Χθες. Αργά. Γυρίζω από την παράσταση «Καρυοθραύστης» – ωραίο, να πας να το δεις, έχουν μείνει άλλες 2 παραστάσεις.
Τρένο προς Κηφισιά. Γεμάτο, ολοζώντανο. Στη διπλανή τετράδα θέσεων 4 αγόρια, περίπου του Λυκείου, το πολύ φοιτητές. Μιλούν δυνατά, ρίχνουν κεφάλια πίσω και γελούν με την καρδιά τους, μ’ ένα χιούμορ ολόφρεσκο, σαν χνούδι ροδάκινου.
Ώσπου μπαίνει μια νεαρή, ψηλή, ομορφούλα, με ρούχα φθηνά, της μιας σεζόν, τσάντα παλιά, κασκόλ τριμμένο. Ο ένας, ο ξανθός, ευγενικό πλάσμα, την αναγνωρίζει. Οι κόρες του σα να διαστέλλονται. Της μιλάει. Φωτίζεται. Τα μάτια της λαδιά, έχει βάψει ένα νύχι σε κάθε χέρι χρυσαφί, γιορτινό. Κοκκινίζουν. Παράξενο στις μέρες μας μα η κοπέλα δεν έχει κινητό.
«Δώσμου τον αριθμό σου, θα τον γράψω», του λέει. Ψάχνει στυλό. Δεν βρίσκει. Αγχώνομαι. Βουτάω στο σάκο μου, βρίσκω, τους δίνω. Με κοιτούν έκπληκτοι μα παίρνουν το στυλό με χέρια που τρέμουν και λένε 1000 ευχαριστώ.
Εκείνη κατεβαίνει στη Νέα Ιωνία, εκείνος στο Ηράκλειο. Κάθε φορά με ξανακοιτούν με υγρά μάτια που λάμπουν. Λιώνω… Ονειρεύομαι πως θα τους ξαναδώ κάποτε αγκαλιά και πως θα με θυμούνται σαν καλή νεράιδα. Ίσως βέβαια και να μ’ έχουν ήδη ξεχάσει. Έτσι συμβαίνει με τις νέες αγάπες – δεν χωράει άλλος κόσμος ανάμεσά τους.
Δεν έχει σημασία. Γιατί μόνο αυτό θέλω για τα Χριστούγεννα.
Νέες αγάπες, γλυκά χαμόγελα, σφιχτές αγκαλιές και φορτηγά υγεία…
Γίνεται; Ε, Αη Βασίλη;
(Αθηνά Ζαχαράκη)