Εγώ που λες, αγόρι μου, είμαι παλιά πουτάνα. Ιστορική, του μουσείου. Για να καταλάβεις, έχω πάει μέχρι με τον Καρυωτάκη. Που ’γράφε τα ποιήματα; Αυτόν. Ενάμισι μέτρο όλος κι όλος, μη φανταστείς, μισοριξιά, αλλά καλοντυμένος, με το κουστούμι του, το γελέκο του, όλα στην πένα, κι όπως συμβαίνει συχνά μ’ αυτά τα χαμαντράκια, ταύρος στο κρεβάτι κι ερωτιάρης στο φουλ. Θυμάμαι μετά, που κάναμε τσιγάρο, γύρισε και μου ’πε: «Θες να γίνεις η Μαύρη Αφροδίτη μου;» Εγώ γέλασα· είπαμε, αγορίνα, μελανούρι είμαι αλλά όχι κι αραπίνα, κι έπειτα γέλασε κι εκείνος και μου εξήγησε πως έτσι έλεγε την τσούλα που ’χε μόνιμη ένας Γάλλος ποιητής, χασίκλα, που ’χε πεθάνει από σύφιλη τα παλιά τα χρόνια. Που κι αυτόν τον καψερό τον Καρυωτάκη, η μαλαφράντζα τον έφαγε τελικά – και κοίτα να δεις ατυχία, πήγε και σκοτώθηκε ο ερίφης μια χρονιά πριν βγουν οι ενέσεις 606, που τραβιόμασταν τότε όλες στου Συγγρού κι είχαμε το κεφάλι μας ήσυχο. Χρόνια μετά έμαθα ποιος ήταν βέβαια* βλέπεις, όχι ποίημα, ούτε τι λέει απόξω η εφημερίδα δεν ξέρω να διαβάσω, κι είχα δει, που λες, μια φωτογραφία του τυχαία κι είπα: Βρε τον Κωστάκη, κρίμα νέο παιδί, κι ευγενικό, γλυκομίλητο, μπορούσε να κάνει πολλές γυναίκες ευτυχισμένες. Καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται. Τσιγάρο να κεράσω;
Σμυρνιά με βάφτισε η πιάτσα. Εγώ εδώ γεννήθηκα, δυο δρόμους παρακάτω* στα Χαυτεία που τα λέγαμε τότε. Ήταν, που λες, εκεί ένα σπίτι μ’ έναν κηπάκο, παρατημένα και τα δυο, που το ’χε μια γριά και το νοίκιαζε με το δωμάτιο – αλλά όλο που-τάνες της κουβαλιόντουσαν, οπότε σου λέει δεν ανοίγω μπουρδέλο δικό μου; Και τ’ άνοιξε η κυρα-Γωγώ το μπουρδέλο, κανονικά και με τον νόμο, με μίζες σε μπασκίνες και νταβάδες, όλα στο εντάξει. Και με τα πρώτα φράγκα που ’βγάλε, έκαμε κάτι μερεμέτια, και καθώς είχε κορίτσια άλφα κατηγορίας, όλες μία και μία, αφρός, έκαμε γερή κονόμα η γριέντζω* αν και δεν μπορώ να πω, τις φρόντιζε τις κοπέλες της κι είχε πάντα κάποιον παλικαρά να στέκεται μπάστακας, να κάνει ντου να καθαρίζει έτσι και πέφτανε σε ζόρικο πελάτη. Ε, εκεί γεννήθηκα κι εγώ.
