Οι καλύτερες προσευχές δεν ακούγονται. Απλά γίνεσαι μάρτυρας σε κάτι που δεν περιγράφεται και αργοπεθαίνεις. Ένα σημείο του σύμπαντος όλο δικό σου, ένα μόριο που καταλαμβάνεις μόνο εσύ για λίγο. Είναι μια ανοιχτή πρόκληση που δεν ζήτησε κανείς, τόσο μικρή, αλλά ξέρεις ότι δεν θα περάσει απαρατήρητη στη γελοία αιωνιότητά σου. Ένας από τους μαυροντυμένους άντρες έγνεψε κάπως μέσα στα χέρια του. Ένας άλλος τον κοίταξε από μάτι μαυρισμένο, χτυπημένο, είχε αρχίσει να κιτρινίζει και να πρασινίζει το τραύμα όμως σα ψεύτικο κόσμημα. Αυτοί οι άντρες ποτέ δεν ακούνε τον θόρυβο στο κεφάλι τους, δεν ξέρουν όσους σκότωσαν, περιφέρονται σαν αδέσποτα ζώα, εσύ ήσουν απλά ένα που δεν ήξερε να περάσει τον δρόμο και το χτύπησαν με το αμάξι σαν απρόσεκτοι κανίβαλοι. Ξέρουν ότι μπορούν να σπάσουν το λαιμό σου ακαριαία, ξέρουν να μπαίνουν και να βγαίνουν από τις αρτηρίες των θυμάτων τους. Ξέρουν ότι αν πιστεύουν σε αυτό που κάνουν αρκετά, δεν θα τσιρίξεις. Και οι καλύτερες προσευχές δεν ακούγονται.
.
Την άκουσα που ερχόταν. Όπως το φως έρχεται από το τίποτα και πάει στο πουθενά, ίσως δεν είχε πια νόημα εδώ που βρεθήκαμε κι οι δυο. Είχα πιαστεί έτσι που με έδεσαν σφιχτά τόση ώρα. Αλλά ο πιο σοφός μου μυς είναι μονίμως ανικανοποίητος, αυτή η γλώσσα μου δε σταματάει:
.
“Με ψέματα κρύβουμε τα λάθη μας. Σιγά τα νέα.” Την είχαν φέρει αλλά δεν κοίταξα προς τα εκεί σα να μη με ένοιαζε. “Μας μαθαίνουν από μικρά να μην πιστεύουμε το σώμα μας. Όλο παρεμβολές και διαστροφές είναι το σώμα, άλλα λέει τη μια, άλλα την άλλη.” Στην άκρη της όρασής μου αναγνώρισα τα καλλίγραμμα πόδια της. “Ακόμα και με το πιο απλό άγγιγμα λέμε ψέματα. Φοράμε ρούχα, φοράμε γάντια και καλσόν για να μην μας καταλάβουν. Οι γιατροί με στηθοσκόπιο ακούνε μέσα μας, ακούνε μια καρδιά που με κάθε χτύπο επαναλαμβάνει ότι δεν είναι η ψυχή.” Η δικιά μου καρδιά είχε αρχίσει να χτυπάει υπερβολικά δυνατά. Πήρα βαθιά ανάσα για να ρίξω την συμπερασματική ψευτοσοφία μου. “Ναι, βέβαια, με ψέματα κρύβουμε τα λάθη μας. Και η ανθρωπιά είναι το μεγαλύτερο και πιο απρόβλεπτο ψέμα από όλα.”
.
Αν και κοιτούσα χαμηλά για να αποφύγω το βλέμμα της, είδα τα παπούτσια της. Η μπότα του φύλακα κούνησε μια πέτρα και ξύπνησε ένα κουνούπι. Πέταξε λίγο χορεύοντας στο ρυθμό μιας ψαλμωδίας του μυαλού μου κι έκατσε αμέσως μετά λίγο πιο δίπλα σε μια λακούβα νερό πεθαμένο. Δίπλα στη μήτρα και τον τάφο του. Η δεύτερη μπότα έσκασε στη λακούβα και δεν νομίζω χώραγαν άνετα και τα δυο εκεί μέσα. Είδα στο μπράτσο μου τον κνησμό από το τσίμπημά του και πέθανα λίγο μαζί του, είχαμε το ίδιο αίμα οι δυο μας μάλλον.
