(ΉροδότουΊστορίαι, II, 172-174)
Στις πιο ενδιαφέρουσες εικόνες μοναρχών που συνθέτει στο έργο του ό πατέρας τής’Ιστορίας Ηρόδοτος ανήκει ασφαλώς εκείνη τοΰ Αιγυπτίου βασιλιά (άπό τό 57° ώς τό 52-6) Άμαση. Ό ιστορικός δέν κρύβει τήν συμπά- θειά του, χαρακτηρίζοντάς τον -και δικαίως- «φιλέλληνα», έφ’ οσον επέτρεψε σέ “Ελληνες (“Ιωνες κ.ά.) νά ιδρύσουν στήν Αϊγυπτο τήν πρώτη (κάί μόνη) πόλη (τήν Ναυκρατι). Έκτος άπό τις Αιγύπτιες συζύγους του, είχε και μία Ελληνίδα άπό τήν Κυρήνη. Ό ιστορικός αναφέρει ακόμη τήν γενναιόδωρη προσφορά τοΰ ‘Άμαση στούς Δελφούς, τά αναθήματα και τούς ανδριάντες του στήν Κυρήνη, Σάμο κα\ Λίνδο (II, iyg~l8l) και τήν φιλία του μέ τον τύραννο τής Σάμου Πολυκράτη (II, 182). Έξ άλλου ό «αψεγάδιαστος» («άμωμος») νόμος τοΰ «πόθεν εσχες» πού θέσπισε ό Σόλων στήν Αθήνα, είναι κατά τον Ηρόδοτο εύ’ρημα τοΰ Άμαση (II, 177).
Αυτός ό φιλελλην και συνετός μονάρχης διέθετε όμως φαντασία και χιούμορ – προσόντα στά όποια κατά τον Ηρόδοτο οφείλε, έκτος άπό τήν ευφυΐα του, τήν άνοδο στόν θρόνο, άφοΰ προηγουμένως ηταν απλώς διοικητής ενός νομοΰ κα\ οί Αιγύπτιοι δέν τον είχαν σέ μεγάλη υπόληψη εξαιτίας τής ταπεινής του καταγωγής (II, 172., 2.). Τήν προκατάληψη των συμπατριωτών του αντιμετώπισε ό ‘Άμασης, συμφωνά μέ τήν διήγηση τήν οποία παραδίδει ό Ηρόδοτος, μέ ενα έξυπνο εύρημα πού δείχνει φαντασία και χιούμορ. Γι’ αυτόν τόν λόγο αλλά και γιά τό πολιτικό της νόημα θά ηταν ευρέως γνωστή (κα\ προσφιλής) στήν ελληνική δημοκρατική κοινή γνώμη τοΰ 5ου π.Χ. αιώνα. Άλλωστε κάποια ιδιαίτερη συμπάθεια θά πρέπει νά είχαν οι ‘Έλληνες γι’ αυτόν τόν Αιγύπτιο μονάρχη, πού δέν θεωρούνταν μόνο «φιλέλλην», άλλά και «μάταιος» (= ελαφρόμυαλος) κα\ «φιλοπό- της» κα\ «φιλοσκώμμων» και «παγνιήμων», όπως χαρακτηρίζεται άπό τόν Ηρόδοτο κα\ όπως φαίνεται κα\ άπό τις δυο άλλες διηγήσεις πού άκολουθοΰν.
Οί χαρακτηρισμοί αύτο\ όπως κα\ οι διηγήσεις (προφανώς ανέκδοτα) πού δείχνουν τήν φαντασία κα\ τό χιοΰμορ τοΰ Αιγυπτίου μονάρχη προέρχονται πιθανώ- τατα άπό’Έλληνες και άπηχοϋν ελληνικές αντιλήψεις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα γιά τήν τρίτη, συμφωνά μέ τήν όποια ό Άμασης τιμοΰσε προπάντων εκείνους τούς (Αιγυπτίους) θεούς πού τόν είχαν καταδικάσει γιά κλοπή, επειδή -κατά τόν ισχυρισμό του- αύτο\ μόνον μπορούσαν νά βρουν τήν άλήθεια.
«Οταν δ Άπρίης εχασε την εξουσία, τον διαδέχτηκε ο Άμασις πού καταγόταν από την πολιτεία Σιουφ τοΰ νομού Σα’ίτη. Στην αρχή οί Αιγύπτιοι τον περιφρονούσαν και δεν τοΰ είχαν σεβασμό, επειδή πριν ήταν κοινός πολίτης κα\ δεν καταγόταν από σπουδαία οικογένεια” αλλά σιγά σιγά χωρίς σκληρότητες κα\ με σωφροσύνη τους ‘έφερε με το μέρος του. Ειχε χίλια δυο αγαθά και ένα άπ’ αυτά ήταν ενα ολόχρυσο αγγείο γιά ποδόλουτρο, στο όποιο ό ‘ίδιος ό Άμασις και οί καλεσμένοι του ‘έπλεναν τά πόδια τους. Τό αγγείο αυτό τό εσπασε και με το μέταλλο εκανε τό άγαλμα ενός θεοΰ κα\ τό εστη- σε στο σημείο εκείνο της πολιτείας που τοΰ φάνηκε τό καλύτερο. Οι Αιγύπτιοι πήγαιναν συχνά στο άγαλμα κα\ τό σέβονταν πολυ.’Όταν ο Άμασις πληροφορήθηκε τί έκαναν οί πολίτες του, κάλεσε τους Αιγυπτίους και τους είπε οτι τό άγαλμα είχε γίνει από τον ποδονιπτήρα, μέσα στον όποιο πριν οί Αιγύπτιοι έκαναν εμετό, ούροΰσαν και επλεναν τά πόδια τους, αλλά τώρα τό σέβονταν. “Ύστερα τους ειπε οτι ή περίπτωσή του ήταν ή ‘ίδια μέ τον ποδονιπτήρα. Πριν ήταν ενας απλός πολίτης, αλλά τώρα ειχε γίνει βασιλιάς κα\ τους ζήτησε νά τον τιμοΰν κα\ νά τον σέβωνται. Μ’ αυτό τόν τρόπο εκανε τους Αιγυπτίους νά παραδεχτούν τήν εξουσία του».
(Άγγ. Βλάχου, Ηροδότου Ίστορίαι, Μετάφραση, Αθήνα 197&\ τ· Π, ill)
“ΤΡΟΠΟΙ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΧΙΟΥΜΟΡ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ” του Ι. Τουλουμάκου.