Όταν δεν υπάρχει πια κανείς να σε κατηγορήσει δεν υπάρχει και κανείς να σε συγχωρέσει. Κάθε απουσία έχει όνομα, έχει πρόσωπο, έχει την δική του μοίρα, την ιστορία που πρέπει να επαναλαμβάνεις για να μην ξεχαστεί. Ακόμα κι αν θέλεις να ξεχαστεί, είναι όλες οι άλλες ζωές που μπλέχτηκαν μαζί της στο κάδρο. Μένει ένα κενό, ένας χώρος στον καμβά που περισσεύει όπου ζωγραφίζονται και όλα όσα θα άφηνες αν μπορούσες.
Έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη της. Το κοίταξε μπερδεμένη. Το ξαναέβαλε στο παλτό και προσπάθησε να χωθεί πιο βαθιά κι αυτή μπας και ζεσταθεί. Φορούσε δυο ζευγάρια κάλτσες μέσα από τις μπότες κι όμως τα πόδια της είχαν παγώσει. Εκεί που είχαν γείσο μαλλιαρό είχαν πιάσει κρύσταλλους ήδη κάπως. Έφτασε στην άσφαλτο. Τίναξε τα πόδια αλλά δεν έφευγαν, έλιωναν και έβρεχαν μέσα στις μπότες τα πόδια της, κρύωνε περισσότερο.
“Καραγκιόζα, ε, καραγκιόζα, τι κάνεις εδώ στο κρύο;” είπε. “Τώρα θα μπεις στο αμάξι και θα βάλεις τέρμα την θέρμανση, ε;”
Σταμάτησε. Γέλασε. Ήταν πλέον επίσημα μια μεσήλικας που μιλάει στον εαυτό της. Είχε πτυχίο, μεταπτυχιακό και 3-4 ακόμα τίτλους, είχε λαμπρό βιογραφικό και καριέρα και μιλούσε στον εαυτό της σαν άστεγη τρελή γριά. Έφτασε στο αυτοκίνητο, έκατσε με ανοιχτή την πόρτα. Δεν έβαλε την θέρμανση. Ξανάβγαλε το κινητό και κάλεσε τον γιό της. Της έκανε εντύπωση που το σήκωσε αμέσως:
“Έλα μαμά, όλα καλά;”
-Μια..μια χαρά είμαι. Εσύ;
“Που είσαι ρε μαμά; Δεν ακούω κίνηση.”
-Ε, ε, βγήκα μια βόλτα μωρέ. Ξέρεις τώρα, χρειαζόμουν μια βολτίτσα.
Κενό.
“Α, εντάξει. Φαντάζομαι, εντάξει τότε. Εσύ ξέρεις μαμά.”
-Άκου…άκου, ήθελα να σου πω ότι ξέρω ότι ήμουν απαράδεκτη.
“Κι εγώ τι θες να πω τώρα;”
-Τίποτα δεν χρειάζεται να πεις, απλά σου λέω ότι το ξέρω.
Πάλι κενό. Νόμιζε ότι ήταν κενό ευγενείας αλλά ήταν απλά καθυστέρηση πριν πέσει η βόμβα. Ο γιος της είχε δικιά του ζωή εδώ και χρόνια. Είχε αυτονομηθεί οικονομικά, ψυχολογικά και πρακτικά για να μπορεί να λέει ελεύθερα σε όλους ότι ήθελε.
“Για τι από όλα θέλεις να σε συγχωρέσω μαμά;”
Έμεινε έτσι με ανοιχτή την πόρτα και το κινητό στο χέρι σαστισμένη. Από την άλλη μεριά του δρόμου μια μαύρη λιμουζίνα σταμάτησε απότομα. Ούτε που την πήρε χαμπάρι. Στο πίσω κάθισμα, πίσω από το φιμέ τζάμι κάποιος ρουφούσε το θέαμα με πάθος. Ήταν μικροκαμωμένη, καθόλου σαν τα μοντέλα που συνήθως κοσμούσαν το αμάξι, τις εξόδους και τα κρεβάτια του. Φορούσε ταγέρ κάτω από το παλτό, έτσι που καθόταν άτσαλα στο αυτοκίνητο με ανοιχτή την πόρτα φαινόνταν τα καλλίγραμμα πόδια της και οι καμπύλες της μέσης και του στήθους της. Το παλτό ήταν άσπρο. Όχι σχεδόν άσπρο, ούτε κρεμ, ούτε μπεζ. Άσπρο άσπρο αλλά άνετο άσπρο, χαλαρό. Μερικές φορές δείχνει αγχωμένο άνθρωπο η επιμονή στο λευκό, φοβισμένο, άνθρωπο που θέλει να ελέγχει τα πάντα. Σε αυτήν έδειχνε άνεση, σα να ήθελε να εστιάσεις στα μπλε κουμπιά του παλτού της, να εστιάσεις σε αυτά και να τα ευχαριστηθείς, να ανέβεις μερακλίδικα ένα ένα τα κουμπιά ως τα γαλάζια μάτια της. Τα οποία εκείνη την ώρα συνάντησαν τα δικά του. Ή τουλάχιστον το φιμέ τζάμι της λιμουζίνας.
