‘Ο κ. Κ. και ή φύση
“Όταν ρώτησαν τον κ. Κ. ποια ήταν ή σχέση του με τη φύση εκείνος αποκρίθηκε: Θα μου άρεσε βγαίνοντας από το σπίτι μου ν’ αντικρίζω κάπου-κάπου και μερικά δέντρα. Προπαντός γιατί με το ν’ αλλάζουν από μέρα σε μέρα κι από εποχή σ’ εποχή πλησιάζουν πολύ στην πραγματικότητα.
Συμβαίνει ακόμα να τα χάνουμε χρόνο με το χρόνο στις πολιτείες βλέποντας γύρω μας μόνον αντικείμενα κοινής χρήσης, σπίτια πού αν δεν τα κατοικούσαν θάταν αδειανά και δρόμους, πού αν δεν τούς χρησιμοποιούσαν θάταν δίχως νόημα. Το αλλόκοτο κοινωνικό μας σύστημα μάς κάνει εξάλλου να βλέπουμε και τούς ανθρώπους σαν τέτοια αντικείμενα κοινής χρήσης. ’Έτσι τα δέντρα έχουν, τουλάχιστο για μένα πού δεν είμαι μαραγκός, κάτι το ανεξάρτητο πού με γαληνεύει, κάτι έξω από μένα, και φτάνω μάλιστα να ελπίζω πώς ακόμα και για το μαραγκό έχουν κάτι δικό τους, πού δεν μπορεί ν’ αξιοποιηθεί.
·Καλά, ρώτησαν τότε τον κ. Κ., γιατί δεν πηγαίνετε κάπου-κάπου στο ύπαιθρο, μια και θέλετε να βλέπετε δέντρα.
Ό κ. Κ. αποκρίθηκε με απορία: Μα εγώ είπα ότι θέλω να τα βλέπω βγαίνοντας από το σπίτι μου.
(Ό κ. Κ. είπε ακόμα: Είναι απαραίτητο να χρησιμοποιούμε τη φύση με οικονομία. “Όταν κανένας τριγυρνάει στη φύση άσκοπα, χωρίς δουλειά, εύκολα οδηγείται σε μια αρρωστημένη κατάσταση, τον πιάνει κάτι σαν πυρετός. )
Ερωτήματα πού πείθουν
Πρόσεξα, είπε ό κ. Κ., ότι κάνουμε πολλούς να τρομάζουν με τη θεωρία μας, επειδή βρίσκουμε ατό κάθε ερώτημα και μιαν απάντηση. Δε θα μπορούσαμε, για το καλό της προπαγάνδας, να κάνουμε έναν κατάλογο των ερωτημάτων πού μάς φαίνονται τελείως αναπάντητα;
’Εμπιστοσύνη
Ό κ. Κ. πού υποστήριζε την τάξη στις ανθρώπινες σχέσεις πέρασε όλη του τη ζωή μέσα σε αγώνες. Κάποτε έμπλεξε πάλι σε μιαν ανάποδη υπόθεση πού τον ανάγκαζε να συναντάει νύχτα ένα σωρό ανθρώπους πού βρίσκονταν μακριά o ένας από τον άλλο. Επειδή έλαχε νάνε κι άρρωστος παρακάλεσε κάποιο φίλο να τού δανείσει το πανωφόρι του. Εκείνος τού το υποσχέθηκε αν και για να το κάνει αυτό χρειάστηκε ν’ ακυρώσει μια μικρή συνάντηση πού είχε. Κοντά το βράδυ, όμως, τα πράματα χειροτέρεψαν τόσο πού οι συναντήσεις δεν ωφελούσαν πια σε τίποτα και χρειάζονταν άλλες ενέργειες. ‘Ωστόσο, μολονότι δεν τού περίσσευε καθόλου χρόνος, ό κ. Κ. έτρεξε να παραλάβει το πανωφόρι πού τού ήταν πια άχρηστο, μόνο και μόνο για να κρατήσει το λόγο του.
το ξαναντάμωμα
Ό κ. Κ. αντάμωσε κάποιον πού είχε να τον δει πολύ καιρό. Μα εσείς δεν αλλάξατε καθόλου, τού είπε ό άλλος καθώς τον χαιρετούσε.
“Ωχ”, έκανε ό κ. Κ. και χλόμιασε.
Μορφή και περιεχόμενο
Ό κ. Κ. παρατηρούσε έναν πίνακα πού έδινε σε μερικά αντικείμενα μια πολύ ιδιότυπη μορφή. Κι ο κ. Κ. είπε: κάποιοι καλλιτέχνες όταν μελετούν τον κόσμο τον παριστάνουν όπως και πολλοί φιλόσοφοι. Καθώς μοχθούν για τη μορφή τούς ξεφεύγει το περιεχόμενο. Κάποτε δούλευα σ’ έναν κηπουρό. Μια μέρα μου δίνει ένα ψαλίδι και μου λέει να κλαδέψω μια δάφνη. Τη δάφνη την είχαν μέσα σε μια γλάστρα και τη δάνειζαν σε διάφορες εκδηλώσεις. Γι αυτό κι έπρεπε νάναι στρογγυλή σα σφαίρα. ‘Άρχισα παρευθύς να κλαδεύω τ’ αγριόκλαδα, παιδευόμουν ώρες ολάκερες μα δεν κατάφερα τίποτα. Κάποτε κλάδευα τη μια πλευρά περισσότερο, κάποτε την άλλη. ’Όταν στο τέλος κατόρθωσα να τη στρογγυλέψω ή σφαίρα είχε γίνει μικρή σα σβώλος.
’Ο κηπουρός μου είπε Απογοητευμένος: Καλά, βλέπω τη σφαίρα, πού είναι όμως ή δάφνη;
Κουβέντες
’Εμείς οι δύο δεν έχουμε πια τίποτα να πούμε, είπε ό κ. Κ. σε κάποιον. Γιατί; ρώτησε ό άλλος τρομαγμένος. Γιατί όταν είμαι μαζί σου δε λέω καμιά λογική κουβέντα, παραπονέθηκε ο κ. Κ.
Μα αυτό δε μ’ ενοχλεί καθόλου, τον παρηγόρησε ό άλλος.
Το πιστεύω, είπε με πικρία ο κ. Κ., ενοχλεί όμως εμένα.
~ Από το βιβλίο Οι Ιστορίες του Κου Κόυνερ