20 χρόνια χωρίς την Αλίκη Βουγιουκλάκη, 20 άγνωστες ιστορίες για την Αλίκη, όπως την γνώρισε και την έζησε ο στιχουργός Γιώργος Παυριανός… Είκοσι ιστορίες για τη δόξα της Ελλάδος.
(φωτό επάνω: Τάσος Βρεττός)
1. Στο καμαρίνι του Γιώργου Μαρίνου. Είμαι 20 χρονών, έχω γράψει το πρώτο μου τραγούδι, την διασκευή στα ελληνικά του Walk on the wild sideκαι πηγαίνω κάθε βράδυ στη “Μέδουσα”, κάθομαι και τον χαζεύω να το τραγουδάει συγκλονιστικά. Μπαίνει η Αλίκη μαζί με τον Βλάση Μπονάτσο. Φοράει ένα κομψό μπλε ταγιέρ, κρατάει ένα ασημένιο κομπολόι που το παίζει μάγκικα, τινάζει με φιλαρέσκεια τα ξανθά της μαλλιά, τα τσαχπίνικα μάτια με τις τεράστιες ψεύτικες βλεφαρίδες ανοιγοκλείνουν σαν φτερά πεταλούδας. “Καλά, Παύρη, το τραγούδι είναι τέλειο! Είναι φο-βε-ρό!” λέει ο Βλάσης. “Αλίκη να σου συστήσω τον Γιώργο Παυριανό. Είναι ένας νέος ταλαντούχος στιχουργός” κάνει τις συστάσεις ο Μαρίνος. Απλώνει το χεράκι της, σκύβω και το φιλώ “Γιατί σε λένε Παύρη;”με ρωτάει. “Από το Παυριανός, για συντομία” “Α, όπως εμένα με λένε Βουγιούκλω! Χαίρω πολύ. Ο Βλάσης μου έχει πει τα καλύτερα λόγια για σένα. Ετοιμάζω το “Βίκτορ-Βικτορια” και θέλω στίχους για τα τραγούδια. Γράψε το τηλέφωνό μου” “Ε, όχι και να μας πάρεις τους συνεργάτες βρε Αλίκη!” διαμαρτύρεται μισοαστεία-μισοσοβαρά ο Μαρίνος, αλλά εγώ έχω ορμήσει, έχω πάρει ένα στυλό και σημειώνω επάνω στην παλάμη μου το τηλέφωνο 7237771…
2. Στο σπίτι της Αλίκης, στη Στησιχόρου 3. Χτυπάω το κουδούνι, μου ανοίγει η πιστή της Νότα Κονοπίση, “έλα, σε περιμένει, από εδώ στην κρεβατοκάμαρα” μου λέει. Ανοίγω την πόρτα, είναι κουλουριασμένη πάνω στο τεράστιο μπαρόκ κρεββάτι και μιλάει στο τηλέφωνο. Φοράει ένα ροζ μπουρνούζι, τα ξανθά μαλλιά είναι τραβηγμένα πίσω, οι υπέροχες βλεφαρίδες έχουν εξαφανιστεί, τα χείλη είναι άβαφα. Κάθομαι και την χαζεύω. “Τι κοιτάς; Tα μάτια μου; To ξέρω, είναι σαν κουμπότρυπες. Και το στόμα μου, είναι μικρό. Είμαι και κοντή, απορώ κι εγώ μερικές φορές πως έχω γίνει σταρ!”
3. Μιλάμε για το “Βίκτoρ-Βικτόρια”. Βλέπουμε στο βίντεο την ταινία, μου δείχνει τα σημεία που θέλει να μπουν τραγούδια, πηγαίνει στην κουζίνα και φτιάχνει σαντουιτσάκια, περπατάει ξυπόλητη, μου βάζει να ακούσω τις μουσικές του Θάνου Μικρούτσικου, γενικά συμπεριφέρεται σαν να είμαστε παλιοί συνεργάτες. Κάποια στιγμή θέλω να πάω στο μπάνιο. “Πήγαινε στο δικό μου” μου λέει με ένα πονηρό χαμόγελο. Μπαίνω στο μπάνιο, και βλέπω πάνω από τη λεκάνη, φωτογραφίες με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Βγαίνω έξω σκασμένος στα γέλια. “Γιατί έχεις βάλει πάνω από τη λεκάνη τις φωτογραφίες;” “Εκεί βάζει η Αλίκη όλους τους τέως!” μου απαντάει.
