Από την Άρια Σωκράτους.
Ο Antonio Molina είναι ένας μεγάλος λογοτέχνης με παγκόσμιες διακρίσεις. Έχει τιμηθεί δύο φορές με το Premio Nacional de Narrativa, τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες, ενώ από το 1998 έγινε Μέλος του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας ως αναγνώριση της προσφοράς του στη λογοτεχνία.
Μόλις έλαβα στο mail μου μια πρόσκληση για μια λογοτεχνική διάλεξη του συγγραφέα από το Instituto Cervantes της Νέας Υόρκης, στην αρχή απέμεινα να κοιτώ τον υπολογιστή μου για αρκετά λεπτά αδυνατώντας να συνειδητοποιήσω πως θα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά αυτόν τον εξαιρετικό λογοτέχνη και να παρακολουθήσω μια διάλεξή του.
Η διάλεξη πραγματοποιήθηκε σ’ένα αμφιθέατρο κατάμεστο από ανθρώπους της τέχνης και του πνεύματος, από δημοσιογράφους των ισπανόφωνων Μέσων Ενημέρωσης της Νέας Υόρκης και από φοιτητές του Ινστιτούτου.
Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η απλότητα και η προσήνεια που είχε ως άνθρωπος, η έμφυτη συστολή του και η παντελής απουσία κάθε ίχνους αλαζονείας και σνομπισμού.
Ξεκίνησε να μιλάει για τα παιδικά του χρόνια στην Ισπανία και για την κλίση που είχε από παιδί στις ξένες γλώσσες. Η εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας ήταν υποχρεωτική και παράλληλα άρχισε να μαθαίνει γαλλικά, η οποία όπως είπε, ήταν και η γλώσσα που «ερωτεύτηκε».
Τα γαλλικά γι’αυτόν ήταν ανέκαθεν μια γλώσσα υπέροχη, μελωδική κι ερωτική, ενώ τα αγγλικά τα θεωρούσε ως πρωταρχικό μέσο επικοινωνίας.
Παρόλη την αγάπη του για τη γαλλική γλώσσα, ο ίδιος έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία στην Αμερικάνικη λογοτεχνία. Τον ενέπνεε η χειρουργική ακρίβεια και το θεματικό περιεχόμενο της.
«Η ομορφιά της αγγλικής γλώσσας είναι η πειθαρχία της. Μια πειθαρχία που απουσιάζει από την Ισπανική γλώσσα», δήλωσε.
Το 1993, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στην Ισπανία, πήρε τη μεγάλη απόφαση να μεταναστεύσει και να ζήσει μόνιμα στις Ηνωμένες Πολιτείες και συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη, όπου ζει μέχρι σήμερα.
Θεωρεί πως ο συγγραφέας είναι πρωτίστως ένας πολίτης του κόσμου και η λογοτεχνία μια δημιουργία με πινελιές κοσμοπολιτισμού, μια υπόθεση καθαρά προσωπική.
Κάποια στιγμή, με αφορμή τον θάνατο του Κολομβιανού συγγραφέα Garcia Marquez, ρωτήθηκε από ένα δημοσιογράφο να τοποθετηθεί σχετικά με τον ορισμό του συγγραφέα ως σύμβολο.
Ο ίδιος απάντησε πως δεν θεωρεί πως ένας συγγραφέας μπορεί να αποτελέσει σύμβολο μιας χώρας για οποιοδήποτε λόγο και στο σημείο αυτό εξέφρασε έντονα την αντίθεση του με την ανακήρυξη του Marquez ως σύμβολο λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και την μακροχρόνια φιλία του με τον Φιντέλ Κάστρο.
«Ένας συγγραφέας δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να είναι σύμβολο. Ο σκοπός του είναι εντελώς διαφορετικός, υπηρετεί την τέχνη, δεν την χρησιμοποιεί για την δική του προσωπική ανέλιξη. Εγώ προσωπικά δεν θα ήθελα να ήμουν το σύμβολο καμίας χώρας. Η προσωπική μου άποψη για τον ορισμό του συγγραφέα είναι εντελώς αντίθετη. Είναι ένας εργάτης της τέχνης.»
Όταν ρωτήθηκε για το χρονικό διάστημα που χρειάζεται προκειμένου να γράψει ένα βιβλίο, εκείνος απάντησε πως ο χρόνος είναι καθαρά ένα υποκειμενικό στοιχείο χωρίς συγκεκριμένες σταθερές. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως το τελευταίο του βιβλίο το έγραψε σε διάστημα τριών χρόνων ενώ κάποιο άλλο μόνο σε τρεις μήνες.
«Πολλές φορές μου έρχονται στο μυαλό τίτλοι και τους καταγράφω, ενώ δεν έχω ιδέα για το θέμα των βιβλίων που θελω να γράψω.»
«Η ικανότητα να αφηγείσαι ιστορίες είναι ένα φυσικό ένστικτο που διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι. Όλες τις ικανότητες που έχουν οι συγγραφείς, τις έχουν όλοι οι άνθρωποι, μόνο που δεν το έχουν ανακαλύψει ακόμη. Είναι ένα ταλέντο που φωλιάζει μέσα σε όλους.»
Στη συνέχεια ανέφερε πως όταν έγραφε το τελευταίο του βιβλίο, κάθε μέρα περπατούσε με τις ώρες στη Λεωφόρο Broadway και παρατηρούσε προσεκτικά τον κόσμο που πηγαινοερχόταν βιαστικός. Κάθε μέρα έβλεπε διαφορετικούς ανθρώπους, ποτέ δεν έτυχε να συναντήσει κάποιον δυο φορές.
«Η συστηματική παρατήρηση των ανθρώπων που κυκλοφορούν ανάμεσα μας βοηθάει πάρα πολύ στην οικοδόμηση της μυθοπλασίας. Η Νέα Υόρκη είναι ο πιο ιδανικός τόπος για να βρίσκεται κάποιος που θέλει να γράψει. Είναι μυστηριώδης, κοσμοπολίτικη, πολυσύχναστη, με άπειρα ψήγματα πολιτισμού, ένα πραγματικό θαύμα».
Όση ώρα τον παρακολουθούσα που μιλούσε, στριφογύριζε στο μυαλό μου η σκέψη πως ο Antonio Molina ήταν γεννημένος λογοτέχνης και θα ήταν αδύνατο να μπορούσε να υπάρξει ο,τιδήποτε άλλο εκτός από αυτό.
Η σκέψη αυτή με ώθησε να τον ρωτήσω προς το τέλος της διάλεξης, ποιό επάγγελμα θα επέλεγε να κάνει, αν δεν ήταν συγγραφέας.
«Θα ήθελα να ήμουν πιανίστας. Είναι το ίδιο δημιουργικό και σε ταξιδεύει με τον ίδιο τρόπο όπως και το γράψιμο», απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Οι δυο ώρες που διήρκησε η διάλεξη ήταν αρκετές για να με βοηθήσουν να συνειδητοποιήσω πως κάποιοι άνθρωποι είναι προορισμένοι για μεγάλα και σπουδαία έργα. Το μεγαλείο τους όμως είναι ακόμα πιο εκθαμβωτικό όταν συνοδεύεται από μια αρχοντική και μαγνητική προσωπικότητα.