ΠΡΩΤΑ ΕΙΔΑ ΤΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ. ΗΜΟΥΝΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ παγετώνες μέσα στην κοιλιά της μάνας μου, θέλησα να κρατηθώ, άδραξα τον πάγο, γλίστρησα, βρέθηκα στην ίδια θέση, χτύπησα, δεν ακούσε κανένας.
Οι στρατιώτες έβγαλαν τις χλένες τους, που ως τώρα είχαν φορεθεί από ενενήντα χιλιάδες νεκρούς και ζωντανούς στρατιώτες. Οι χλένες μύριζαν ενενήντα χιλιάδες νεκρούς και ζωντανούς στρατιώτες και είχαν ήδη κρεμαστεί στα τσιγκέλια. «Δώστε μια θέση στην έγκυο», είπε ένας στρατιώτης. Τα μαλλιά της γυναίκας που καθόταν δίπλα στη μαμά μου είχαν ασπρίσει σε μια νύχτα. Τη νύχτα που άκουσε ότι πέθανε ο αδελφός της. Είχε μονάχα έναν αδελφό κι έναν άντρα που δεν τον αγαπούσε. Αργότερα τη γυναίκα αυτή τη φώναζα «θεία Μπαμπάκω», και μερικές φορές, όταν της άνοιγα την πόρτα, την άκουγα να λέει: «Μωρή, όταν σας παρέδωσα εσένα και τη μάνα σου στους στρατιώτες στο τρένο, εσύ ήσουνα ακόμα ένα μικρό σκατουλάκι στην κοιλιά της μάνας σου».
Η θεία Μπαμπάκω είπε στους στρατιώτες: «Προσέξτε τη γυναίκα σαν τα μάτια σας. Είναι κι ο άντρας της στρατιώτης. Γυρίζει στο πατρικό της για να γεννήσει. Αν τη φροντίσετε, θα φροντίζει κι ο Θεός τις μανάδες και τις αδελφές σας».
Ακούστηκε το σφύριγμα του τρένου, η θεία Μπαμπάκω κατέβηκε και φώναξε έξω απ’ το παράθυρο: «Φατμάααα” και σηκώθηκε. Η μαμά μου άνοιξε τα μάτια της. Αντίκρυ της κάθονταν τέσσερις στρατιώτες, όλοι τους κρατούσαν από ένα τσιγάρο ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο· βυθισμένοι στις υγρές χλένες τους, κάπνιζαν το τσιγάρο τους και κοιτούσαν σιωπηλά την έγκυο. Κάποιος χτύπησε το τζάμι. Ο νερουλάς. Ο πρώτος στρατιώτης κατέβασε το τζάμι, αγόρασε νερό, έδωσε στη μαμά μου, η μαμά μου το ήπιε, κι εγώ μέσα στην κοιλιά της είπα: Εδώ έχει νερό με το παραπάνω, θα πνιγώ πριν δω τον πατέρα μου. Δε δίνεις τίποτα φαγώσιμο; Δεν ήρθε τίποτα, δάγκωσα ένα κορδόνι και είδα τη μαμά μου να δαγκώνει το χείλι της. Ένας στρατιώτης άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και είπε: «Τι είναι, αδελφή; Έχεις κάτι;» Η μαμά μου είπε: «Όχι. Κάνει κρύο εδώ». Εγώ στην κοιλιά της είπα: Κι εδώ κάνει κρύο και είναι σκοτεινά και βρεγμένα και χτυπάω συνέχεια το κεφάλι μου κάπου. Οι στρατιώτες έκλεισαν το τζάμι κι ένας τους έριξε τη χλένη του πάνω στην κοιλιά της μαμάς μου.
