– Οι ιστορίες, τα πρόσωπα, και οι τοποθεσίες που περιγράφονται από τους συγγραφείς είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας. Οιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις είναι απλά συμπτωματική και ως τέτοια πρέπει να εκλαμβάνεται. Σκύλοι, γάτες, άλογα, και γνωστές, αλλά μη εξαιρεταίες, ‘κότες’ που χρησιμοποιήθηκαν ή θα χρησιμοποιηθούν στο μέλλον από το συγγραφικό δίδυμο χαίρουν άκρας υγείας –
***
BARMAN:
Το καλοκαίρι του 1981 ο σκηνοθέτης των Grease και της Γαλάζιας Λίμνης, Ράνταλ Κλέισερ, σκηνοθετούσε μια εκρηκτική καλοκαιρινή ιστορία που έμελλε να μου αλλάξει την ζωή. Στην κυριολεξία. Ένα νεαρό ανύπαντρο ζευγάρι, ο hot… Michael Pappas (Peter Gallagher) και η καθώς πρέπει Kathy Featherstone (Daryl Hannah) φτάνουν για διακοπές στην μαγική Σαντορίνη. Εκεί, το περίφημο ηλιοβασίλεμα, η εξωπραγματική ενέργεια και ομορφιά του νησιού αλλά εν κατακλείδι ο διάχυτος ερωτισμός και ρομαντισμός όπου βρεθείς και σταθείς, θα δημιουργήσουν μια νέα παράλληλη πραγματικότητα και για τους δύο! Σαν να μην έφτανε αυτό, επικές φυσιογνωμίες σαν τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη (με αφάνα και 35 χρόνια νεότερο) σε ρόλο Greek/σερβιτόρος/lover χωρίς τρίχα για πουλόβερ, αλλά κυρίως μια υπέρμετρα σέξυ, Γαλλίδα αρχαιολόγος (RIP Valerie Quennessen) θα τους αλλάξουν τις ισορροπίες κάνοντας τους να πειραματιστούν. Κυρίως στο κρεβάτι… με μουσική υπόκρουση το “I’m so excited” των Pointer Sisters, το “I just can’t get enough” των Depeche Mode, το “Johnny & Mary” της Τina Turner και άλλα μελωδικά αλλά και ρομαντικά κομμάτια της μαγικής δεκαετίας των 80’s!
“Οι Εραστές του Καλοκαιριού” έσκασαν στις αίθουσες το επόμενο καλοκαίρι (1982) και αποτελούν έναν cult ύμνο στις χαρές του καυτού ερωτικού, Ελληνικού καλοκαιριού! Θα μπορούσα να μιλάω ατελείωτες ώρες για αυτή την τόσο λατρεμένη (μάλλον μέτρια ποιοτικά ταινία) με δεκάδες inside info και με πόσους τρόπους με επηρέασε στην μετέπειτα ζωή και στην επαγγελματική μου καριέρα! Στα 18 μου χρόνια κατάφερα τελικά να επισκεφτώ για διακοπές το μέρος που έμελλε να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου έκτοτε. 35 χρόνια μετά την έξοδο της ταινίας, φέτος το καλοκαίρι πραγματοποιώ την 15η σεζόν μου ως Barman στο νησί με θέα το ενεργό ηφαίστειο.
Στο θέμα μας όμως.
Στην πρώτη συνάντηση των δύο θηλυκών της ταινίας, οι οποίες ανταγωνίζονται (Μάλλον όχι) για τα κάλλη του τυχερού αρσενικού, η… Λίνα… η Γαλλίδα αρχαιολόγος που προαναφέραμε και τρίτο αλλά καθ’ όλα κυρίαρχο πρόσωπο του ‘ménage a trois’, αναφέρει στην Κάθυ κάτι που διάβασε:
— Η ζήλια δεν δείχνει πόσο αγαπάς κάποιον, αλλά πόσο ανασφαλής είσαι.
Μικρός και άγουρος λοιπόν ζήλευα αρκετά! Αργότερα, και μετά τις πρώτες μου αγριεμένες σεζόν στο νησί, είδα τα πράγματα αλλιώς. Αντιλήφθηκα, εν ολίγοις, ότι καμία γυναίκα – καμία όμως – δεν θα είναι ποτέ ολοκληρωτικά ευχαριστημένη από οποιοδήποτε αρσενικό έχει δίπλα της: είτε αυτό είναι δυνατό, έξυπνο, ευαίσθητο, γοητευτικό, αρρενωπό, ευγενικό, πλούσιο ή φτωχό, προικισμένο ή με ‘καλή καρδιά’ (λολ). Άσε που εδώ που τα λέμε, αυτό δεν είναι άντρας, είναι πιτόγυρο απ’ όλα και ακόμη και το λατρεμένο τζατζίκι δεν το… ‘τρώνε’ όλες!