Τι πράμα η μάνα μου; Ναι, καλέ, πουτάνα ήτανε, τι άλλο; Σόι πάει το βασίλειο, που λένε. Δεκατέσσερα) χρονώ μ’ έκαμε, κι ήτανε κιόλα στο κλαρί απ’ τα δώδεκα, που και σε τούτο έμελλε να της μοιάσω. Τον γέρο μου ούτε που τον γνώρισα ποτές, ούτε κι εκείνη μου ’πε ποτές κουβέντα για δαύτον. Ποιος ξέρει, κάνας μπάρμπας της, κάνας πατέρας, αδελφός – γίνονται τέτοια ακόμα, ου, γεμάτος ο ντουνιάς άσκημες ιστορίες. Πάντως όποιος και να ’ταν, πρέπει να ’ταν μελαψός, κατράμι, γι’ αυτό βγήκα κι εγώ μαυροτσούκαλο. Ενώ η μάνα μου… δεν έχω, ρε γαμώτο, και καμιά φωτογραφία να τη δεις… εξόν από κούκλα ήτανε κι άσπρη σαν το γάλα, ρούσα, με μάτια μπιρμπιλωτά καταγάλανα. Ουρά κάνανε οι χαρμάνηδες να πλαγιάσουν μαζί της, μέχρι που μερικοί την καψουρεύονταν και σκάγαν μύτη με τα φοντάν και το λουλουδικό λες και πήγαιναν στην αρραβωνιάρα. Ε ρε γέλια! Οι μνηστήρες της Δοξούλας! Κι επειδής, όπως μπορείς να φανταστείς, η βάβω η Γωγώ έκοβε μονέδα με τ’ απαυτό της μάνας μου, δέχτηκε να με κρατήσει και μένα στο σπίτι, αφού της ξεκαθάρισε πως ό,τι έτρωγα κι έπινα και φόραγα ήταν λογαριασμός της μάνας μου. Και καθώς η Δοξούλα ήταν γλυκό κορίτσι και με τις άλλες τις κοπέλες είχανε γίνει πια σαν αδερφές, εγώ μεγάλωσα μ’ ένα κάρο θείες που μ’ αγαπούσανε λες κι ήμουν ανίψι τους κανονικό. Με ντύναν, με στόλιζαν, μου χτένιζαν τα μαλλιά… Κοριτσάκια κι αυτές οι δόλιες μωρέ, ούτε είκοσι χρονώ, με είχαν σαν την κούκλα που δε χάρηκαν μικρές. Κι είχα βέβαια και θείους ένα βαπόρι, μόνο που με δαύτους δεν είχε πολλές πολλές κουβέντες, μια καλησπέρα κι όξω απ’ την πόρτα.
Σχολείο; Ούτε απέξω δεν έχω περάσει! Ήθελε λεφτά τότε να μάθεις γράμματα, κι η μάνα μου όσο και να δούλευε, ε, άθρωπος ήταν, δεν ήτανε ρουφήχτρα της θάλασσας, και μ’ όσα χάλαγε να μ’ αναθρέψει δεν περισσεύαν για βιβλία και μολύβια κι ιστορίες. Όχι ότι με πείραζε – ίσα ίσα! Τις ώρες που τ’ άλλα παιδάκια μαντρώνονταν στην τάξη σαν τα σκλαβιά, εγώ αλώνιζα στη γειτονιά κι αλήτευα μ’ όσα γειτονόπουλα μεγάλωναν όπως κι εγώ μονάχα τους σαν τ’ αγριόχορτα. Τι τσέρκι, τι αμάδες, τι κυνηγητό, μέχρι τόπι με τ’ αγόρια. Ωραία χρόνια, ξέγνοιαστα, δε λέω, μα άμα μου ζήταγες να τα ξαναζήσω, θα σου ’λεγα τράβα να δεις αν έρχομαι. Όσο σκατά και να γίνηκε ο κόσμος από τότε με τους πολέμους και τις σφαγές, τώρα είναι χίλιες φορές καλύτερα. Ξέρεις τι θα πει να τραβιέσαι κάθε τρεις και λίγο να κουβαλάς νερό; Να πρέπει να πλύνεις στο καζάνι το σεντόνι που σ’ το κάνουν κάθε μέρα γιάγμα είκοσι νοματαίοι; Χώρια οι αρρώστιες που θέριζαν τότε: άμα έφτανε το παιδί δέκα χρονώ και δεν το ξέκανε στο μεταξύ κάνας κοκίτης, κάνας τύφος ή καμιά διφτερίτιδα -για να μην πιάσουμε το χτικιό, που ο κοσμάκης ο μισός έφτυνε αίμα κανονικά-, ήτανε τυχερό. 0 κόσμος, που να χτυπάνε οι κακοί της γης τον κώλο τους κάτω, μόνο μπροστά μπορεί να πάει. Εδώ, ρε συ, το ’80, που είναι σαν χτες σε σχέση με τα χρόνια που ’μουνα μικρή, τόσα νέα παλικάρια χάθηκαν απ’ αυτό το ρημάδι το έιτζ, ενώ τώρα, μαθαίνω, παίρνουν το χαπάκι τους κι είναι μια χαρά. Μεγάλη υπόθεση τα χαπάκια, αγορίνα. Με βλέπεις εμένα που ’φτασα εξακοσίω χρονώ αντίκα; Ε, με τα χάπια έφτασα. Ευλογημένα τα γιατρουδάκια που τα φτιάνουνε.
Αυγουστος Κορτώ – Ρένα