Τα καλλίτερα πράγματα στη ζωή είναι δωρεάν και εμφανίζονται εντελώς αναπάντεχα . Αν δεν τα δαμάσεις, θα σε καταπιούν. Αν δεν τα δεχτείς, θα σε καταστρέψουν. Εγώ σας το είπα, αμαρτίαν ουκ έχω. Το είπα και στη Λουΐζα. «Ποια είναι αυτή;», θα με ρωτήσετε με το δίκιο σας. Λοιπόν…
Η Λουΐζα ζει και μεγαλουργεί στη Ρώμη. Ακριβοθώρητη στα κοινωνικά γκαλά και τις πολύβουες συνάξεις, πανταχού παρούσα όμως στους εμπορικούς κύκλους της τέχνης. Τρεις γκαλερί και ένα περιοδικό, αποκλειστικά συνδρομητικό για πελάτες που είναι πρόθυμοι να επενδύσουν σε ακριβά κομμάτια. Να μην σας σκανδαλίσω με τις ενδυματολογικές επιλογές της. Όλα επώνυμα μεν, αλλά πάνω της χάνουν την αναίδεια του ακριβού, ταιριασμένα με την εκλεπτυσμένα εξεζητημένη φιγούρα της, που ποτέ δεν γίνεται κραυγαλέα. Εκτός εργασίας μπορεί να την πετύχετε ντυμένη με δερμάτινα πάνω σε μια Harley, να κόβει βόλτες στην εξοχή, άλλο αυτό είναι άλλη ιστορία.
Μια φορά το χρόνο, η φιλτάτη Λουΐζα, μετά Αλβέρτου συζύγου και τέκνων ,καταφθάνει για ολιγοήμερες διακοπές στα νησιά των Κυκλάδων. Συνήθως τους φιλοξενώ δυο-τρία βράδια. Ο αεικίνητος Αλβέρτος φορτώνει την πιτσιρικαρία στο SUV και κόβουνε βόλτες στην Αθήνα, ενώ εμείς αράζουμε και τα λέμε.
Από την ώρα που τους παρέλαβα από το αεροδρόμιο, διέκρινα μια ανεπαίσθητη αλλαγή επάνω της. Διακριτικός, περίμενα να έρθει η ώρα της βραδυνής ιεροτελεστίας για να μου τα πει. Παρατήρησα λίγο πιο προσεκτικά τον Αλβέρτο, μήπως καταλάβω κάτι, αλλά σε αυτόν δεν είδα αλλαγή. Πανύψηλος, γεματούλης, χαμογελαστός και με μια υποψία υπεροψίας και αδιαφορίας στη ματιά του, όπως πάντα.
Η πρώτη νύχτα ξεκίνησε χαλαρά, ρώτησε ελάχιστα και έπαιζε συνέχεια με ένα εβένινο ροζάριο, αντί να καπνίζει. Όταν σταμάτησα να φλυαρώ, αυτά που άκουσα από το στόμα της με εξέπληξαν.
«Roberto, ποτέ στη ζωή σου να μην πεις «αυτό δεν γίνεται». Όπως ξέρεις στην σελίδα μου έχω πάνω από τρεις χιλιάδες φίλους. Διασκέδαζα πάντα με τους κάθε λογής σαλταδόρους του καναπέ, που με περιτριγύριζαν. Με τα φιλαράκια σπάμε πλάκα και τους ταράζουμε στο δούλεμα. Ειδικά αυτούς που ζητάνε την συνδρομή κοινών γνωστών για να με γνωρίσουν. Σχεδόν κανένας από το πλήθος δεν γνωρίζει τα επαγγελματικά ή τα οικογενειακά μου. Συνήθως πετάω καμιά διφορούμενη σοφία , σχολιάζω περιπαικτικά μια γαμάτη φωτογραφία μου και γίνεται παιχνίδι».
Παύση…
Τσιμουδιά εγώ…
«Πάμε πίσω οκτώ μήνες. Ένα βράδυ, αφού αποδέχθηκα μερικά ακόμη αρσενικά αιτήματα, έρχεται μήνυμα: «Καλησπέρα, συγχωρήστε μου το απύθμενο θράσος, αλλά ελπίζω ο τάδε να μην είναι πραγματικά φίλος σας, διότι θα απογοητευθώ, Alessandro». Ποιος είναι αυτός ο αναιδής, αναρωτήθηκα. «Καλησπέρα, όχι δεν είναι πραγματικός φίλος. Επιβραβεύω το θράσος σας με πρόσκληση στην αποψινή μας συζήτηση» απαντώ. Τι το ήθελα; Χώθηκε σαν τον λύκο στο μαντρί και άρχισε τις δαγκωνιές. Δαγκωνιές με στυλ, ελαφρά ειρωνικές, ποτέ όμως παρατραβηγμένες ή άξεστες . Η περιέργεια μου φούντωσε. Πέρασαν μήνες. Μια εμφανιζόταν ο Alessandro, μια εξαφανιζόταν. Αραιά και που έστελνε ένα φαινομενικά άσχετο μηνυματάκι. Σιγά σιγά έγινε απαραίτητος στις κουβέντες. Κίνδυνο δεν μυρίστηκα, επειδή παρέμενα οχυρωμένη πίσω από την μαγική δυνατότητα της διαγραφής. Όταν μου είπε πως έχει έδρα το Κάπρι και σπάνια έρχεται στη Ρώμη για δουλειές, χαλάρωσα εντελώς.»