.
Με κοίταζε.
.
Είχε σκύψει εκεί που ήταν τα μάτια μου για να την δω. Κάπως γελοία σκηνή, κάπως γελοίος μάλλον εγώ, σα να χρειαζόμουν υπενθύμιση πόσο λίγο ξέρω να αγαπώ. Δυο μικρά νομίσματα στο μπωλ του πεινασμένου ζητιάνου που πέρασα στο δρόμο. Σαν ψάρι που κρατάς αμήχανα μέσα σε πλαστική σακούλα μετά από δεξίωση που τα είχε στο τραπέζι προσπάθησα να περάσω απαρατήρητος αλλά και να φτάσω σπίτι μου πριν πάει κάτι λάθος. Τρίχες που έπεσαν και δέρμα που ξεφλούδισε τα λόγια μου, φλόγες με καίνε, δικές μου είναι; Αν ρωτούσαν τον Αδάμ πριν πεθάνει για το μήλο και το φίδι, το είχε μετανιώσει άραγε;
.
“Γιατί φορμάς αυτό το κορμάκι;” Με κοίταξε έντρομη. Τόσο μονόλογο που τους είχα ρίξει ποιητικό, δεν περίμεναν κάτι πεζό σαν αυτό που τόσο επιθετικά πέταξα τώρα. “Με αυτό το κορμάκι το ξέρεις, με κάνεις ότι θέλεις. Μπορείς να πεις ότι σου έρθει και θα το δεχτώ. ‘Πάμε για ψώνια’ ή ‘θέλω γούνα’ ή ‘δεν θέλω να φάω σουβλάκι’. Δείχνεις δέκα χρόνια μικρότερη με αυτό πάντα, σαν τα κοριτσάκια στο Instagram που κορδώνονται γύρω από πισίνες και παραλίες, χωρίς όμως καν να προσπαθείς εσύ. Όπως κι αν γυρνούσες σπίτι με αυτό το κορμάκι, όσο ιδρωμένη, ζαλισμένη, φορτωμένη ή τσαντισμένη εγώ απλά ήθελα να χουχουλιάσω δίπλα σου κι ας με έσκιζαν τα φερμουάρ του, κι ας γελούσαν οι φίλοι μου από τις γρατζουνιές που αποκτούσα έτσι. Μπορώ να σε κοιτάω ώρες να μιλάς όταν το φοράς, δεν με νοιάζει τι λες σχεδόν, πες για δίαιτες αν θες που αλλιώς με ενοχλεί πολύ, αρκεί να κινείται, έστω και λίγο το σώμα σου σε αυτό το κορμάκι, να αλλάζουν οι καμπύλες διαρκώς σαν ήρεμη θάλασσα που φουσκώνει και μεταμορφώνεται, θέλω απλά να φωνάξω δυνατά ‘απαγορεύεται! Απαγορεύεται κυρία μου να είστε τόσο ερωτική τέτοια ώρα το μεσημέρι χωρίς καν να προσπαθείτε!’ ή να ζητήσω από κάποιον γιατρό, κάποιον μηχανικό, μια ομάδα επιστημόνων κάπως να κόψουν το κορμάκι έτσι με εσένα μέσα να το έχω στο σαλόνι να το χαζεύω. Αλλά δεν σου το είχα πει ποτέ, απλά καθόμουν ευγενικά, μίλαγα για άλλα πράγματα, τα αποδεκτά, τα μετρημένα. Μπορεί να το κατάλαβες από την ταχύτητα με την οποία το αρπάζω μόλις με κοιτάξεις ερωτιάρικα. Ή από το τρέμουλο όταν μου ζητάς να το ξεκουμπώσω.”
.
Τα κατάφερα. Χαμογέλασε. Αυτό ήταν ειλικρινές χαμόγελο και μάλιστα λίγο ερωτικό. Αλλά αμέσως άλλαξε ύφος και άρχισε να μιλάει έτσι όπως μιλούσε όταν έκανε παρουσιάσεις στη δουλειά της. Πολύ καλά εξασκημένη παρουσίαση μάλιστα.
