Sylvia Plath
Ο ουρανός της νύχτας είναι σαν ένα φύλλο καρμπόν,
Μπλε – μαύρο , με τις πυκνοσημαδεμένες περιοχές των αστεριών
Που αφήνουν το φως να περνά, από τρύπα σε τρύπα–
Ένα φως οστέινο, λευκό σαν θάνατος, πίσω από κάθε πράγμα.
Κάτω απ` τα μάτια των αστεριών και του φεγγαριού το δαχτυλίδι
Υπομένει την έρημο του προσκεφαλιού του, η αυπνία
Απλώνει την λεπτή , ερεθιστική της άμμο προς όλες τις κατευθύνσεις
Ξανά και ξανά, η παλιά, κοκκώδης ταινία
Προβάλλει ντροπές – τις βροχερές ημέρες
Της παιδικής ηλικίας και εφηβείας, κολλώδεις από όνειρα,
Γονικά πρόσωπα πάνω σε ψηλά εδρανα, εναλλάξ αυστηρά και βουρκωμένα,
Ένας κήπος άρρωστα τριαντάφυλλα που του έφερναν κλάμμα.
Το μέτωπό του ανώμαλο σαν τσουβάλι με πέτρες.
Οι αναμνήσεις σπρώχνονται να βγουν στην επιφάνεια σαν ξεπερασμένοι σταρ του σινεμά
Έχει πια ανοσία στα χάπια : κόκκινα , μωβ, μπλε-
Πως φωτίζουν την πλήξη ενός απογεύματος που δε λέει να περάσει!
Αυτοί οι ζαχαρένιοι πλανήτες, που η επίδρασή τους κέρδισε γι` αυτόν
Μια ζωή βαπτισμένη στη μη ζωή για λίγο,
Και το γλυκό, ναρκωμένο ξύπνημα ενός επιλήσμονος βρέφους.
Τώρα τα χάπια είναι εξαντλημένα και ανόητα σαν κλασσικοί θεοί.
Τα χαζά νυσταλέα τους χρώματα δεν τον ωφελούν.
Το κεφάλι του είναι ένας μικρός χώρος από γκρίζους καθρέφτες.
Κάθε χειρονομία δραπετεύει ακαριαία σε ένα σοκκάκι
Από συρρικνούμενες προοπτικές και η σημασία του
Στραγγίζεται σα νερό έξω από την οπή στην άλλη άκρη.
Ζει εκτεθειμένος σε ένα ξεσκέπαστο δωμάτιο,
Οι γυμνές σχισμές των ματιών του πέτρωσαν ορθάνοιχτες
Στο ακατάπαυστο ασταποβόλο πετάρισμα των καταστάσεων.
Οληνυχτίς, στην γρανιτένια αυλή, αόρατες γάτες
Ούρλιαζαν σαν γυναίκες, ή σαν κατεστραμένα όργανα.
Μπορεί κιόλας να νιώσει το φως της μέρας, τη λευκή του αρρώστια,
Να ξεπροβάλλει έρποντας μ` ένα καπέλο γεμάτο ασήμαντες επαναλήψεις.
Η πόλη είναι ένας χάρτης με χαρούμενους σφυριχτές τώρα,
Και παντού άνθρωποι, με τα μάτια τους διάφανα –ασημί και άδεια,
Καλπάζουν προς τις δουλειές τους στη σειρά, λες κι έχουν πρόσφατα υποστεί πλύση εγκεφάλου.