ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ Η ΓΙΑΓΙΑ ΛΙΝ ΠΕΡΠΑΤΑΕΙ ΣΤΟ δρόμο κρατώντας ένα ανοξείδωτο δοχείο φαγητού στο χέρι. Μέσα υπάρχει ένα πιστοποιητικό από τη μονάδα εργασίας της. «Με το παρόν βελτιώνουμε ότι η σύντροφος Λιν Μέι συνταξιοδοτείται τιμητικά από το εργοστάσιο υφαντουργίας Κόκκινος Αστήρ Πεκίνου», γράφει το πιστοποιητικό με έντονα χρυσά γράμματα Αυτό που δε γράφει είναι ότι το εργοστάσιο υφαντουργίας Κόκκινος Αστήρ χρεοκόπησε και ότι η τιμητική αποδέσμευση της γιαγιάς Λιν σημαίνει ότι δεν πρόκειται να πάρει σύνταξη.
Φυσικά το πιστοποιητικό δε θα μπορούσε να παρέχει μια τέτοια πληροφορία, αφού απλούστατα δεν είναι αληθής. «Χρεοκοπία» είναι λάθος λέξη ‘μα μια κρατική επιχείρηση. «Εσωτερική αναδιοργάνωση» είναι αυτό που από διακριτικότητα παρέλειψαν να γράψουν στο πιστοποιητικό. Έχετε δε υπ’ όψη ότι η σύνταξη της γιαγιάς Λιν παρακρατείται μονάχα προσωρινά. Για πόσο, είναι μα πληροφορία που το εργοστάσιο δεν μπορεί προς το παρόν να δώσει.
«Υπάρχει πάντα ένας δρόμος για να σε πάει στο βουνό», λέει η θεία Ουάνγκ, η γειτόνισσα της γιαγιάς Λιν, όταν μαθαίνει τα καθέκαστα.
«“Και όπου υπάρχει δρόμος, υπάρχει πάντα ένα Toyota”». Η φράση απ’ το σλόγκαν της Toyota ξεφεύγει της γιαγιάς προτού εκείνη το καταλάβει,
«Έτσι σε θέλω, γιαγιά Λιν. Το ξέρω ότι είσαι αισιόδοξος άνθρωπος. Με θετικό πνεύμα μπορεί μια μέρα να βρεις κι εσύ το Toyota σου».
Πως στην ευχή όμως ν’ αναπληρώσει η γιαγιά Λιν τα ολοένα και λιγότερα έσοδά της; Για λίγες μέρες προσθέτει, αφαιρεί και διαιρεί και τελικά αποφαίνεται ότι οι οικονομίες της θα έχουν εξαντληθεί σ’ ένα χρόνο – ίσως και σε δύο, αν καταφέρει να παραλείπει ένα γεύμα εδώ κι εκεί ή αν μάθει να πέφτει για ύπνο με τη δύση του ήλιου, μένοντας κουλουριασμένη με τρόπο που να μη χρειάζεται πια να ταΐζει την αχόρταγη σόμπα έξτρα κάρβουνα, κατά τους ατέλειωτους χειμώνες της βόρειας Κίνας.
«Μην ανησυχείς», της λέει η θεία Ουάνγκ την επόμενη φορά που συναντιούνται, στην αγορά, κοιτάζοντας το μοναδικό ραδίκι που έχει αγοράσει για το δείπνο της η γιαγιά Λιν, αφράτο σαν τον Βούδα, θρονιασμένο ανάμεσα στις παλάμες της. «Μπορείς πάντα να βρεις κάποιον να παντρευτείς».
«Να παντρευτώ;» λέει η γιαγιά και κοκκινίζει.
«Μην είσαι τόσο συντηρητική, γιαγιά Λιν», λέει η θεία Ουάνγκ. «Πόσων χρόνων είσαι;»
«Πενήντα ενός».
«Εσύ είσαι μικρότερη κι από μένα! Είμαι πενήντα οχτώ, αλλά όχι τόσο συντηρητική όσο εσύ. Να σου πω κάτι; Ο γάμος δεν είναι πια μονοπώλιο των νέων».
«Μη με κοροϊδεύεις», λέει η γιαγιά Λιν.
«Σοβαρά μιλάω, γιαγιά Λιν. Υπάρχουν τόσοι ηλικιωμένοι χήροι στην πόλη. Και σίγουρα μέσα σ’ αυτούς Οα βρίσκονται και κάποιοι πλούσιοι και άρρωστοι, που θα ψάχνουν έναν άνθρωπο να τους φροντίσει».
«Εννοείς ότι μπορώ να βρω θέση νικτοκόμας για ηλικιωμένους;» ρωτάει η γιαγιά Λιν.
Η θεία Ουάνγκ αναστενάζει και τη χτυπάει ελαφρά στο μέτωπο με το δάχτυλό της.
«Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει. Όχι νοσοκόμα, αλλά σύζυγος. Έτσι θα κληρονομήσεις τουλάχιστον κάποια λεφτά, όταν ο άντρας σου πεθάνει».
Η γιαγιά Λιν μένει με το στόμα ανοιχτό. Δεν είχε ποτέ σύζυγο στη ζωή της και η προοπτική ενός νεκρού συζύγου την τρομάζει. Όμως η θεία Ουάνγκ αποφασίζει εδώ και τώρα για λογαριασμό της, ανάμεσα σε δύο πάγκους με ψάρια· και μέσα σε μικρό διάστημα κάνει στη γιαγιά Λιν ένα προξενιό.
Γιγεν Λι – Χίλια χρόνια καλές προσευχές