτερά τεράστια αγάλματα που σκίζουν τον ουρανό και ο τελάλης με τον λόγο των Θεών. Φυσάει και διώχνει για λίγο την βροχή, σηκώνει τις κουρτίνες του νερού και οι ηλιαχτίδες περνάνε καθαρές να φωτίσουν το δέρμα της εκεί που με κοιτάει από την τρύπα στον τοίχο.
Την παρακολουθώ από μακριά καθώς παίζει με το φως, κόλαση όταν χάνεται στις σκιές, παράδεισος όταν λαμποκοπάει. Κι η αντανάκλασή μου στη λακούβα εδώ δίπλα εξομολογείται την αγάπη που μόνο τα κουτσομπόλικα φύλλα και γυαλιστερά δέντρα θα καταλάβουν. Αν βρέξει πάλι, θα ξανάρθω σε αυτό το όνειρο θαρρώ κι άμα φυσήξει δυνατά θα μας πάρει κάπου μακριά ελπίζω να τα ξεχάσουμε όλα αυτά.
Συνέρχομαι και είναι ακόμα εκεί. Μέσα στα αίματα. Ακόμα δεν μιλάμε. Μου κάνει νόημα ότι θέλει να γράψει κάτι. Βρίσκω στο γραφείο ένα μολύβι, το αρπάζει πριν προλάβω να φτάσω καλά καλά στη μικρή τρύπα στον τοίχο. Κολλάω το μάτι πάλι βλέπω ότι μου ζητάει άλλο ένα. Περίεργο αυτό αλλά δεν το σκέφτομαι, της δίνω άλλο ένα. Εξαφανίζεται. Υπόκωφοι και περίεργοι ήχο αλλά ξανάρχεται σχετικά γρήγορα, πολύ πιο ανάλαφρη. Δεν πρόλαβα να χαρώ. Είδα στην άκρη του ενός μολυβιού ένα μάτι, το άλλο μολύβι καθώς και το χέρι της γεμάτο αίματα. Και οι πρώτες λέξεις που μου είπε μετά από τόσο φλερτ με χτυπήματα στον τοίχο, τόση περιπέτεια που ζήσαμε στα μουλωχτά;
.
“Εντάξει, είναι νεκρός. Μπορούμε να μιλάμε τώρα σαν άνθρωποι.”
.
Ήταν πάθος σαν φλόγα τεράστιου κεριού που έπεσε κατά λάθος, πήρε φωτιά το σπίτι, καταστράφηκαν τα πάντα, έσβησε το πεσμένο κερί και μείναμε στο σκοτάδι. Αλλά ενώ εγώ είχα χλωμιάσει, αυτή φαινόταν ξαφνικά ολοζώντανη, οργανωμένη και με σχέδιο.
.
“Πρέπει να φύγω. Αν θέλεις έλα κι εσύ αλλά είναι επικίνδυνο.”
.
Τρέξαμε προς το γκαράζ. Περίμενα να ανοίξει τελείως η πόρτα πριν μπω. Όπως είχα τυλίξει το λάστιχο σωστά πριν το αφήσω. Έτσι όπως πάντα έλεγε ο πατέρας μου ότι είναι καλύτερα. Ξεκίνησα να της κάνω παρατήρηση για τον τρόπο που κοπάνησε το αμάξι μπαίνοντας τόσο βιαστικά αλλά κατάλαβα ότι ήταν ακριβώς σαν τον πατέρα μου κι αυτό. Μικρός, στις εποχές που έχεις την πολυτέλεια για τέτοιους συναισθηματισμούς κόντρα στον χρόνο, τον μισούσα για όλα αυτά. Κι έγινα ολόιδιος ακόμα και στον τρόπο που προσπαθούσα να το κρύψω, ξυπνούσα κι εγώ μετά από 4-5 ώρες ύπνου, πολύ πριν ξημερώσει. Ξυπνούσα από το όνειρο ότι κάτι είχε πάει πολύ πολύ στραβά.
.
“Άντε! Βάλε μπρος. Θέμα χρόνου να τον βρούνε τα τσιράκια του.”
