«Ρωτάς γιατί μ’αρέσουν οι μoυσουλμανικές χώρες;» απάντησε.
«Επειδή σ’αυτές γλιτώνεις από τον μπελά των γυναικών Ή μάλλον από
το άγχος να τους αρέσεις, απ’αυτή την πρόκληση μεταξύ των δύο
φύλων που υπάρχει σ’εμάς. Δεν τις βλέπεις:τι καταλάγιασμα!»
«Σ’αυτή την περίπτωση ήρθες σε λάθος τόπο. Για κοίτα!»
Του δείχνει με μια πλατιά κίνηση τον κόλπο του Χαμαμέτ:
τις μισόγυμνες Βόρειες που γέμιζαν την παραλία, τις Ιταλίδες και τις
Γαλλίδες που γυαλοκοπούσαν απ’το αντηλιακό λάδι, τις Τυνήσιες με το
ακαζού δέρμα και τα διφορούμενα βλέμματα, ένας ολόκληρος λαός
από σπαρταριστά κορίτσια, μια εύθραυστη φυλή αρωμάτων και
χαμόγελων.
«Ξέρεις, πού θα πάμε του χρόνου; Στην Υεμένη. Εκεί τα μοναδικά
θηλυκά θα’ναι οι τριανταφυλλιές και οι γαϊδούρες».
Εκείνη τους παρατηρεί εδώ και μια εβδομάδα. Είναι συνεχώς μαζί,
αχώριστοι σαν σιαμαίοι. Γάλλοι, μάλλον: ο μελαχρινός, το ίδιο ψηλός
με τον καστανό, είναι λεπτός, ωστεώδης. Κι όμως έχουν κάτι το
συγγενικό. Πώς να μην τους προσέξει κανείς; Είναι οι μόνοι που
διαβάζουν και σημειώνουν παρτιτούρες στην πλαζ. Οταν ο ένας αρχίζει
να τραγουδάει ο άλλος τον σταματάει γελώντας. Δείχνουν πολύ
φρόνιμοι για μουσικοί της ροκ, δεν έχουν τίποτα απ’αυτά τα
μανιασμένα σκυλιά που χρειάζονται αναταραχή και φασαρίες για να
ξεδώσουν. Ο καστανός λοξοκοιτάζει τις λουόμενες και τις δείχνει στο
σύντροφο του πού, πάντα, σηκώνει καθυστερημένα το κεφάλιτου.
Πέρασε από μπροστά τους, καβάλα σε μια γκαμήλα, ένα ψηλομύτικο,
γέρικο μηρυκαστικό, που η υπεροψία του ερχόταν σε αντίθεση με την
εντελώς πεζή δουλειά του, να μεταφέρει τουρίστες στην ακτή. Τους
προσπέρασε ενώ μια παρέα παιδιών την ακολουθούσε με ξεφωνητά.
Εκείνος διέκρινε μια ακαθόριστη κηλίδα μες στον ήλιο, ένα θύσσανο
χρυσαφένιων μαλλιών δεν πρόλαβε ν’αντιληφθεί πως είχε κιόλας
προσπεράσει. Παραλίγο να τρέξει από πίσω της μαζί με τα πιτσιρίκια.
«Αλλη μια Γερμανίδα που’ρθε να γευτεί λίγη Μεσόγειο».
«Κι εμείς το ίδιο δεν κάνουμε;» αντέτεινε ο φίλος του.
«Εμείς, αγαπητέ μου, είμαστε άλλο».
PASCAL BRUCKNER.
ΠΟΙΟΣ ΑΠ’ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΑΣ ΕΠΙΝΟΗΣΕ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΟΪΣΚΑ ΑΒΑΓΙΑΝΟΥ ΜΕ ΚΑΤΙ ΨΙΛΟΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ
«Εκδόσεις Ασταρτη», 1989