Σε μια άλλη εποχή. Σαν film noir.
Κάθομαι νευρικά στην καρέκλα. Δαγκώνω τα χείλη μου. Ένα σφίξιμο στο στομάχι. Εκείνος καθόταν ακριβώς απέναντι.
Οι φίλες μου δίπλα κρυφογελάνε.
“Σε κοιτάζει” μου λέει η κολλητή μου και μου πατάει μια τσιμπιά συνωμοτική στο μπράτσο.
Τα μάγουλα μου έγιναν κόκκινα σαν τις φράουλες. Τον κοιτάζω. Μου κόβεται η ανάσα. Χαμηλώνω το βλέμμα και συνεχίζω να δαγκώνω από αμηχανία τα χείλη μου.
Ο κόσμος που χόρευε ανάμεσα μας μου έκρυβε πού και πού τη θέα. Έσκυβα το κεφάλι οσο διακριτικά μπορούσα. Ήθελα να τον βλέπω. Και τότε στο πικαπ το δισκάκι αλλάζει.
Η μουσική ξεκινάει και εκείνος μου κλείνει συνομωτικά το μάτι.
Σα να μου λέει
“Be my baby…”
Εγώ του ανταποδίδω με χαμόγελο. Κάτι λέει με τους φίλους του. Κοιτάζουν απο τη μεριά μου. Η φίλη μου η Σωσώ μου ψυθιρίζει στο αυτί.
“Εμένα μου αρέσει ο μελαχρινός που είναι δίπλα του”.
“Λες να μας ζητήσουν να χορέψουμε;” της λεω εγώ.
Κάτι λέει σε ένα φίλο του. Εκείνος πηγαίνει και αλλάζει τραγούδι.
Ένα σημειωματάκι έφτασε στα χέρια μου.
Οι φίλες μου δίπλα μου, γελάνε και με σκουντάνε. Εγώ το ανοίγω δειλά δειλά…
“το τραγούδι αυτό για σένα” γράφει.
Η ώρα περνάει. Εκείνος εξακολουθεί να με κοιτάζει και εγώ αμήχανα να χαμηλώνω κάθε φορά το κεφάλι.
Τα φώτα χαμηλώνουν. Η μουσική είχε σταματήσει για λίγο.
Και αρχίζει ξανά…σε διαφορετικούς πλέον ρυθμούς!
Ένας ένας έρχεται και ζητάει τις φίλες μου για χορό.
Μένω μόνη. Εκείνος μόνος απέναντι. “Μα γιατί δεν έρχεται;” σκέφτομαι και ουπς…ξαναδαγκώνω το πάνω χείλος μου.
Το τραγούδι τελειώνει. Κανείς δεν κάθεται. Περιμένουν όλοι το επόμενο.
Τα φώτα χαμηλώνουν λίγο ακόμα. Το φλερτ γίνεται χορεύοντας μπλουζ στο ημίφως.
Κάποιοι κρυφοφιλιούνται. Είναι ευκαιρία τώρα που οι γονείς πήγαν στο διπλανό δωμάτιο.
Εγώ απογοητευμένη χαμηλώνω και άλλο το βλέμμα. Τελειώνει άλλο ένα κομμάτι.
Τότε βλέπω ένα χέρι να απλώνεται να με προκαλεί να χορέψω μαζί του.
Σηκώνω το κεφάλι.Κοιτάζω. Εκείνος μπροστά μου. Δε μιλάει. Αφήνει το στίχο να το πει…
“put your head on my shoulder”
Εγώ τον ακολούθησα. Με έπιασε από τη μέση σφιχτά και κόλησε το μάγουλο του στο δικό μου. Ένιωθα την ανάσα του και τα πόδια μου είχα κοπεί.
Δε μιλήσαμε καθόλου. Πού και πού μόνο σιγοτραγουδούσε τους στίχους του Paul Anka.
Η μουσική σταμάτησε. Εμείς μείναμε εκεί στη μέση. Κολημένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Τα χείλη του ακούμπησαν το μάγουλο μου. Η καρδιά μου ήταν έτοιμη να εκτοξευτεί. Δεν κουνήθηκα.
Και τότε….
Όλος ο κόσμος γύριζε.” Περίμενα τόσο καιρό μια ευκαιρία. Για να βρεθώ μαζί σου”. Μου είπε και με έσφιξε πάνω του.
Τα φώτα άναψαν ξαφνικά. Συναγερμός. Γονείς πλησιάζουν. Εγώ τραβιέμαι απότομα. Γυρίζω να φύγω.
“Επς πού πάς;” μου είπε με νόημα και με τραβάει να συνεχίσουμε το χορο΄…
Η ώρα περνάει. Έρχεται μια φίλη μου. “Πρέπει να φύγουμε είναι αργά”.
Εγώ τον κοίταξα. “Θα τα πούμε σύντομα” μου είπε.
Απλά χαμογέλασα.
Οι φίλες μου με ρωτούσαν στο δρόμο. Εγώ δεν απάντησα. Κρατούσα σφιχτά στο χέρι το σημείωμα που μου έδωσε νωρίτερα και σιγοτραγουδούσα. Τρελή και ονειροπαρμένη.
Κάποιες εποχές. Με φόντο ασπρόμαυρο. Όσο και να ήταν δύσκολες έχουν το άρωμα τσιχλόφουσκας αυτή με τη γεύση φράουλα.
Κάποιες όμορφες μουσικές έμειναν διαχρονικά να μας θυμίζουν τη χαμένη αθωότητα εκείνης της εποχής που το άγγιγμα είχε αξία.
Τώρα πια η μουσική δεν έχει ρυθμό. Δεν έχει συναίσθημα. Απόρροια των γρήγορων πλέον ρυθμών που όλα κινούνται.
Οι άνθρωποι δε φλερτάρουν πια με άγγιγμα. Το δηλώνουν οι χοροί. Μοναχικοί.
Σπασμωδικοί. Κάπου-κάπου συναντιέσαι με κάποιον αλλά ουσιαστικά χορεύεις μόνος.
Έφτασα σπίτι μου. Οι φίλες μου συνέχισαν το δρόμο τους για τα δικά τους σπίτια.
Στο καθιστικό οι γονείς μου με περίμεναν. Ο πατέρας μου κοιτάζει το ρολόι του. Δεν είχα αργήσει. Τους φιλάω πεταχτά και τρέχω στο δωμάτιο μου.
Ανυπομονούσα για την επόμενη του κίνηση.
Το φως έσβησε.
Τα όνειρα ξεκίνησαν….
Το επόμενο πρωί θα ξυπνήσω στο πολύχρωμο σήμερα……