4. Μπαίνει ο Βλάσης. Σηκώνεται από το κρεβάτι, τον αγκαλιάζει, τον φιλάει, “πώς σε λένε;” τον ρωτάει. “Βλάση…” “Θα βάλω το γαϊδούρι μου να κλάσει!” του λέει σκασμένη στα γέλια.
5. Καταχρήσεις και βότκες με τον Βλάση. Η Αλίκη μας παρακολουθεί ενοχλημένη που δεν της δίνουμε σημασία. “Πώς αισθάνεστε τώρα; Είστε χάι;” ρωτάει με απορία. “Ναι, έμαθες τώρα και το χάι…” λέει ο Βλάσης. “Εσύ μου το έμαθες Βλασούλη μου” ” Θες να γίνεις πιο χάι;” “Εγώ είμαι συνέχεια στην πρίζα, Βλάση μου! Και μάλιστα τζάμπα, όχι με αυτό το πράγμα που κάνει τόσα λεφτά!”
6. Στην κουζίνα της Αλίκης. Συζητάμε για την αμοιβή μου. Δίπλα η Νότα τηγανίζει μπακαλιαράκια. “Θα σου δώσω 50.000 δραχμές για κάθε τραγούδι” μου ανακοινώνει. Είναι πολύ καλά λεφτά για ένα νέο στιχουργό. “Αλλά θα τα κάνεις υπέροχα, θέλω να γίνουν σουξέ!” συμπληρώνει, απλώνει το χέρι, παίρνει ένα μπακαλιαράκι, το καθαρίζει και με ταϊζει στο στόμα. “Αλίκη, έστειλε ο Κρικέλας ένα κουτί χαβιάρι” της λέει η Νότα. “Λατρεύω το χαβιάρι.” λέω εγώ. Ανοίγει το κουτί, είναι Beluga, παίρνει ένα ψωμάκι, βάζει επάνω μια μεγάλη κουταλιά χαβιάρι, στάζει λίγο λεμόνι και συνεχίζει να με ταϊζει σαν μωρό. “Όταν εκεί έξω θα σου λένε ότι η Αλίκη είναι τσιγκούνα, εσύ θα τους λες ότι σε τάιζε μπακαλιαράκια και χαβιάρι με τα χεράκια της. Κατάλαβες μικρέ μου Παύρη;” μου λέει και μου δίνει άλλη μια μπουκιά.
7. Ο Βλάσης κοιμάται στον καναπέ, η Αλίκη προσπαθεί να με υπνωτίσει. “Θέλω ένα τραγούδι που να λέει ότι είμαι μόνη μου στην κορυφή και δεν μπορώ να βρω έναν άντρα να αγαπήσω. Γιατί εγώ μικρέ μου Παύρη είμαι και θηλυκό, είμαι όμως και αντράκι. Έχω τσαγανό. Είμαι συνέχεια στην μπρίζα και… Μπαίνει η Νότα “είναι ο Μουρατίδης στο τηλέφωνο” της λέει, πάει στο τηλέφωνο, επιστρέφει, την ακολουθεί η Νότα. “Πρέπει να κόψω τα μαλλιά μου για το έργο και ο Μουρατίδης θέλει να κάνουμε φωτογράφιση και να μοιράσει σε 10 αναγνώστριες της “Μανίνας” μια τούφα από τα μαλλιά μου”. “Χριστός κι Απόστολος!” σταυροκοπιέται η Νότα “Όχι Αλικάκι μου, θα σου κάνουν μάγια!” “Είναι πολύ πίσω τα άτομα…” μονολογεί ο Βλάσης που έχει ξυπνήσει και ακούει το διάλογο.
8. Στο “Εργοστάσιο”, στη ντισκοτέκ της μόδας της δεκαετίας του ΄80, γίνεται πάρτυ. Είναι εδώ η Μελίνα Μερκούρη και η Αλίκη. Κάποια στιγμή η Αλίκη σηκώνεται και πάει στις τουαλέτες. “Δεν μπορώ να σας βάλω στις γυναικείες” της λέει η Έλενα η τζουρατζού. “Είναι η Μελίνα μέσα”. Η Αλίκη τα χάνει προς στιγμήν, γυρνάει, με κοιτάει “Καλά, μην διακόψουμε την Μελίνα. Εμείς θα πάμε στις αντρικές” λέει χαμογελώντας στην Έλενα και μπαίνει μέσα. Μετά από λίγο πετάγονται αλαφιασμένες δύο αδελφές. “Μωρή αυτή που μπήκε μέσα ποια τραβεστί είναι;” ρωτάει η μία. “Δεν ξέρω χρυσή μου! Πρώτη φορά την βλέπω! Και είναι ολόιδια η Αλίκη!” της απαντάει η άλλη.