Όσα Lucky Cup, λοιπόν, και να ‘ανοίξεις’ φίλε μου δεν πρόκειται να την πετύχεις όπως ακριβώς την θέλεις. Όσο για αυτές που σε περιμένουν ακόμη να έρθεις επάνω στο κάτασπρο άλογο σου, ήρθε η ώρα να τις πικράνεις κι άλλο! Πες τους ότι του έχεις κάνει ήδη ευθανασία όταν σε έστειλε αδιάβαστο η πραγματική γυναίκα της ζωής σου! Ναι… δεν είσαι εσύ, πες της. Αποδέξου το. Α-π-ο-δ-έ-ξ-ο-υ…το!
Άρα… πως μπορείς να φέρεις σαν άντρας την κατάσταση στα μέτρα σου; Πολύ απλά, δεν μπορείς!
Αν της δείχνεις αδιαφορία (η λεγόμενη θεωρία του γραμματόσημου που όσο το φτύνεις τόσο πιο δυνατά ‘κολλάει’)… έ τότε δεν νοιάζεσαι αρκετά. Αν της δείχνεις το ενδιαφέρον σου με λογικές δόσεις παράνοιας και ζήλιας… αυτή ασφυκτιά!
Οπότε, η ζήλια μου πλέον περιορίζεται στην κατά καιρούς ερωμένη μου. Σε αυτήν την ασυγκρίτως πιο γοητευτική και σέξυ προσωπικότητα που διαφέρει από τις ‘σοβαρές’ σχέσεις που είχα σε ένα πολύ βασικό σημείο – είναι ήδη με κάποιον άλλο! Τέτοιου είδους ερωμένες λοιπόν, έχουν ήδη τον άντρα που χρειάζονται – για να του γκρινιάζουν, να κλαψομουνιάζουν, και να τον κράζουν όταν ξεχνάει επετείους και το γάλα του μικρού από το σουπερμάρκετ… ενώ σε/με εμένα διοχετεύουν όλη αυτή την ενέργεια με τον… ‘άλλο τρόπο’.
Τον δημιουργικό. Τον έντονο. Τον αληθινό.
— Μην παντρευτείς ποτέ…μου είπε για τρίτη φορά στην ζωή μου ένα απόλυτο θηλυκό από τα ΄ξένα΄ πριν λίγες μέρες απολαμβάνοντας ένα ποτήρι σαμπάνιας στην μπάρα μου, όπου φιλοσοφούσαμε για ώρες αναλύοντας και σχολιάζοντας το μεγάλο ταξίδι που ονομάζουμε ζωή.
— Ο γάμος τα καταστρέφει όλα. Τα αλλοιώνει, και εν τέλει, τα ισοπεδώνει. Άσε που πλέον το παιδί που σχεδόν όλοι πάντα θέλαμε να αποκτήσουμε μπορείς να το κάνεις και εκτός νυμφώνος! Ίσως να ‘ναι κι έτσι.
Η ζήλια λοιπόν! Γιατί ακόμα κι αν η μπέρτα μου παλιώνει, υπάρχουν στιγμές που δεν με ελέγχω και την νιώθω την γαμημένη… με την μόνη διαφορά ότι πλέον μου περνάει πιο γρήγορα. Σαν ένας απλός πονοκέφαλος.
Πριν λίγες μέρες, λοιπόν, υποδέχτηκα στο νησί τον Robin, έναν γνωστό μου. Δεν θα πω φίλο μου γιατί πριν την φετινή μας περιπέτεια στην ‘Καλλίστη’ των Κυκλάδων είχαμε βρεθεί μονάχα μια φορά στην προβολή μιας αγαπημένης ταινίας! Ο Robin, όμως, έχει μια δική του ιστορία να διηγηθεί.
Παρουσιάσου λοιπόν νέος και για πες μας: Δεν θα μάθεις ποτεεεεεέ, πόσο πόνεσα κι έκλαψα… – ή μήπως – δεν είσαι μόνη, δεν είσαι μόνη, με μας τους… τρίο… η αγάπη δεν τελειώνει;
Εγώ φεύγω. Με περιμένει η Cat Woman για φαγητό και νιαουρίσματα και θέλει πολύ απόψε να δοκιμάσουμε την νέα της δερμάτινη στολή! If you know what I mean! Δικό σου!
