Μπορείς να ζήσεις μια ζωή στην άσφαλτο. Κάθε περιστροφή της ρόδας σου σαν χτύπος καρδιάς. Κάθε φρενάρισμα χαράσσει το δισκόφρενο σαν τις ρυτίδες στο μέτωπό σου καθώς γερνάς στον δρόμο. Έχω δουλέψει σε φάσεις που απαιτούσαν να κάνω όλη τη χώρα κόσκινο στο τιμόνι τις ημέρες και να κοιμάμαι ανάμεσα σε σεντόνια ξενοδοχείων βαριά από τα φαντάσματα όσων πηδήχτηκαν ή έκλαψαν σε αυτά πριν από εμένα. Εξάτμιζα τις φοβίες μου με το αλκοόλ στο μίνι μπαρ, λιποθυμούσα στο μαξιλάρι και γέμιζα το πρωί την κοιλιά μου με μπέιικον στον μπουφέ και το αμάξι με βενζίνη πριν ξαναβγούμε στην εθνική.
“Δεν θέλω να κοιμηθούμε μαζί” είπε ξαφνικά.
-ΟΚ. Απάντησα νομίζοντας ότι εννοούσε το σεξ.
“Εννοώ ούτε καν αγκαλιά μαζί.”
Α, το χόντρυνε το πράγμα. Μπερδεύτηκα λίγο, μου έφυγε το τιμόνι και πέρασα ξυστά από τα ξερόχορτα στην άκρη του δρόμου, τραντάχτηκε λίγο το όχημα καθώς ξαναμπήκα στη λωρίδα σωστά. Νομίζω με την άκρη του ματιού μου είδα έναν κλέφτη – το φυτό – και νομίζω έφυγαν σαν μικρά αλεξίπτωτα τα σπόρια του από τη μανούβρα μου. Έφυγαν ψηλά σε αργή κίνηση κάπως στο μυαλό μου. Μπήκα δεξιά να ξεκουραστώ. Ένα αεροπλάνο περνούσε από πάνω μας. Καθώς πέρασε και η σκιά του αυτή πέταξε πέτρα. Στη σκιά. Του αεροπλάνου. Οι ζωές μας ήταν ευαίσθητες σαν φρέσκο αυγό πεταλούδας, ευάλωτες σε όλους όσους μας κυνηγούσαν σίγουρα πια. Το μάτι του Λύκου δεν θα ξανάμπαινε ποτέ γιατί είχε καταστρέψει μάλλον και το κρανίο του με τα μολύβια. Αλλά την έβλεπα να κάνει σοβαρότατα ιδεατή τρομοκρατική επίθεση σε όχημα που πηγαίνει με χίλια χιλιόμετρα την ώρα δέκα χιλιάδες μέτρα πιο ψηλά από εμάς.
Έκλεισα λίγο τα μάτια να ευχαριστηθώ την αίσθηση του ήλιου στο δέρμα μου. Αυτή ίσως να φωτίζεται από την αντανάκλαση του φεγγαριού δεν μοιάζουμε σα να είμαστε στο ίδιο πλάνο. Έχουν βρει οι αστρονόμοι περίπου πενήντα πλανήτες στο διάστημα στη σωστή απόσταση από τον ήλιο για να υποστηρίξουν ζωή. Αλλά μόνο σε αυτόν μπορώ να την χαζεύω όπως είναι τώρα, ελεύθερη και γεμάτη ενέργεια, απρόσμενα οργανωμένη και περιποιημένη ξαφνικά, παρά όσα πέρασε πριν λίγο, παρά το μάτι στο μολύβι. Καθόταν στο χορτάρι και το χάιδευε. Το χτένιζε, σα να ίσιωνε το καθένα, σα να το έστριβε να δει τον ήλιο καλύτερα, να φορτίσει κι αυτό ενέργεια όπως αυτή. Γύρισε και με κοίταξε:
“Θέλεις να έρθεις κι εσύ εδώ στον ήλιο;”
Έχω την πολύ κακή συνήθεια να λέω συχνά “ναι, αλλά…” Το ξέρω, είναι κουραστικό. Μερικοί άνθρωποι γύρω μου με έχουν μάθει έτσι, άλλοι όμως ενοχλούνται. Το “ναι, αλλά” είναι αφοριστικό με τον ύπουλο τρόπο του χειριστικού σωβινιστή. Πρέπει να το κόψω. Δεν μπορώ να αλλάξω το μυαλό μου αλλά μπορώ να αλλάξω τον τρόπο που το εκφράζω.
-Ναι. Και…
Βγήκα από το αμάξι να κάτσω δίπλα της αλλά μου ήρθε μια σταγόνα. Όσο κοιτούσαμε τον ήλιο με τα χορτάρια, από πίσω σύννεφα είχαν έρθει γρήγορα και μια χοντρή απόδειξή τους έσκασε στο μέτωπό μου. Η βροχή ίσως χάνεται στα δέντρα και τις ρίζες των φυτών κατά κάποιον τρόπο. Όσο προσεκτικά κι αν την κοιτάς, αν και ξέρεις ότι είναι πολύ νερό, δύσκολα θα βρεις που χάνεται όταν είσαι στη φύση. Στην πόλη όλα είναι ξεκάθαρα, βουλώνουν, φράζουν, τρέχουν τα νερά στους δρόμους. Αλλά τα δέντρα, ο κορμός, τα φύλλα, ακόμα και τα πεσμένα φύλλα δείχνουν σαν να το απολαμβάνουν, να το ρουφάνε, να ζωντανεύουν. Βρέχει και μάλλον κάθε στιγμή έτσι είναι τελικά. Πριν την αντιληφθείς κανονικά, πριν την κατηγοριοποιήσεις, πριν προλάβεις να σκεφτείς ότι μοιάζει με μια άλλη στιγμή ή να την απορρίψεις ως μη ιδιαίτερη, πρώτα πρέπει να γευτείς τη σταγόνα στο μέτωπο καθώς στάζει στο στόμα. Τι είπε; Τι άκουσα; Τι κατάλαβα; Δεν θέλω να κοιτάω πια τα δέντρα. Θέλω να είμαι δέντρο, να ρουφάω την βροχή κι εγώ.
Έκατσα δίπλα της. Ατάραχη από την βροχή βέβαια αυτή.
“Ναι θέλω να κάτσω δίπλα σου.”
Χωρίς “αλλά” και το “και” θα το δούμε στην πορεία.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης λέει συχνά “ναι, αλλά”. Καθότι μέγιστος συγγραφέας παγκοσμίου φήμης, κάτι θα ξέρει. Μάλλον για ξεκάρφωμα εδώ τα λέει αλλιώς.