9. Μπιρίμπα στο σαλόνι της Αλίκης. Ο Σωκράτης Καλκάνης, η Ζωή Λάσκαρη, η Αλίκη κι εγώ. Τραβάμε χαρτί για να δούμε τα ζευγάρια και βγαίνει η Αλίκη κι εγώ, ο Σωκράτης και η Ζωή. “Πρόσεξε καλά μικρέ Παύρη, πρέπει να νικήσουμε!” μου λέει και αρχίζουμε να παίζουμε. Μας κατατροπώνουν η Ζωή και ο Σωκράτης. Είναι έξαλλη, μου λέει πως φταίω εγώ που ρίχνω τα ατού κάτω, τα χέρια μου έχουν ιδρώσει, κάποια στιγμή πιάνει ένα ιδρωμένο χαρτί που έχω πετάξει, “δεν φτάνει που χάνουμε, μου κατέστρεψες και την τράπουλα!” λέει νευριασμένη. Το παιχνίδι τελειώνει και πάμε στην τραπεζαρία να φάμε. Στα πιάτα των άλλων έχει σερβιριστεί φιλέτο, στο δικό μου ψωμί και τυρί! Την κοιτάω απορημένος, “Δεν μου αρέσει να χάνω…” λέει και μου γυρίζει την πλάτη.
10. Χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει η μάνα μου, την βλέπω να μιλάει, έρχεται προς το μέρος μου “Ποιος είναι;” τη ρωτάω. “Ή Βουγιουκλάκη!” μου λέει με ύφος. Και κολλητά “Άκου παιδί μου, ξέρω πόσο φαντασμένος είσαι, αλλά να βάζεις τις φίλες σου να μιμούνται την Βουγιουκλάκη για να μου κάνεις φιγούρα, ε, αυτό είναι άνω ποταμών!” “Όχι μαμά, είναι η πραγματική Βουγιουκλάκη, της γράφω τραγούδια για μια παράσταση..” Γυρνάει, με κοιτάει, “Δεν πας να σε δει κανάς γιατρός;” μου λέει και πάει στην κουζίνα.
11. Πάω στην πρόβα, στο θέατρο. Έχω γράψει δύο τραγούδια, “Τις νύχτες που κυκλοφορώ” και το “Γαρύφαλλο” αλλά το δικό της τραγούδι ακόμα δεν το έχω βρει. Πρέπει να γράψω πάνω στη μουσική του Θάνου Μικρούτσικου, η δυσκολία είναι διπλή. Στο μεταξύ πάνε για πρεμιέρα, δεν πρέπει να καθυστερήσω άλλο. Με πιάνει και με κλειδώνει στο καμαρίνι της μαζί με ένα μπουκάλι ουίσκι. “Δεν θα βγεις από εκεί, αν δεν έχεις τελειώσει το τραγούδι” μου λέει και αφήνει την Νότα από έξω για φύλακα. Κάθομαι σε ένα τραπεζάκι και περιεργάζομαι το καμαρίνι. Μπροστά στον καθρέφτη χιλιάδες μπουκαλάκια, κρέμες, σκιές ματιών, βλεφαρίδες, κραγιόν, μέικ απ. Στους τοίχους, η “Αλίκη Δικτάτωρ”, η “Αλίκη στο Ναυτικό”, η “Μανταλένα”. Ανοίγω το ουίσκι και αρχίζω να γράφω και να πίνω, να πίνω και να γράφω. Μετά από πολλές ώρες το βρίσκω. Το τραγούδι θα λέγεται “Ο άντρας της ζωής μου είμαι εγώ”.
12.Οι παραστάσεις του “Βίκτορ-Βικτορια” αρχίζουν, φτάνει η ώρα της πληρωμής. “Λοιπόν, 4 τραγούδια επί 40.000 το τραγούδι, μας κάνουν 160.000.” μου λέει. “Αλίκη είχαμε πει 50.000 το τραγούδι…” διαμαρτύρομαι. “Εντάξει, εντάξει είναι…” μου απαντάει με ένα γλυκό χαμόγελο. “και το χαβιαράκι σου έφαγες και τις καταχρήσεις σου έκανες με τον Βλασούλη, και τα τσιγαράκια σου κάπνισες, εντάξει είναι 40.000”!
