Και τότε ο Κύριος έφτασε στην παραλία της Γαλιλαίας από ένα μικρό δρομάκι το οποίο έκλεινε ένας τυφλός που έβριζε τον σκύλο του.
“Γιατί μιλάς με τέτοιον τρόπο στο ζωντανό του Θεού;” ρώτησε κάπως εκνευρισμένος.
-Χέσε μας.
Ο τυφλός προφανώς δεν είχε καταλάβει ότι μιλούσε με τον Υιό του Θεού. Αλλά ο Μεσίας επέδειξε την γνωστή του υπομονή και καλοσύνη.
“Θα σου πω μια ιστορία τέκνον μου.”
-Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια.
Για να σε λένε Χριστό, έχεις ξεπεράσει και χειρότερους από δαύτον, σκέφτηκε ο Χριστός. Τόσες φορές που δεν ήθελε κανείς στο κοινό να ακούσει παραβολές αλλά πες, πες, τελικά έγινε σουπερστάρ. Ξεκίνησε μόνος του να εξιστορεί:
“Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας σκύλος που αντί για τρίχωμα είχε καταϊφι.”
Δεν την είχε σκεφτεί από πριν την παραβολή. Αλλά πάντα έτσι έκανε. Έριχνε την εισαγωγή να δει αν πιάνει στο κοινό. Είδε το χέρι του τυφλού που πριν τραβούσε στο λουρί, να σταματάει. Τον είχε.
“Το σιρόπι δεν ήταν πολύ, αλλά συνήθως έσταζε προκαλώντας αμέτρητα πρακτικά προβλήματα τόσο στον σκύλο, όσο και στους ανθρώπους γύρω του. Κανείς δεν το ήθελε κοντά του. Μύγες, μέλισσες και ένα σωρό άλλα προβλήματα το έκαναν το λιγότερο αγαπητό ζώο σε όλη την Γαλιλλαία. Ο ίδιος ο βασιλιάς μια μέρα που το είδε διέταξε να το θανατώσουν επιδεικτικά για λόγους δημόσιας υγείας.
Ένας άνθρωπος όμως το λυπήθηκε και το πήρε σπίτι του. Δηλαδή όχι ακριβώς σπίτι του αλλά στην άκρη του κτήματος. Τελοσπάντων το πρόσεχε κάπως και δεν το κλωτσούσε όπως οι άλλοι που το κλωτσούσαν για να δούνε πόσο κόλλαγε μετά το πόδι τους στο καταϊφένιο τρίχωμά του. Ή τα παιδάκια που πετούσαν πάνω του μικρότερα παιδάκια τα οποία κολλούσαν και έκαναν μετά ροντέο καθώς το καημένο το σκυλί προσπαθούσε να ελευθερωθεί από το βάρος.
Όλοι στο χωριό τον κορόιδευαν που είχε τέτοιον σκύλο. Αυτός όμως προσευχόταν….”
-Ωπα.
Ο τυφλός ναι μεν είχε γοητευτεί από την ιστορία καθότι γλυκατζής, αλλά έβλεπε πρόβλημα.
– Σε ποιον Θεό προσευχόταν αφού δεν είχες γεννηθεί εσύ;
“Στον Πατέρα μου.”
Ο τυφλός δεν το συνέχισε αν και έβλεπε σαφές θεολογικό πρόβλημα. Ποτέ του δεν κατάλαβε πως δουλεύει η Αγία Τριάδα και που κρυβόταν το περιστέρι πριν εμφανιστεί αυτός ο μουσάτος που ήταν τώρα της μόδας.
-Καλά εντάξει, συνέχισε.
“Μια μέρα ο βασιλιάς της Γαλιλαίας είχε βγει για κυνήγι και έπεσε από το άλογό του σε έναν πολύ απότομο γκρεμό. Προσγειώθηκε σε ένα λεπτό σκαλάκι του βράχου και νόμιζε ότι την γλίτωσε. Φώναξε να πάνε στο παλάτι να φέρουν μακρύ σχοινί να τον τραβήξουν. Και να του ρίξουν κάτι να φάει. Έφυγε τρέχοντας ο υπηρέτης και ο βασιλιάς έμεινε μόνος.