Λιποθύμησα και συνήλθα μια μέρα του Αυγούστου, κι αμέσως έκλαψα. Ήθελα να γυρίσω πίσω στο δωμάτιο με το νερό, να δω τη συνέχεια του έργου με τους στρατιώτες, η ταινία είχε κοπεί, πού ήταν οι στρατιώτες;
Το καινούριο δωμάτιο ήταν πολύ φωτεινό και ψηλοτάβανο, ένα σωρό γυναίκες ήταν καθισμένες και μια μέλισσα κοιτούσε απ’ το παράθυρο εμένα, τα πόδια μου. «Πάλι βγάζει τα πόδια του απ’ την κούνια». Η μαμά μου μου είπε πως ο μπαμπάς μου δε συμπαθεί τα νεογέννητα, γιατί μοιάζουν, λέει, με γατάκια, περνώντας όμως κοίταξε τυχαία προς τη μεριά του παιδιού και κόλλησε η ματιά του πάνω του. «Αμάν, Φατμά, τι όμορφο παιδί είναι αυτό;» είπε. Ύστερα από τα λόγια αυτά οι γυναίκες έφυγαν. Ανέβηκαν στην επίπεδη στέγη και άπλωσαν πάνω σε βαμβακερά πανιά στάρι να στεγνώσει. Όλες, και οι πέντε, ήταν γυναίκες του παππού μου, μονάχα η μαμά της μαμάς μου δεν ήταν ανάμεσά τους, γιατί εκείνη έπρεπε να πεθάνει πολύ νέα. Καθώς οι πέντε γυναίκες ήταν σκυμμένες κι άπλωναν το στάρι πάνω στα πανιά, είδα τα πισινά τους να πηγαινοέρχονται και ν’ ανεβοκατεβαίνουν σαν πέντε πανσέληνοι κολλημένες η μία δίπλα στην άλλη. Καθώς τα πουλιά στον ουρανό, κοντά στα στάρια, περίμεναν άφοβα μπροστά σ’ αυτές τις γυναίκες και τις κοιτούσαν μέσα στα μάτια, η μαμά μου κοίταξε ένα απ’ τα πουλιά και σκέφτηκε, αυτό το πουλί μπορεί να είναι η πεθαμένη μάνα μου- θα πεινάει και δεν έχει γλώσσα να το πει. Και τότε η Φατμά έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγα κι εγώ δυνατά, όταν ξαφνικά η μαμά μου μου ’κλείσε το στόμα, άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και με κοίταξε κατάματα. «Μην κλαις, μην κλαις! Δεν πρέπει να ακούγονται κλάματα παιδιού από σπίτι χωρίς άντρα!» είπε. Τότε εγώ έκλαψα ακόμα πιο δυνατά και η μαμά μου μου άστραψε μια ανάποδη στο στόμα. Η μέλισσα που με κοιτούσε κι ήθελε να προσγειωθεί στην άκρη των χειλιών μου, που τη στιγμή εκείνη μύριζαν μητρικό γάλα, συγκρούστηκε με το χέρι της μαμάς μου. Την τσίμπησε. Η μέλισσα ψόφησε, η μάνα μου βγήκε στο παράθυρο και φώναξε: «Μάνα, καίγομαι!» Οι πέντε γυναίκες στη στέγη είπαν εν χορώ: «Κάθε γυναίκα καίγεται όταν ο άντρας της είναι τέσσερα χρόνια στρατιώτης». Η μαμά μου κι εγώ κλαίγαμε, οι πέντε γυναίκες γελούσαν, κι εγώ φώναζα δυνατά, τόσο δυνατά, που τα βουνά άλλαξαν θέσεις και όλα τα νύχια μου ξεκόλλησαν απ’ τα δάχτυλά μου, και οι γυναίκες είπαν εν χορώ: «Φατμά, το παιδί σου είναι πιασμένο στα νύχια ανίατης αρρώστιας. Μην κλαις, πήγαινέ το στα μνήματα, ξάπλωσέ το σε μνήμα που μόλις έχει σκαφτεί και περίμενε. Αν κλάψει, θα ζήσει. Αν δεν κλάψει, θα πεθάνει. Μην κλαις! Ο Αλλάχ δίνει, ο Αλλάχ παίρνει. Αν πεθάνει, θα πάει κατευθείαν στον Παράδεισο. Καθώς είναι τόσο αδυνατούλι και δεν έχει ακόμη αμαρτίες, θα πετάξει πιο εύκολα, μην κλαις!»
Ύστερα οι γυναίκες στείλανε εμένα και τη μαμά μου στο νεκροταφείο· πήγαμε εκεί με μια αλογάμαξα, τον οδηγό της τον λέγανε τρελο-Χουσεΐν, γιατί όλη μέρα δούλευε και έβριζε ασταμάτητα: «Γαμώ τον ντουνιά, πάμε, γαμώ το νεκροταφείο, γαμώ το θάνατο!»
Μικρές ταφόπλακες στέκονταν εκεί με τα λοξά κορμιά τους. Μία έγραφε:
Άσε τα καραβάνια και τα χαμάμια
Το μερτικό μας στο φως της μέρας μάς έφτανε
Άσε την ευτυχία
Η ελπίδα μάς έφτανε
Κανένα τους δε βρήκαμε
Καημούς γευτήκαμε
Δεν παρηγορηθήκαμε
Μήπως εμείς…
Μήπως δεν ήμασταν απ’ αυτό τον κόσμο.
Και σε μια άλλη ταφόπλακα έγραφε:
Ο θάνατος είναι του Αλλάχ διαταγή, ας μην υπήρχε αυτός ο χωρισμός.
Σε μια άλλη άλλο ποίημα:
Δεν ήταν δα τόσο το θέμα Το be or not to be για κείνον
Μια νύχτα έπεσε να κοιμηθεί-
Δεν ξύπνησε.
Τι άνεμος ήταν αυτός,
Εξαφανίστηκε,
Κι ενθύμιο δεν έμειν’ ούτε τ’ όνομά του.
Η μαμά μου με ξάπλωσε σ’ έναν τάφο που μόλις είχε σκαφτεί και περίμενε από πάνω μου. Ήταν δεκάξι χρονών.