13. “Δώσε μου ένα αυτόγραφο να σε θυμάμαι” της λέω μια μέρα στο καμαρίνι. Πήρε μια φωτογραφία από την παράσταση και έγραψε από πίσω “Είμαι άνδρας προχωρημένος σαν κι εσένα μικρέ Παύρη. Victor”.
14. Στο στούντιο του Τάκη Διαμαντόπουλου. Φωτογράφιση για τα “Πρόσωπα”, το ασπρόμαυρο περιοδικό του Άρη Δαβαράκη. Ο Τάκης Τσαντίλης σκέφτηκε να την φωτογραφήσουμε για πρώτη φορά με μαύρη περούκα. “Παύρη να είσαι έτοιμος με τα παγάκια” με έχει διατάξει και μου έχει δείξει πώς να βάλω τα παγάκια σε μια πετσέτα, να την στρίψω σφιχτά και να την κοπανήσω μέχρι ο πάγος να θρυμματιστεί. Αφήνεται στα έμπειρα χέρια του Νίκου Μπιτζάνη για το μακιγιάζ. Ο Νίκος για να την χαλαρώσει, της τραγουδάει το “Νιάου βρε γατούλα” ανάποδα: “Mια ροφά κι ένα ροκέ, γέπη η τάγα στο ροχό, κι απ΄την λιπό ραχά σεκούνου την ραού, σεκούνου την ραού…Ατσ-ατσ-ατς! Ατσ-ατσ-ατς!” Η Αλίκη γελάει και όταν τελειώνει το μακιγιάζ “Παύρη, παγάκια!” φωνάζει, τρέχω με την πετσέτα, την ακουμπά επιδέξια στο πρόσωπο χωρίς να χαλάσει το μακιγιάζ. ” Ο καλύτερος τρόπος για να φύγει το πρήξιμο και να σταθεροποιηθεί το μακιγιάζ” μου εξηγεί.
15. Καθόμαστε στον καναπέ, η Αλίκη έχει χωρίσει με τον Βλάση και με βάζει να τον πάρω τηλέφωνο. Ο Βλάσης την καταλαβαίνει τη δουλειά “Είναι και η Αλίκη μαζί σου;” με ρωτάει γελώντας. “Ναι, να στη δώσω να της πεις μια καλησπέρα” λέω εγώ. “Πες της καληνύχτα!” μου απαντάει και κλείνει. ” Τον πήξο, τον δήξο, που εγώ έκανα τόσα για αυτόν, που τον έβαλα να παίξει δίπλα μου…” ξεσπάει η Αλίκη. Και ξαφνικά σταμάταει, πιάνει ένα πράσινο μαξιλαράκι από τον καναπέ, το φέρνει κοντά στο πρόσωπό της, “Μου πάει αυτό το χρώμα;” με ρωτάει, στέκεται ακίνητη και χαμογελαστή για λίγο, σαν να την βγάζουν φωτογραφία, μετά πετάει το μαξιλάρι και ξαναρχίζει τον θρήνο “Θα δει όμως τι έχει να πάθει, μια Αλίκη δεν την αφήνουν έτσι…” Κυλιέμαι στο πάτωμα από τα γέλια.
16. Διάλογος Αλίκης-Χατζιδάκι: “Μανούλι θέλω να μου κάνεις ένα τραγούδι σαν τα παλιά” “Άσε βρε Αλίκη, το “Νιάου ρε γατούλα” το πλήρωσα ακριβά” ” Ναι, αλλά το πληρώθηκες και ακριβά!”
17. Από κάποια κακοτεχνία, το τζάκι της Αλίκης πιάνει φωτιά και αναγκάζεται να αφήσει για λίγο το διαμέρισμα στη Στησιχόρου. Μένει στο Meridien και τώρα πια είναι με τον Κώστα Σπυρόπουλο. Πηγαίνω για μια φωτογράφιση, χτυπάω, μου ανοίγει με το μπουρνούζι, με οδηγεί στην κρεβατοκάμαρα, στο κρεβάτι κοιμάται γυμνός ο Κώστας. Τραβάει το σεντόνι σιγά-σιγά, τα κάλλη του αποκαλύπτονται και είναι πράγματι εντυπωσιακά. Ο Σπυρόπουλος συνεχίζει να κοιμάται, βγαίνουμε έξω από το δωμάτιο, “και όταν συναντήσεις τον φίλο σου τον Βλάση, να του πεις ότι βρήκα νεότερο και μεγαλύτερο” μου λέει θριαμβευτικά. Δεν καταλαβαίνω τι λέει, την κοιτάω απορημένος “νεότερο στην ηλικία και μεγαλύτερο στο μήκος” μου λέει πονηρά και παραγγέλνει πρωινό.