Τότε ξαφνικά εμφανίστηκαν θανατηφόρες μέλισσες. Για κακή τύχη του βασιλιά είχε πέσει μπροστά ακριβώς από την φωλιά τους. Έβλεπε το μαύρο νέφος μελισσών να πλησιάζει και έπεσε στα γόνατα να προσευχηθεί στον Θεό να τον σώσει.
-Ώπα πάλι. Στον μπαμπά σου προσευχήθηκε;
Ο Χριστός δεν ήθελε να κόψει την ιστορία στο καλό.
“Ναι, ότι θες.”
-Δηλαδή εσύ που είσαι και Θεός, άκουσες κάτι; Ή ήσουν σε ΘεοΚοιλιά κάπως τότε πριν έρθεις στη Γη.
“Άκουγα κι εγώ.”
-Καλά, καλά, συνέχισε.
Ο Χριστός έκανε λίγο τον τσαντισμένο αλλά με γαλήνιο τρόπο μην χαλάσει το σλόγκαν με το αγαπάτε αλλήλους και μη χρειαστεί το άλλο με το άλλο μάγουλο. Βλακεία αυτό, πως του ξέφυγε γαμώτο, στο τέλος θα φάει ξύλο και δεν θα μπορεί να κάνει και κάτι. Ξεφύσηξε από μέσα του λίγο και συνέχισε με μια μικρή περίληψη για κάτι άλλους που είχαν έρθει πριν λίγο και κοιτούσαν. Άντε να πιάσουμε κάνα καινούργιο πελατάκι αφού σταματήσαμε. Έβαλε σάλτσες και εκφραστικότητα όση περισσότερη μπορούσε.
“Οπότε είναι ο βασιλιάς στον γκρεμό, έρχονται φουλάρα οι θανατηφόρες μέλισσες, ο βοηθός του θα αργήσει να γυρίσει και προσεύχεται στον Παντοδύναμο Θεό. Τον Πατέρα μου.”
Πίσω πίσω μια μητέρα στο κοινό ψιθύρισε στο αυτί του παιδιού της. Κάτι καλό ήταν γιατί το παιδί γύρισε όλο θαυμασμό να ακούσει την συνέχεια.
“Εκείνη την ώρα μια εκτυφλωτική λάμψη στο βουνό μετέφερε τον σκύλο με το καταϊφένιο τρίχωμα στο σκαλάκι που ήταν κι ο βασιλιάς. Οι μέλισσες έπεσαν όλες πάνω του και κόλλησαν. Μετά ο βασιλιάς από την ευγνωμοσύνη του το πήρε αγκαλιά και κόλλησε κι αυτός. Το σκυλί ήταν καλό και στο σκαρφάλωμα και όπως τον είχε κολλημένο στην πλάτη τον βασιλιά τον ανέβασε κιόλα.”
Ο τυφλός είχε προ πολλού αρχίσει να χαϊδεύει τον σκύλο που πριν έβριζε. Τώρα όμως σταμάτησε πάλι.
-Αυτό ήταν;
Ο Χριστός δεν ήθελε να πει όλη την ιστορία. Ότι δηλαδή ο βασιλιάς είχε πέσει στον γκρεμό μαζί με τον σκύλο και είχε πεθάνει.
“Ήταν δεν ήταν έτσι, έτσι ελπίζω να τα γράψουν στην Καινή Διαθήκη όταν πεθάνω. Λες να μην την βάλουμε αυτήν την ιστορία στο τελικό κείμενο;”
Ο Σωτήρας γύρισε να φύγει και στο πλήθος ακούστηκαν διάφορα.
-Θαύμα έκανε;
“Ναι, με καταϊφι.”
-Εγώ για σκύλο άκουσα κάτι.
“Ναι βρε άσχετε. Ήταν ένας σκύλος που έχεζε καταϊφια.”
-Πιο νόστιμα από τα ψάρια που μας σέρβιρε προχθές με σκέτο ψωμί πάντως.
“Δεν ξέρω. Δεν είχε πολύ σιρόπι.”
Από τότε κρατάει γερά το Σχίσμα των σιροπιαδόρων και των ασίροπων Χριστιανών.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης δεν ήταν στην ομάδα που έγραψε την Καινή Διαθήκη. Ούτε ήθελε νομίζω.