ROBIN:
Οπότε, Barman, στους δύο ο τρίτος (δεν) χωρεί;
Τι να πει ο Νέος στον Παλιό για την ζήλια; Τι να πεις σε έναν άνθρωπο που ο θρύλος λέει ότι κοντεύει γιαβάς -γιαβάς τις πεντακόσιες σελίδες στο μικρο μαύρο του βιβλίο; (Τι βιβλίο δηλ. τόμος της Υδρίας). Τι να πω όταν το δικό μου μικρό μαύρο βιβλίο που κουβαλώ, έχει απ’ έξω τον χειρόγραφο μου τίτλο: Ιστορίες Αγάπης (Και το σίκουελ του “(Κι άλλες) Ιστορίες Αγάπης”; Α ρε Barman. Από που ν’ αρχίσω; Κάτσε – φτιάξε ένα Άπερολ για σένα και μια Μαργαρίτα για μένα! Κάτσε να σου πω εγώ για την ζήλια.
Ήμουν 17 χρονών όταν ένιωσα την έντονη ζήλια για πρώτη φορά. Είχα μακριά μαλλιά που ήταν τίγκα στο λάδι και τον εφηβικό ιδρώτα, ένα ενιαίο φρύδι, και το πρόσωπο μου έμοιαζε σαν πίτσα απ’ την ακμή. Μια κινούμενη μπάλα ανασφάλειας, δηλαδή, για την εξωτερική μου εμφάνιση. Παρά ταύτα, ωστόσο, ήμουν πρόεδρος τάξης, το πιο δημοφιλές παιδί του σχολείου, επικεφαλής της θεατρικής ομάδας και πέντε φορές πανελλήνιος πρωταθλητής θεατρικού διαγωνισμού (Ξενόγλωσσων εκπαιδευτηρίων)!
Και κάπου μέσα σε όλο αυτό, έριξα την γκομενάρα του σχολείου – μια δίμετρη Τσέχα με πόδια μέχρι τον θεό, μακριά κορακίσια μαύρα μαλλιά που έκαναν τρελό κοντράστ με την λεύκη της επιδερμίδα, και με αυτά τα απίστευτα ευρωασιατικά μάτια που έχουν οι Μποέμικοι λαοί που είναι σαν δύο αμύγδαλα να σε κοιτούν. Με είχε ερωτευτεί, παρά το ότι μου έριχνε δύο κεφάλια! Μια μέρα, θυμάμαι, μου έστειλε τριαντάφυλλα την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου μαζί με μια τεράστια λούτρινη καρδιά που αγκάλιαζα κάθε βράδυ που κοιμόμουν μακριά της, σαν καλό πρωτοεμφανιζόμενο στραβάδι στο παιχνίδι του έρωτα.
Ήμασταν μαζί απ’ τα 15 μας όταν την ρώτησα τι ήθελε από μένα για τα γενέθλια της και αυτή απάντησε με αφοπλιστική, για την ηλικία μας, ειλικρίνεια: “Ένα σου φιλί,” και την φίλησα στο προαύλιο μπροστά σε όλους. Και θυμάμαι, η μάλλον νομίζω ότι θυμάμαι, πόσο πολύ ένας πούστης “κολλητός” της με κοίταξε με μια λύσσα, μια μανία, και εκεί άκουσα τα πρώτα ξεκούρδιστα βιολιά της τρέλας που λέγεται μανιώδης, ανασφαλής, ζήλια.
Γιατί ας μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας – κάτι ξέρει η Γαλλίδα αρχαιολόγος του Barman.
Αυτό το φίδι της ζήλιας τρυπάει το μέσα σου. Γεννιέται από ένα πράσινο, κλούβιο αυγό και έρπει μέχρι την καρδιά σου. Σου βάζει ψιθύρους στα αυτιά την ώρα που στο γλύφει με την διχαλωτή γλώσσα του. Κάπως έτσι απλώνεται το δηλητήριο της.
Γιατί μπορεί εκείνη την φορά που πήγανε όλοι σινεμά… που ξαφνικά όλοι οι άλλοι ακύρωσαν, οπότε πήγε μόνη της με τον άλλον… Μπορεί κάτι να έγινε, σωστά; Ή τότε που δεν ήθελε να πάμε οι δυο μας στο μπίτς μπαρ; Ποιος ο λόγος; Κάποιος πρώην, ίσως; Έχει ξαναγίνει αυτό δεν έχει γίνει; Και προχθές πάλι γιατί δεν έστειλε το μήνυμα γεμάτο ‘καρδούλες και ‘αγκαλίτσες’; Έστω μια συγνώμη για την παρεξήγηση ρε αδερφέ… δεν ξέρει πόσο με τσαντίζει όσο τίποτα αυτό;
Έχει γκόμενο. Έχει γκόμενο ή ψάχνει να βρει, δεν εξηγείται αλλιώς! Θα την σκοτώσω… θα την σκοτώσω την μαλάκω! Μα τον Θεό θα την σκοτώσω. Θα την πνίξω με το μαξιλάρι σε σχήμα καρδιάς που μου χάρισε και θα γελάω σαν τον Γούντι τον Τρυποκάρυδο όταν με σύρουν χειροπόδαρα στην φυλακή!
