Μπορεί να μη γλίτωνα την φυλακή αλλά θα με καταλάβαιναν τουλάχιστον οι ένορκοι. Έπρεπε προφανώς να είχα φωτογραφίσει την σκηνή έτσι ακριβώς όπως την είδα μπαίνοντας στο σπίτι και κοιτώντας μέσα στην κουζίνα. Τέτοια οπίσθια ζωγράφιζε ο Μποτιτσέλι και έβρισκε τον μπελά του με τον Πάπα. Θόλωσαν όλα τα άλλα γύρω μου, μαγνητισμένος στάθηκα ακριβώς από πίσω της. Δεν κουνήθηκε καθόλου. Τα ακούμπησα ανεπαίσθητα. Καμία αντίδραση. Ψιθύρισα βρωμόλογα, μου φάνηκε να χαλαρώνει κάπως. Ανέβασα την φούστα.
Μη σας τα πολυλογώ, λίγη ώρα αργότερα έπεσα εξαντλημένος αλλά ικανοποιημένος στο πάτωμα της κουζίνας. Πέφτοντας την τράβηξα κι αυτήν μαζί μου, βγήκε και η υπόλοιπη η γυναίκα από τον φούρνο που είχε βάλει το κεφάλι της, κάτι μου μύρισε, έκλεισα το υγραέριο.
Ένας έρωτας γεννιέται.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης δεν είναι νεκρόφιλος αλλά ε, ποιος μπορεί να είναι σίγουρος για όλα τα μέρη που έχει βάλει το πουλί του αυτές τις μέρες; Όταν δεν κοιτάζει σε ξένες κουζίνες γράφει ποιήματα και ιστορίες οι οποίες εμπνέουν γενιές μελλοντικών ματάκηδων και ανωμαλιάρηδων ανά τον κόσμο.