“Η συζήτηση είναι σαν το τανγκό. Όχι, όχι επειδή θέλει δύο. Επειδή κανείς πια δεν το χορεύει.”
Έτσι τα έγραψε η φίλη μου η Μελίνα στον τοίχο της και έχει λίγο δίκιο. Ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα, προτάθηκε και να ανοίξουμε discussion bar και ήθελα να κάνω με την ευκαιρία μια μικρή αναδρομή στον θεσμό. Στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν η Αγγλία ασχολιόταν με τις αποικίες της στην Αμερική και ο βασιλιάς Γεώργιος ο 3ος έπεφτε σιγά σιγά με τις βλακείες του, μια ντουζίνα άνθρωποι κλείνονταν σε μια μικρή αίθουσα και συζητούσαν επί παντός επιστητού. Από κριτική βιβλίου, ως θεολογικά θέματα. 7 λεπτά ο κάθε ομιλητής και μετά από 2 ώρες έκλεινε η κουβέντα με μια περίληψη από τον συντονιστή. Είναι πιο γνωστή η Queen Arms Society αλλά η πρώτη τέτοια σάλα λεγόταν The Robin Hood Society και μαζί με 2-3 άλλες αντίστοιχες έμειναν περίπου έτσι ως το 1780.
Ξαφνικά όλο το Λονδίνο έκανε συζητήσεις! “Κινδυνεύουμε να πεθάνουμε Έθνος αγορεύσεων” έγραφε μια εφημερίδα. Πάνω από 30 τέτοιοι σύλλογοι στρίμωχναν τουλάχιστον 600 και καμιά φορά 1200 άτομα στις μικρές αίθουσες. Τα πιο διάσημα μυαλά της εποχής έπαιρναν μέρος γιατί πλέον ήταν και πολλά τα λεφτά. Οι σύλλογοι αυτοί εξειδικεύτηκαν. Άλλοι ήταν μόνο για άντρες, άλλοι μόνο για γυναίκες, μερικοί απαγόρευαν το αλκοόλ, άλλοι το έριχναν σε μεταφυσικά θέματα. Μερικά επέτρεπαν στους ομιλητές να φοράνε μάσκες, αλλού συζητούσαν στα Γαλλικά. Σε μερικά μεγάλα κλαμπ είχε και σώου πριν την συζήτηση σαν ζέσταμα του κοινού.
Και ο σκοπός; Δεν ήταν “Ελλάδα έχεις ταλέντο” ούτε “μονομάχος”. Ο σκοπός ήταν να προσεγγίσουν την αλήθεια. Με επιχειρήματα και πληροφορίες. Δεν επιδοκίμαζαν τις λεκτικές “τάπες” ή τις εξυπνάδες που ήταν για εντυπωσιασμό. Το θέμα ήταν όλοι να καταλάβουν καλύτερα ένα θέμα, να το σπάσουν στα επιμέρους του και να αποκαλύψουν ανακολουθίες. Για πολλούς ήταν ο σύγχρονος “χρυσός αιώνας” της Δυτικής Ευρώπης, αλλά δεν το πολυσυζητάμε γιατί σχετικά γρήγορα όλοι αυτοί οι σύλλογοι έκλεισαν με βασιλική διαταγή. Έβλεπαν στη Γαλλία να ετοιμάζεται η επανάσταση και φοβήθηκαν μη στηθούν και στο Λονδίνο γκιλοτίνες.
Σήμερα όμως, τι δικαιολογία έχουμε;