Γιατί πάντα φταίει η άλλη, ή ο άλλος, σωστά; Ποτέ δεν φταίμε εμείς.
Φανταστείτε πόσο ούρλιαζα εγώ σ’ αυτόν, στον κολλητό της:
— Τόλμα μαλάκα, τόλμα να την ξαναπάρεις τηλέφωνο, θα σε γαμήσω μαλάκα! Μην της ξαναστείλεις μήνυμα, θα σε σκοτώσω!
Να λέω γελοιότητες, ηλίθια σαχλά παιδιαρίσματα, ότι της απαγορεύω να τον βλέπει, ότι δεν καταλαβαίνει ότι την θέλει και θέλει την πάρει μακριά από μένα; Και εγώ να θυμώνω και να πνίγομαι απ’ το ίδιο μου το αίμα και τις μύξες, να ξεσπάω με μανία σε έναν τοίχο με γροθιά και να κερδίζει ο τοίχος και να πονάω και να βρίζω και να χτυπάω κι άλλο τον τοίχο. Πούστη τοίχε, καριόλη και ‘συ, προδότη! Ναι ρε! Έτσι, να βαράω, και να σκέφτομαι ότι ο τοίχος είναι η μούρη του, και θα τον εκάνω κιμά και θα τον σερβίρω στα σκυλιά αλά Μπόλτον!
Και να πονάει το χέρι μου την επόμενη μέρα… και για πολλές μέρες ακόμη. Και για πολλά χρόνια ακόμη να πονάει κάθε φορά που έχει τρελή υγρασία. Όπως έχει εδώ π.χ. στο Νησάκι μας.
Ουφ.
Δεν ξέρω γιατί αντιδράμε έτσι οι περισσότεροι άντρες άπαξ και θυμώσουμε. Ίσως επειδή είμαστε ηλίθιοι. Ίσως επειδή είμαστε κατά πολύ βάθος πιο ευαίσθητοι. Ξέρω γω; Ειλικρινά, ποίος δεν καταλαβαίνει ότι στη μάχη τοίχος-γροθιά πάντα κερδίζει ο τοίχος; Ότι στον δρόμο της ζήλιας και του θυμού, στο τέλος καταλήγεις πάντα μόνος, να πονάς, πνιγμένος στο δηλητήριο σου, και παραδόξως να πιστεύεις ότι πίνοντας εσύ πικρό φαρμάκι θα ψοφήσει ο άλλος! Ο κάθε άλλος!
Κατάλαβες;
Η ζήλια πληρώνεται με υψηλό τίμημα για μας τους ίδιους.
Με έχει πιάσει το αφηγηματικό μου, Barman, και λέω παπαριές. Κάνει την δουλειά της αυτή η τεκίλα, τελικά.
Τεκίλα… τελικά… ένας απλός αναγραμματισμός που κρύβει μεγάλες αλήθειες, όπως μου είπε ο νέος μου φίλος, ο Σκοτεινός Ιππότης του νησιού.
Δεν ξέρω ρε μαν. Στο τέλος, με χώρισε αυτή – και όχι επειδή τα είχε τελικά με τον άλλον: αλλά επειδή εγώ στο τέλος ήμουν ένας δειλός, που δεν ήμουν διατεθειμένος να την ακολουθήσω μαζί, χέρι χέρι, κι όπου μας πάει. Αυτό που δεν ήθελα να φύγει με τίποτα από κοντά μου τελικά ο ίδιος το έδιωξα με τη συμπεριφορά μου.
BARMAN:
Ή μήπως απλά αυτή είναι η ιστορία που επιλέγεις να λες στον εαυτό σου, και παραείσαι large ενώ ταυτόχρονα δικαιολογείς συμπεριφορές των άλλων, και όχι την δική σου;
ROBIN:
Δεν ξέρω. Δεν ξέρω ρε μαν. Βάλε μου άλλο ένα ποτό, και βλέπουμε!
BARMAN:
Δεν κάνει να πιεις άλλο Νέος! Σε χαλάει, και ο Τζόκερ παραμονεύει!
***
Ο Barman και ο Robin θα επιστρέψουν στο επόμενο επεισόδιο της νέας καλοκαιρινής στήλης του kissmygrass.gr, με περισσότερο αλκοόλ, λάθη, και πάθη!