Υπάρχουν ώρες που δεν ξεχωρίζω αυτά που ζω από τα φαντάσματα. Φοράω το πουκάμισο του πατέρα μου και μπαίνει μέσα μου καθώς τρέχω. Σταματάμε γιατί κάτι ψάχνει στον ορίζοντα, πιάνω την ανάσα της και ηρεμώ, ξαναρχίζει και την χάνω. Είχε μια ανησυχία η ματιά της πάντως. Σα να έβλεπε σύννεφα που δεν έχει ο γαλανός ουρανός. Σα να άκουσε παραμύθι αλλά το λάθος παραμύθι. Να έβλεπε πεύκα εδώ που έχει λεύκες. Σα να αμφιβάλλει για τα πάντα. Σα να έχασε τις οδηγίες για να πάει στο παρελθόν. Τρέχουμε ώρα τώρα και νιώθω σαν άλογο που πρέπει να πάρει μέρος σε αγώνα αν και δεν το ήθελε, ιδρωμένο, με τα ρουθούνια να σκίζονται να πάρουν κι άλλον αέρα, τα πόδια να χτυπάνε τόσο δυνατά που νομίζεις ότι θα σπάσουν, αλύπητα χτυπάνε.
.
Ευτυχώς σταμάτησε. Δυστυχώς κάτι περίεργο έβλεπε γύρω μας. Ήταν ένα άνοιγμα μέσα στη βλάστηση με σαφέστατο σχήμα. Ασυνήθιστα επίπεδο σε ένα τοπίο με κλίσεις και ανωμαλίες παντού. Πήρα δύο ανάσες και κοίταξα πιο προσεκτικά. Απλά απίστευτο. Ήταν ακριβώς ίδιο με το σκαρίφημα του σπιτιού που είχαμε πει ότι θα χτίζαμε μαζί πριν δέκα χρόνια που αρραβωνιαστήκαμε. Τώρα στεκόμασταν στο σαλόνι, έτσι το είχαμε σχεδιάσει γιατί είχε την καλύτερη μεσημβρινή θέα. Από εκεί σε κάτι κοτρώνες πιο πίσω η κουζίνα. Δεν ήθελα να με δει καθώς έριξα μια κλεφτή ματιά προς τα δύο μικρότερα δωμάτια των παιδιών που χάσαμε. Μου έπιασε το χέρι. Περπατήσαμε στο ίσιωμα λίγο. Με τράβηξε απότομα σαν να στρίβαμε σε διάδρομο. Έδειξε προς τον ουρανό. Ήταν ίδιος με τον ουρανό τότε και από τον προσανατολισμό κατάλαβα ότι με είχε φέρει εκεί που θα χτίζαμε την κρεβατοκάμαρα. Τι κι αν μας κυνηγούσαν οπλισμένοι άγνωστοι, κάναμε έρωτα σε άνοιγμα στο τοπίο που έμοιαζε με την κρεβατοκάμαρα ενός ανύπαρκτου σπιτιού που δεν χτίσαμε ποτέ μαζί. Την έβλεπα από πάνω μου που έτρεμε με ηδονή και στο μυαλό μου οι τόσες φορές που την είχα ζήσει έτσι πριν δέκα χρόνια έμπλεξαν με τις ακόμα πιο πολλές από τότε που την φανταζόμουν και με στοίχειωνε. Και μέσα το σπίτι που είχαμε φανταστεί μαζί, έγινε φαντασίωση μέσα σε άλλη φαντασίωση, ξορκίσαμε τους δαίμονες, ευλογήσαμε τα θέμελια, ζαλίστηκα διπλά. Τους καλούς ποιητές τους ρουφάει ο ουρανός όταν διαβάζουν στο μυαλό τους στίχους τους.
.
Τελειώσαμε και οι φωνές μας σίγουρα ακούστηκαν σε όλο τον κάμπο. Μπορεί να μας πιάσουν τώρα πιο εύκολα, αλλά αν χτίσω τελικά σπίτι θα ξεκινήσω έτσι από μια φαντασίωση, έναν έρωτα και έναν πίνακα ζωγραφικής που -πριν αρχίσει καν η οικοδομή – θα αιωρείται με μαγικό τρόπο στο κέντρο του σαλονιού.
.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης δεν έχει χτίσει ακόμα σπίτι. Οι ελεύθερες να πάρουν σειρά, Ε9 στο χέρι κλπ, είναι μόνο μισός Μεξικάνος, το άλλο μισό Πόντιος/Έλληνας, Ε9 κορίτσια, ξέρετε.