Ο γιατρός γύρισε να βρει κάτι στο γραφείο του και με άφησε γυμνό να αναρωτιέμαι τι γίνεται. Σήκωσε το κεφάλι και είδα ότι κρατούσε δυο γάντια. Ξεκίνησε να φορέσει το ένα. Του άρπαξα το άλλο και το φόρεσα πρώτος. Βραχυκύκλωσε. Πριν προλάβει να αντιδράσει πετάχτηκα πίσω από το παραβάν και φόρεσα κι εγώ μια ιατρική ποδιά.
“Όλοι ίδιοι μου μοιάζετε οι γιατροί”, είπα με σοβαρή και μπάσα φωνή.
“Ναι…” τραύλισε. “Τώρα που το λες….”
“Όσο το σκέφτομαι δεν ξέρω καν ποιος είμαι εγώ και ποιος εσύ.”
“Υπερβάλλεις”
Πήρα μια ντουντούκα από το τραπέζι και φώναξα “εγώ ποτέ δεν υπερβάλλω!”
Μάλλον τον κούφανα. Πολλαπλά. Έδειχνε αποπροσανατολισμένος. Ξεκίνησε προς την πόρτα.
“Πενήντα ευρώ παρακαλώ.” Μου τα έδωσε.
“Ορίστε. Ευχαριστώ γιατρέ.”
“Να πάμε για καφέ καμιά μέρα” είπα με άνεση ενώ ταυτόχρονα του έβγαζα την ποδιά και το στηθοσκόπιο.
“Ναι βέβαια γιατρέ μου,”
Σιγά μην τον ξαναδώ ποτέ. Ποτέ δεν βγαίνω με ασθενείς. Έκατσα στην δερμάτινη καρέκλα του. Αναπαυτική ήταν. Πήρα το σάντουιτς που είχε αφήσει. Χάιδεψα τον σκύλο του που καθόταν υπομονετικά κάτω στο πλούσιο χαλί. Πείναγα. Ξεκίνησα να το φάω. Με κοίταξε ο σκύλος. Έκοψα μια γωνιά από το σάντουιτς. Έδωσα στον σκύλο το υπόλοιπο.
“Σκύλε, ξέρεις τα τρία μυστικά κάθε πετυχημένου ανθρώπου;”
Ο σκύλος έγλειφε ακόμα τα χείλια του από το σάντουιτς.
“1. Μην 2. Λες 3. Μυστικά.”