Ό λαίμαργος πού τρελαίνεται γιά μαγειρεμένο ψάρι δέ νιώθει τόν παραμικρό δισταγμό νά τό κομματιάσει καί νά τό φάει. Εκείνος όμως πού άγαπά τό ψάρι θέλει νά τό χαίρεται μέσα στό νερό- κι άν αυτό είναι άδύνατο, περιμένει ύπομονετικά στήν όχθη. Κι άν άκόμα γυρίσει σπίτι του χωρίς νά τό έχει δει, παρηγοριέται στη σκέψη δτι τό ψάρι είναι μιά χαρά. Τό τέλειο κέρδος είναι τό καλύτερο, άλλά αν αύτό είναι άδύνατο, τότε τό καλύτερο είναι τό τέλειο χάσιμο.
Αν είχε κάποιος νά γεμίσει λίγο λίγο τό διάστημα άνάμεσα στη μέρα καί τη νύχτα, θά τού χρειαζόταν όλόκληρη αίωνιότητα γιά νά τό κάνει. “Ομως ό ήλιος άνατέλλει καί τό σκοτάδι διαλύεται — μιά στιγμή είναι άρκετή γιά νά μηδενιστεί μιά άπέραντη άπόσταση.
Ό λόγος του, άπό τήν άρχή μέχρι τό τέλος, ήταν γεμάτος όρμητικά ξεσπάσματα. Ή αυτοπεποίθησή του δέ φαινόταν νά γνωρίζει όρια. Δέν ξέρω πώς έγινε, άλλά κάποια στιγμή άνακάλυψα ότι είχα σπρώξει άνυπόμονα τό χώρισμα άπό μπροστά μου καί τόν κοίταζα έλεΰθερα. Ωστόσο κανένας μέσα στό πλήθος 6έ φαινόταν νά προσέχει τό φέρσιμό μου. Μόνο μιά φορά, παρατήρησα, πώς τά μάτια του, σάν τ’ άστρα τής μοίρας στόν άστερισμό τού Ώρίωνα, άστράψανε πάνω στό πρόσωπό μου.
“Εχασα ξαφνικά κάθε αίσθηση τού έαυτοϋ μου.
«”Όταν η Ρώμη λογοδοτούσε για τ’ αμαρτήματά της, κανείς δεν το ήξερε. Όλη εκείνη την εποχή ή ευημερία της φαινόταν Απεριόριστη. Όμως βλέπεις ένα πράγμα: οι πολιτικοί σάκοι είναι τόσο πολύ γεμάτοι με ψέματα και προδοσίες, πού τελικά σπάζουν τη ράχη αυτών που τις κουβαλάνε.»
«Έμενα δε με νοιάζουν οι λεπτομέρειες», ξέσπασα. «Θα σας πω ορθά κοφτά τι νιώθω. Είμαι άνθρωπος και τίποτα παραπάνω. Είμαι άπληστη. Θέλω για τη χώρα μου το καλύτερο. “Αν αναγκαστώ, θα τ’ αρπάξω με τη βία. “Έχω μέσα μου θυμό. Είμαι έτοιμη να θυμώσω για λογαριασμό τής πατρίδας μου. Κι αν χρειαστεί, θα χτυπήσω και θα σκοτώσω για να εκδικηθώ εκείνους που την πρόσβαλαν. “Έχω ανάγκη να γοητευτώ, κι εκείνο πού μπορεί πάνω άπ’ όλα να με γοητέψει είναι κάποιο ορατό σύμβολο τής πατρίδας μου, ένα σύμβολο που να μου μαγεύει το νου. »
ΡΑΜΠΙΝΤΡΑΝΑΘ ΤΑΓΚΟΡ – ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