Ήταν ακόμα μπερδεμένη από το τηλεφώνημα. Πίσω από το άτσαλα σταματημένο μαύρο αυτοκίνητο στην άλλη μεριά του δρόμου ένα σπασμένο κλαδί δέντρου έμοιαζε σαν παιδί με τα χέρια να καλύπτουν το κεφάλι του για να μην φάει ξύλο. Λίγο πιο πέρα ένας θάμνος είχε κοπεί στη μέση του δρόμου και της θύμιζε τα δάχτυλα πιανίστα. Καθώς κουνιόταν ακόμα από το πέρασμα του οχήματος έπαιζε αόρατα κονσέρτα στον αέρα. Με το φιμέ τζάμι και τη μηχανή σβηστή όμως δεν ταράχτηκε αρκετά για να συνέλθει. Ήταν ακόμα μονόδρομη η φαντασίωσή του.
Του φαινόταν κάπως γνώριμη αλλά σίγουρα αν την είχε ξαναδεί θα την θυμόταν καλά. Τα μαλλιά της ήταν πυκνά, ολόμαυρα και γυαλιστερά, τόσο γυαλιστερά που το φως έπαιζε πάνω τους, κάπου ανάμεσα στο μαύρο τους , το άσπρο παλτό και τα γαλάζια κουμπιά πάλι στα μάτια κατέληγες αναγκαστικά. Μεγάλα μάτια, του φάνηκαν κάπως κόκκινα, σαν κλαμένα ή ξενυχτισμένα. Αλλά ανοιγόκλεισε δυο τρεις φορές και ξαφνικά ήταν σαν καινούργια, πεντακάθαρα και φωτεινά.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε.
“Είστε καλά κυρία μου;”
Δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. Δεν τρόμαξε. Δεν φάνηκε τίποτα στη φωνή της.
-Μια χαρά. Ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον.
Η επίδραση της φωνής της πάνω του ήταν ακαριαία. Σα ψίθυρος εραστή στο αυτί, σαν αμαρτία, σα ραδιοφωνική παραγωγός που φτάνει σε οργασμό αντί απλά να το υπονοεί δυο ώρες μεταξύ τραγουδιών. Αυτός σπάνια μιλούσε. Αν ήθελες να λήξεις μια ζωή, του εξηγούσες τι και πως και απλά έπαιρνε τον φάκελο με τα λεφτά. Φινέτσα δεν θα έλεγες ότι ήταν κάτι που διέκρινες στη φωνή του παρά το ακριβό κοστούμι και τα Ιταλικά παπούτσια που μόλις έγιναν χάλια σε μια λακούβα καθώς έκανε σαστισμένος ένα βήμα πίσω χωρίς να κοιτάξει. Κάποιες στιγμές στέλνουν αδρεναλίνη στην καρδιά σου και στεγνώνει η γλώσσα, βουλώνουν τα πνευμόνια, ξέρεις ότι κάτι πρέπει να πεις αλλά ένας αόρατος κεραυνός καλύπτει τα πάντα.
Έκλεισε ήρεμα την πόρτα της και έβαλε μπρος να φύγει.
Πλήρως αποσυντονισμένος σχεδόν έχασε την ισορροπία του. Το σώμα του ξαφνικά το ένιωθε σε λάθος διαστάσεις και τραμπάλιζε επικίνδυνα γύρω από το μυαλό του που έκανε κύκλους απελπισμένο. Οι λάθος λέξεις μπαίνουν καμιά φορά στο στόμα σου σα χαλασμένο φαγητό, εμετικά σε προκαλούν, σφίγγουν το στομάχι σου, τραβάνε τα πλευρά σου και σε πνίγουν. Συνήθως απλά περίμενε, η αίσθηση του εμετού έφευγε, καταλαγιάζαν οι κεραυνοί, μάζευε ενέργεια, ισορροπούσε, μύριζε και πάλι το after shave του και το μαλακτικό στα ρούχα του.
Αλλά τώρα γύρισε να κοιτάξει και το αμάξι της είχε ήδη χαθεί πίσω από το ύψωμα στον δρόμο.
Μερικές φορές σε δάσος χάνεται το ψιλόβροχο. Στην πόλη, στις υδρορροές, στα χαντάκι φαίνεται. Τα δέντρα την εξαφανίζουν κάπως. Κατέβασε τα γυαλιά ηλίου του και σιγουρεύτηκε ότι έβρεχε ελαφρά. Αν και το ήξερε, χρειαζόταν κάτι σίγουρο. Τα δέντρα, οι κορμοί, τα φύλλα, ακόμα και τα πεσμένα δέντρα είναι τόσο ζωντανά στη βροχή. Σίγουρα βρέχει. Κάθε στιγμή είναι έτσι, μια αβεβαιότητα που πρέπει να κατηγοριοποιηθεί, να ελεγχθεί, να συγκριθεί με άλλες στιγμές. Είτε θέλεις να την απορρίψεις, να μειώσεις την αξία της αναδρομικά ή να την κρατήσεις. Τι είπε ακριβώς; Καλά το θυμάμαι; Πως βγήκαν από το στόμα της οι λέξεις, πως έφτασαν στα αυτιά μου; Μήπως τα δέντρα έκλεψαν δυο συλλαβές, μήπως δεν κατάλαβα καλά; Δεν μύριζε όμορφα η στιγμή, εμετικά μπλεγμένα όλα. Ήθελε να μην κοιτάει πια τα δέντρα, ήθελε να γίνει δέντρο, να σταθεί δίπλα τους, να τον φρεσκάρει κι αυτόν το ψιλόβροχο.
Όσο ψιλή κι αν ήταν η βροχή, πάνω του έπεφτε.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης την βρίσκει στη βροχή οπότε θα γράφει πολύ για αυτήν με κάθε ευκαιρία. Αν δεν σας αρέσει, παρ’τε ομπρέλα. Το πρώτο μέρος αυτής της ιστορίας βρίσκεται εδώ.