.
“Όταν ήμουν μικρή, μια μέρα ήρθε ένας μυστήριος φάκελος στο σπίτι με το όνομά μου. Μεγαλούτσικος και με πλαστικό από μέσα.” Οι μαυροντυμένοι φύλακες πλησίασαν να ακoύσουν. Προφανώς όσο καιρό την είχαν φυλακισμένη δεν είχε μιλήσει. Είχε απαλή αλλά σταθερή και πειστική φωνή. “Στην αρχή δεν τολμούσα να τον ανοίξω μόνη μου. Πήγα σχολείο κι όταν γύρισα τον είδα άδειο και αυτό που ήταν μέσα σε ράφι. Σαν κειμήλιο. Το είχε βάλει η μάνα μου εκεί. Ένα κομμάτι ξύλο και δίπλα ένα χαρτί που έλεγε ‘από την κιβωτό’, αυτά μόνο είχε μέσα ο φάκελος. ‘Ρε μαμά, τι κιβωτό λέει εδώ; Την κιβωτό του Νώε;’ κι από την κουζίνα ακούστηκε η μητέρα μου να απαντάει ‘γιατί; Ξέρεις πολλές κιβωτούς εσύ; Έχει κάτι σημάδια το ξύλο από πίσω κορίτσι μου, δες τι θα γίνει στο τέλος;’ Και εγώ σκέφτηκα ‘το τέλος; Πιο τέλος;’ “
.
Οι άλλοι δεν κατάλαβαν τίποτα. Εγώ όμως είχα περάσει τόσο καιρό μέσα σε αυτά τα μάτια και μέσα σε αυτό το κορμάκι. Έκλαιγε όταν τελείωνε, με κρατούσε σφιχτά, έσβηνε και άναβε σαν βεγγαλικό σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου. Ήταν ένα βλεφάρισμα. Για εμένα ήταν ένα ερώτημα που απάντησα με τα μάτια γιατί κάτι επικό είχε ετοιμάσει και δεν θα το έχανα με τίποτα, απλά επειδή δεν της απάντησα τώρα. Συνέχισε, ή μάλλον για τους άλλους, δεν είχε σταματήσει καν.
.
“‘Ποιο τέλος;’ , έτσι φώναξε η μάνα μου από την κουζίνα. ‘Ποιο τέλος;’” Κάτι ένιωθα στον βράχο έτσι που ήμουν κολλημένος. Τσέκαρα τα σημεία που με είχαν δέσει και δοκίμασα αν είχα αρκετά χώρο να βγάλω τα χέρια. “Ποιό τέλος;” Ξαφνικά, σχεδόν σαν έκρηξη, γέμισε νερό παντού, ένιωσα το κορμάκι της να κολλάει πάνω μου, είδα τους φύλακες να φεύγουν σαν καρυδότσουφλα, σαν όσα ζώα την εποχή του Νώε δεν είχαν πάρει εισιτήριο για την κιβωτό. Τα δεσμά που καταριόμουν τόση ώρα μας κράτησαν ζωντανούς, τα νερά πέρασαν. Είχα μια τεράστια γρατζουνιά, πιο μεγάλη από παλιά, από το φερμουάρ στο κορμάκι της κι ένα χαμόγελο πιο μεγάλο από ποτέ στο στόμα.
.
“Ποιο τέλος;” ρώτησα κι εγώ. Με φίλησε στα πεταχτά.
.
“Το τέλος, τέλος.”
.
Με είχε ήδη λύσει και ξεκίνησε σχεδόν τρέχοντας σαν να ήξερε που έπρεπε να πάμε. Μουσκεμένοι οι ζητιάνοι της αγάπης φοράμε τον ουρανό και τ’άστρα για ρούχα κάθε καλοκαίρι.
Αυτό είναι το όγδοο μέρος της ιστορίας που εξελίσσεται σε βίπερ έτσι που μπήκε τώρα και το αίσθημα αλλά Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι αυτός, οι ΜεξικανοΠόντιοι συγγραφείς έχουν κάτι από Πάμπλο Νερούδα όλοι μέσα τους, είναι μάλλον επειδή τους πρήζουν στο δημοτικό με τέτοια.