To φως από τη μοναδική λάμπα του γκαράζ έρπει σα σε λάδι στον τοίχο και το πάτωμα, σκαρφαλώνει κάπως στο καπώ και μπαίνει από το παρμπρίζ, στάζει σαν το αίμα που είδα πριν κι ακόμα σκέφτομαι μπροστά μου. Το βλέπω το φως να αντανακλά στο κλειδί καθώς βάζω μπρος, το νιώθω να μου γαργαλάει τον καρπό αδύναμα όπως αδύναμος νιώθω, κέλυφος ανθρώπου, ασυντόνιστος και μπερδεμένος. Η ματιά της περνάει από πάνω μου σα φάντασμα και μετά πέφτει στο πάτωμα, σε κάποια εσωτερική σκέψη υπερβολικά λυπητερή για να την ακουμπήσω εγώ ποτέ. Ούτε τα μάτια μου ποτέ δεν την αγγίζουν.
.
“Βάλε μπρος. Όχι για εμένα. Δεν έχει τίποτα αυτό το μέρος. Άδεια κτίρια στη σειρά. Δυο τζάμπα μάγκες που πουλάνε μια δόση για να πιούνε κι αυτοί μετά. Πρώην κάτι που δεν είναι πια τίποτα, που κοιμούνται αργά το πρωί να τους φύγει το μεθύσι από φτηνό κρασί και τον ήλιο που τους βάραγε στο πάρκο που λιποθύμησαν. Σκουπίδια έχει αυτή η πόλη. Δεν χρειάζεσαι καν όπλο.”
.
Ξεκίνησα. Δεν μου έδωσε οδηγίες οπότε πήγα όπου με πήγαινε το τιμόνι και η συνήθεια. Πέρασε μια ώρα, βγήκαμε από την πόλη. Στο άνοιγμα του δρόμου όλοι σταματάνε. Δεν μπορείς να μη σταματήσεις, η θέα είναι συγκλονιστική. Το σημείο είναι εκεί που όλοι έχουν βγει από τον αυτοκινητόδρομο και θέλουν μια στάση. Ο ουρανός μοιάζει ατελείωτος, η θάλασσα τελειωτική. Όλοι γελάνε σα χαζοί. Μετά από τόσες στροφές, ζαλισμένοι από τα ξερά βράχια τόση ώρα αποπνικτικά ψηλά γύρω τους, ξαφνικά βρίσκονται στο κατώφλι ενός άλλου κόσμου. Δεν ξέρουν τι να πρωτοφωτογραφίσουν, πως να τα χωρέσουν όλα σε ένα πλάνο.
Βγάζουν με το ζόρι μισοκοιμισμένα παιδιά από το πίσω κάθισμα, επιμένουν να βγούνε όλοι φωτογραφία κι από την μια κι από την άλλη, κάθε συνδυασμός. Ξέρουν ότι θα την καδράρουν. Θα την κοιτάνε για να πάρουν θάρρος σε δύσκολους χειμώνες. Με πρεσβυωπικά γυαλιά θα την ξεσκονίζουν στο γηροκομείο για να την πάρουν αγκαλιά να χαμογελάνε γλυκά κοιτώντας ότι δρόμο κοιτάει το δωμάτιο ή -στην καλύτερη- τον ξεραμένο κήπο με τις νοσοκόμες που καπνίζουν στο διάλειμμά τους.
Γιατί η λυπηρή αλήθεια, αυτό που υποψιάζονται αλλά δεν θέλουν να πουν, είναι ότι αυτή η στιγμή στην αρχή του ταξιδιού αυτού θα είναι μάλλον η καλύτερη της ζωής τους.
Τέλειωσε την περιήγηση στο άνοιγμα και με κοίταξε. “Ξέρεις ο Λύκος ήταν όλο ουλές και ειρωνεία. Απρόβλεπτος. Μια ήθελε να σε γαμήσει, μια ήθελε να σε γαμήσει στο ξύλο. Δεν ήξερε γιατί , απλά ήξερε ότι έκανες λάθος. Μπορούσε αμέσως μετά να σε γλύψει όμως ερωτικά εκεί που είχες ακόμα μώλωπες και να το εννοούσε.
.
Βγήκαμε στη μεγάλη ευθεία. Γκάζωσα. Ξεφύσηξε. Άνοιξε το παράθυρο. Τώρα παρατήρησα ότι τόση ώρα δεν είχε χαλαρώσει τα χέρια της. Κρατούσε ακόμα τα μολύβια με τα αίματα. Τα πέταξε έξω. Με κοίταξε κάπως πιο γλυκά.
“Ναι, σε αυτήν την πόλη δεν χρειάζεσαι καν όπλο.”
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας που εμπνέεται εξίσου από τα σουβλάκια όσο κι από τα λάμα.