18. “Τι κάνεις μικρέ Παύρη; Η Αλίκη είμαι..” “Αλίκη μου! Πώς είσαι;” “Mας έχεις ξεχάσει… Έμαθα ότι τώρα κάνεις παρέα με την Μιμή Ντενίση…” “Ναι αλλά εσένα δεν μπορεί να σε ξεχάσει κανείς. Έχω μια ιδέα. Να παίξετε μαζί και να κάνετε εναλλάξ την Μαρία Στιούαρτ και την βασίλισσα Ελισάβετ. Στην μία παράσταση θα αποκεφαλίζεις εσύ την Μιμή και στην άλλη θα σε αποκεφαλίζει αυτή. Όπως καταλαβαίνεις το κοινό θα δει το έργο δύο φορές. Πώς σου φαίνεται;” “Aν είναι να με αποκεφαλίζει η Μιμή στην απογευματινή κι εγώ στην βραδινή, το συζητάω…”
19. Παίζει τη ” Μελωδία της Ευτυχίας”. Μετά την παράσταση πηγαίνουμε μαζί με την αδελφή μου και την ανιψιά μου στο καμαρίνι. “Παύρη μου δεν θα μπορέσει να σε δεχτεί, είναι κουρασμένη” μου λέει η Νότα. “Αφού μιλήσαμε στο τηλέφωνο και μου είπε ότι μας περιμένει. Δεν θα την κουράσουμε, μια αναμνηστική φωτογραφία θέλουμε να βγάλουμε ” “Περίμενε να δω”. Μπαίνει μέσα, ξαναβγαίνει “Καλά, περίμενε να φύγει πρώτα ο κόσμος και θα σας δεχτεί”. Μπαίνουμε, πρώτη φορά την βλέπω κουρασμένη, “κούκλα είσαι! κούκλα!” της λέω και σκύβω να την φιλήσω. “Πανούκλα είμαι, αλλά τέλος πάντων, ας βγάλουμε την φωτογραφία με τη μικρή. Έλα κι εσύ να βγάλουμε μια φωτογραφία μαζί” “Μια άλλη φορά, δεν θα χαθούμε” λέω και βάζω τη μικρή Αννούλα δίπλα της. Η αδελφή μου βγάζει τη φωτογραφία και αν προσέξετε, πίσω από το Αλικάκι είμαι εγώ με το μαύρο μου το καπελάκι…
20. Περιμένουμε την Αλίκη έξω από το θέατρό της, στην Αμερικής, ο Γιώργος Πανόπουλος, η Σοφία Κιντή κι εγώ. Θα πάμε σε ένα πάρτι. Βγαίνει, κομψή, τσαχπίνα, χαμογελαστή “Γεια σας παίδες!” μας λέει μάγκικα.” Πού είναι το όχημα;” “Δεν έχουμε όχημα” της λέω εγώ, “θα πάρουμε ταξί” “Ωραία” λέει και σηκώνει το χέρι και σταματάει το χειρότερο ταξί του κόσμου. Βρόμικο, παλιό, με άθλια καθίσματα, χάλια. Ο οδηγός έχει βάλει μια κουρελού στο κάθισμά του, μπροστά στο παρμπρίζ κρέμονται σταυροί, τάματα και ευζωνάκια. “Ασε Αλίκη, θα πάρουμε άλλο ταξί” λέω εγώ. “Γιατί μικρέ μου Παύρη; Aυτό το ταξί είναι σαν την Ελλάδα. Σαράβαλο, αλλά ακόμα αντέχει. Μπείτε όλοι πίσω! Στριμωχτήκαμε κι οι τρεις στο πίσω κάθισμα, αυτή μπήκε μπροστά, χαμογέλασε στον εμβρόντητο οδηγό, άνοιξε το παράθυρο, ένα αεράκι ανέμισε τα ξανθά της μαλλιά, κι ενώ το ταξί ξεκίνησε αγκομαχώντας, άρχισε να τραγουδάει: “Tράβα μπρος και μη σε μέλλει, θάρρος η ζωή μας θέλει κι είναι πάντοτε ωραία, η ελπίδα για παρέα…”