Oί γυναίκες δεν με διασκεδάζουν ποτέ. Δεν αισθάνομαι καμιά φιλία γι’ αύτές. (Οί ίδιες άλλωστε αγνοούν πλήρως τί σημαίνει αύτή ή λέξη.) Ή φιλία στή Γαλλία εξάλλου είναι στοίχημα.
Ή λέξη τιμή, επίσης, δεν έχει κανένα νόημα γιά τις γυναίκες.
Δεν τό παίζουν αύτό τό παιχνίδι, εννοούν oμως νά τό παίζουν οί άλλοι μαζί τους.
Tο χειρότερο άπ’ oλα είναι τό ζευγάρι.
Καθένας ξεχωριστά σου αρέσει* οί δυο μαζί είναι κόλαση. ‘Όσο γιά τό νά είσαι ό φίλος και των δύο, είναι ό τετραγωνισμός του κύκλου. Τό ζευγάρι είναι ένας συνεταιρισμός* ό συνεταιρισμός, ((ή ισχύς εν τη ενώσει », είναι βαρετός γιατί είναι χρήσιμος. Ό έρωτας πρέπει νά είναι μιά εταιρεία άμοιβαίας εξόντωσης και όχι άλληλοϋποστήριξης. Είναι εξίσου δύσκολο νά γίνεσαι μάρτυρας στή συνενοχή ενός ζευγαριού όσο και στήν άσυμφωνία του. Τό ζευγάρι δεν σκέφτεται ποτέ τήν άφόρητη θέση στήν οποία βάζει τό τρίτο πρόσωπο* το ζευγάρι δεν είναι ποτέ απλό, γενναιόδωρο, αύθόρμητο* δεν είναι παρά επίκριση, κομπίνα και εγωισμός. Είναι κάτι απάνθρωπο: ένα τεχνητό δημιούργημα πού υπάρχει γιά κοινωνικούς λόγους. Μπορεί τό ζευγάρι νά μισιέται, άγαπιέται δμως δταν πρόκειται νά συμπράξει εναντίον τρίτων* είναι σάν εκείνα τά μασημένα γρανάζια πού τρώγονται, άλλά κάνουν μιά χαρά τη μηχανή νά δουλεύει.
Εύτυχώς όμως πού « ή γυναίκα δεν είναι πάντοτε τό θηλυκό του άντρα* μπορεί ένα ζευγάρι νά αποτελείται άπό δύο τελείως άνόμοια μεταξύ τους άτομα)). Ό Μπαλζάκ τό λέει αύτό* και είναι παρηγορητικό. Ή Μαρί Λωρανσέν έλεγε : ((Μισώ αύτό τό τρίτο πρόσωπο πού ονομάζεται τό Ζευγάρι ».
Ό Μπόυ Καπέλ μου έλεγε συχνά:
– Μήν ξεχνάς πώς είσαι γυναίκα…
Ή άλήθεια είναι ότι τείνω νά τό παραξεχνάω.
Γιά νά τό θυμαμαι, στέκομαι μπροστά σ’ έναν καθρέφτη : βλέπω τήν εικόνα μου, το διπλό άπειλητικο τόξο τών φρυδιών μου, τ άνοιχτά σάν της φοράδας ρουθούνια μου, τά μαλλιά μου, πού είναι πιο μαΰρα κι άπ’ του διαβόλου, τό στόμα μου σάν χαράδρα άπ’ όπου ξεχύνεται μιά εύέξαπτη δσο και γενναιόδωρη καρδιά* και, ώς επιστέγασμα δλων αύτών, ένας τεράστιος φιόγκος μικρού κοριτσιού πού πηγαίνει σχολείο, κι άπό κάτω το βασανισμένο πρόσωπο μιας γυναίκας πού παραπη- γε σχολείο! Ή μαύρη τσιγγάνικη επιδερμίδα μου, οπου τα δόντια και τα μαργαριτάρια αντανακλούν πάνω της τη διπλή τους λευκότητα* τό σώμα μου, ίδια ξερακιανό σαν τον κορμό του αμπελιού χωρίς σταφύλια* τα αργασμένα χέρια μου, με τούς κόμπους τους σαν ψεύτικη σιδερογροθιά.
H σκληρότητα του καθρέφτη άντανακλα τη δική μου σκληρότητα* είναι μια πάλη σώμα με σώμα ανάμεσα σ’ αύτόν και σε μένα* εκφράζει ό,τι σαφές, αποτελεσματικό, αισιόδοξο, φλογερό, πραγματιστικό, μαχητικό, περιπαικτικό και δύσπιστο ύπάρχει μέσα μου και πού φωνάζει από μακριά πώς είμαι Γαλλίδα. Υπάρχουν τέλος κι αύτά τά καστανόχρυσα μάτια μου, πού έποπτεύουν τήν είσοδο στήν καρδιά μου: εκεί βλέπει κανείς πώς είμαι γυναίκα.
Μιά δύστυχη γυναίκα.
Απόσπασμα και εικονογραφήσεις από το βιβλίο “Η αύρα της Σανέλ” του Paul Morand, εκδόσεις ΑΓΡΑ.
Περισσότερα αποσπάσματα εδώ.