Σήμερα χάσαμε τον Άριστο. Εξαφανίστηκε.
Εγώ και εκείνος δηλαδή τον χάσαμε, οι άλλοι δεν ξέρω αν τον γνώρισαν ποτέ. Τον είχαν δει, ήξεραν τη μορφή του, αλλά την αριστεία του δεν γνωρίζω αν τους την εμφάνισε ποτέ, αν την έμαθαν, αν υποπτεύθηκαν καν ότι υπήρχε.
Για να είμαι σαφής δεν είμαι καν σίγουρη για το αν τον έχασε και εκείνος ή αν τον έχει κάπου κρυμμένο για να τον ξαναεμφανίσει όταν θα του χρειαστεί. Πάντως μπορώ με κάθε βεβαιότητα να σου πω ότι τον έχασα εγώ. Ο Άριστος δε λέγεται Άριστος. Κακώς, δεν θα μπορούσα να τον ονομάσω τίποτε άλλο παρά Άριστο. Είναι ψηλός, αλμυρός, αθλητικός, ξανθός, με θαλασσινά μάτια γεμάτα υποσχέσεις ειλικρίνειας, καλοσύνης, αγάπης αγκαλιάς και τρυφερότητας και μόλις σηκώσει τα μάτια του από το πάτωμα για να σε κοιτάξει έχει αυτόν τον σπάνιο συνδυασμό σιγουριάς και ανασφάλειας μαζί. Και είναι μελίρρυτος. Τα λόγια του είναι γεμάτα γλύκα χωρίς να γίνεται στιγμή γλυκερός. Τόση γλύκα δεν την περνάς λεπτό για πλασματική, είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Τίποτε πάνω του δεν είναι ψεύτικο. Είναι η αριστεία προσωποποιημένη. Ακόμα και τα μαλλιά του, τα τσαπατσούλικα μαλλιά του, ταιριαστά τακτοποιημένα πάνω του. Το κυριότερο όμως από όλα είναι ότι μυρίζει τέλεια. Η μυρωδιά του ήταν ο θάνατος μου.
Ο συναισθηματικός, όχι ο σωματικός εφόσον όπως βλέπεις είμαι εδώ τυπικά ζωντανή και σου γράφω. Το ξέρω ότι θα προτιμούσες να σε πάρω τηλέφωνο, να κανονίσουμε να σε δω και να στα πω όλα αυτά όταν θα πίνουμε δυο τρία ποτήρια σαμπάνια, μαζί σου μόνο σαμπάνια και φράουλες -πόσο κλισέ- για να μου τις ταίζεις στο στόμα και καθώς θα σου διηγούμαι την ιστορία να γελάμε, όπως κάθε φορά που εκείνος που είναι πολύ καλός για είναι αληθινός δεν είναι, μόνο εσύ, αλλά δεν μπορώ να γελάσω γιατί Αυτός είναι.
Είναι τόσο αληθινός όσο και ο πόνος μου. Συγχώρεσε με που δεν απαντάω στα τηλέφωνα, που δεν ήρθα μαζί σου στο ταξίδι, που σε έκανα να περιμένεις ότι θα είμαι για πάντα μαζί σου, αλλά πονάω. Σήμερα θα χάσεις και εσύ εμένα. Βλέπεις; Εκείνος τελικά είναι πιο καλός. Μέτρησε τους πόνους και έβγαλε τον δικό μου λιγότερο. Ή ίσως τον δικό του περισσότερο. Δεν ήξερε. Όταν ξέρεις δε μετράς πόνους. Μετράς μόνο χαρές.
Όλα ήταν λάθος. Η ώρα, ο Ιούλιος που ήρθε πέντε μήνες νωρίτερα, τα δικά μου λόγια -τα είχα χαμένα, είχα τρομάξει, τι περίμενες;- η νύχτα που μύριζε άμυλο και παγωτό μπισκότο, η Τετάρτη που έπρεπε να ήταν Κυριακή, το ροζ που έγινε γκρι, η τεχνητή δροσιά. Αλλά παρόλο που όλα ήταν λάθος, η βιολογική συμβατότητα είναι αήττητη, το κορίτσι και το αγόρι ήταν τα σωστά και η μυρωδιά του ο λόγος που σήμερα με χάνεις. Εσύ, όλα σωστά, όλα τόσο σωστά μα μυρίζεις λάθος. Συγχώρεσε με, όπως κατάφερα να συγχωρέσω κι εγώ εκείνον. Κι ας τον έχασα. Κι ας μη μάθω ποτέ αν υπάρχει ή αν εμφανίστηκε έτσι ως Άριστος μόνο σε εμένα επειδή είχε καταλάβει καλά πως μόνο έτσι θα δεχόμουν να τον μυρίσω. Μη με μισήσεις. Σε αγαπάω αλλά δε μου λείπεις. Μόνο αυτός. Πάντα χαίρομαι να σε βλέπω αλλά ποτέ δεν πονάω όταν φεύγεις. Μόνο με αυτόν. Κανένα αβάσταχτο δευτερόλεπτο. Και θέλω πάντα να είσαι καλά. Δε με νοιάζει αν είμαι μέρος του καλά. Με νοιάζεις εσύ άσχετα από εμένα.
Δεν έχω καμία ανάγκη να συμμετέχω στην ευτυχία σου. Μόνο στην δική του. Συγχώρεσε με. Όπως συγχώρεσα κι εγώ εκείνον κι ας βρήκε τόσα να μη μου συγχωρέσει. Ακόμα κι αυτό. Όσο εκείνος διαφήμιζε τον εαυτό του εγώ σαμποτάριζα τον δικό μου. Εκείνος πουλούσε εγώ αγόραζα. Δεν του έδειξα τίποτε. Δεν θέλησε να με ξαναδεί. Εξαφανίστηκε. Δεν ήθελα να του στοιχίσω τίποτε. Τα κατάφερα. Ανέξοδα, δωρεάν και δίχως να του κοστίσω ούτε μισή του σκέψη. Στις Καλένδες και στη λήθη.
Έτσι συγχώρεσε με.