«Λουΐζα, τελείωνε, που είναι ο Δράκος της ιστορίας;» σφύριξα ανυπόμονα.
«Λοιπόν» είπε και κόμπιασε ελαφρά, «τρεις μήνες πριν, με πήρε τηλέφωνο από τη Ρώμη. Χωρίς να το σκεφτώ, τον κάλεσα αμέσως στην γκαλερί, για να γνωριστούμε»
Παύση και βλέμμα στον έναστρο ουρανό.
«Αχ Roberto μου, ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ένας τύπος όλα τα λεφτά. Σκάει χαμόγελο, με αγκαλιάζει και με φιλά. Διατήρησα την ψυχραιμία μου όσο μπορούσα. Αραχτοί στον καναπέ πιάσαμε την κουβέντα για τέσσερις ολόκληρες ώρες. Κατά τις επτά μου λέει χαλαρά «Λουΐζα μου, πρέπει να φύγω, η πτήση μου είναι σε τρεις ώρες και ίσα που προλαβαίνω». Τον βούτηξα αγκαζέ να τον πάω με το αυτοκίνητο μου στο ξενοδοχείο και στο αεροδρόμιο, αλλά δεν άφησε περιθώριο: «Φιλιά, τα λέμε, σύντομα θα ξαναέρθω» και εξαφανίστηκε.
«Λουΐζα, πες μου πως εξαφανίστηκε για τα καλά, να κόψω φλέβες» πετάχτηκα.
«Όχι καλέ μου Roberto, πού να εξαφανιστεί;» απάντησε η φίλη μου με μάτια που γυάλιζαν «Από εκείνη την ημέρα πύκνωσαν τα μηνύματα και τα τηλέφωνα. Για την ταμπακιέρα τσιμουδιά, αλλά ένα υπονοούμενο από εδώ, ένα από εκεί, μια ζέστη, μια κρύο. Χωρίς να το πολυσκεφθώ, αποκάλυψα πράγματα που δεν φανταζόμουν ότι θα πω σε άνθρωπο. Πόσο μάλλον σε κάποιον που έχω συναντήσει όλο και όλο για τέσσερις ώρες. Ώσπου μια Παρασκευή απόγευμα ο Alessandro εξαφανίζεται. Στη τσίτα η καλή σου φίλη, μια να με βρίζω, «τι πράγματα είναι αυτά που σκέφτεσαι παντρεμένη γυναίκα», μια να τον βρίζω, που χάθηκε και δεν κάνει ένα σχόλιο, δεν στέλνει ένα μήνυμα. Μεσημεράκι Δευτέρας όταν τον είδα να χαζολογά online με τους φίλους του, κόντεψα να σκάσω. Τον παίρνω τηλέφωνο, δήθεν να δω τι κάνει και ο απίστευτος τσόγλανος μου λέει χαρούμενα «Καλώς την, θα σε έπαιρνα αργότερα, υπέθεσα πως θα πνίγεσαι στη δουλειά. Το Σαββατοκύριακο, η παλιοπαρέα με τράβαγε συνέχεια στα κλαμπάκια και με πότισαν ότι υπάρχει στον κατάλογο. Είσαι καλά; Πως πέρασες;». Ψέλλισα κάτι άσχετο, μη φανεί η αμηχανία μου και το έκλεισα.
Και εδώ έρχεται το απίθανο.
Μετά από τρεις ώρες, τον καλώ στο κινητό και του λέω κοφτά: «Alessandro, στην διπλανή αίθουσα έχω έναν Άραβα με τα λεφτά στη τσέπη να αγοράσει τη μάνα του και τον πατέρα του. Τον άφησα αμανάτι, για να σου πω πως… σε αγαπώ! Εσύ, έχεις να μου πεις κάτι;».
Ναι ρε βλαμμένε Roberto, είπα επί λέξει «σε αγαπώ»… απάντησε στο ανασηκωμένο φρύδι μου, πριν προλάβω να ξεστομίσω λέξη.
Και τι απαντά ο μούργος; «Με κέρδισες και εγώ το ίδιο». Ο καριόλης, ο σκύλος, o απίστευτος τύπος. Χάθηκε να πει κάτι γλυκό και αυτός;
Τέσπα, που λέμε και στο chat!
Ποτέ δε μου πέρασε από το μελαχροινό κεφάλι, πως θα την πατήσω έτσι. Αύριο βράδυ, θα σου πω τα υπόλοιπα. Σου μιλάω και το μυαλό μου είναι σε αυτόν συνέχεια. Πρέπει να τον πάρω τηλέφωνο, ξεκουμπίσου από εδώ»
Απομακρύνθηκα στο σκοτάδι, με μια παράξενη αγαλλίαση μέσα μου. Η Λουΐζα μου, ας μην το ήξερε η ίδια, είχε ανάγκη από έναν Alessandro στη ζωή της. Θα αρχίσετε τώρα να βγάζετε τη χολή σας και την κακία σας. Μπουρμπουρούδες μου η μαύρη ζήλια σας κάνει να κράζετε. Ο φθόνος που δεν έλαχε σε εσάς το απρόσμενο ηφαίστειο.
Εσείς μπορείτε να βράστε στο ζουμί σας, μέχρι να σας πω την συνέχεια.
Ακούστε όμως το τραγουδάκι που έβαλε η Λουΐζα στο iPhone player.
Είναι τέλειο για την σημερινή πανσέληνο της καρδιάς της.
“Steal my Heart away, Van Morrison”