Ξαναδιαβάζω Castaneda και απορώ πως έχαβα μικρότερος τέτοια μπουρδολογήματα. Θαυμάστε απόσπασμα:
“Μια μέρα πού ξεκουραζόμαστε, συζητούσαμε ακαδημαϊκά για διάφορα θέματα. Τού μίλησα για κάποιο φίλο μου και για τίς δυσκολίες πού αντιμετώπιζε με τον εννιάχρονο γιό του. Το παιδί, πού είχε ζήσει με τη μητέρα του τα τέσσερα τελευταία χρόνια, είχε καταλήξει στον πατέρα του, και το πρόβλημα ήταν πως εκείνος δεν ήξερε τί να το κάνει. Σύμφωνα με τα λεγόμενό του, το παιδί δεν τα πήγαινε καλά στο σχολείο: τού ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί και δεν ενδιαφερόταν για τίποτα. Παράλληλα, είχε εκρήξεις θυμού, συμπεριφερόταν ανάρμοστα και τό έσκαζε άπό το σπίτι.
«Πραγματικά ό φίλος σου αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα,» είπε γελώντας ό Δον Χουάν.
Θέλησα να τού εξιστορήσω όλα τα «τρομερά» πράγματα πού έκανε το παιδί, άλλα εκείνος με διέκοψε.
«Δε χρειάζεται να μού πεις περισσότερα γι’ αυτό το καημένο το παιδί», είπε. «Τι νόημα έχει να εξετάσουμε τις πράξεις του με τον δικό μας τρόπο;»
Μίλησε απότομα και ό τόνος του ήταν σοβαρός, άλλα μετά χαμογέλασε.
«Τί μπορεί να κάνει ό φίλος μου;» ρώτησα.
«Το χειρότερο πού θα μπορούσε να κάνει είναι να πιέσει το παιδί να συμφωνήσει μαζί του», είπε ό Δον Χουάν.
«Τί εννοείς;»
«Εννοώ ότι ό πατέρας δεν θα πρέπει να δέρνει ή να φοβερίζει το παιδί όταν εκείνο δεν συμπεριφέρεται με τον τρόπο πού επιθυμεί ό ίδιος».
«Πώς μπορεί να το διδάξει κάτι αν δεν είναι αυστηρός μαζί του;»
«Ό φίλος σου θα πρέπει να βάλει κάποιον άλλο να δώσει στο παιδί μερικές ξυλιές στα πισινά».
«Πώς μπορεί ν’ αφήσει κάποιον άλλο ν’ αγγίξει το παιδί του; Αυτό είναι αδύνατο», είπα κατάπληκτος με την πρότασή του.
Ό Δον Χουάν φάνηκε να διασκεδάζει με την αντίδρασή μου και χασκογέλασε.
«Ό φίλος σου δεν είναι πολεμιστής», είπε. «Ναν ήταν, θα γνώριζε ότι το χειρότερο πράμα πού μπορεί να κάνει κανείς είναι ν1 αντιμετωπίζει τ’ ανθρώπινα όντα με απότομο τρόπο».
«Τί κάνει ό πολεμιστής, Δον Χουάν;»
«Ό πολεμιστής προχωρεί με στρατηγικό τρόπο».
«Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τί εννοείς».
«Εννοώ ότι αν ό φίλος σου ήταν πολεμιστής θά βοηθούσε τό παιδί του νά σταματήσει τόν κόσμο».
«Καί πώς μπορεί ό φίλος μου νά κάνει κάτι τέτοιο;»
«Θά χρειαζόταν νά έχει προσωπική δύναμη. Θά χρειαζόταν νά είναι μάγος».
«Μά δέν είναι».
«Στήν περίπτωση αυτή πρέπει νά χρησιμοποιήσει συνηθισμένα μέσα γιά νά βοηθήσει τό παιδί ν’ άλλάξει τήν ιδέα πού έχει γιά τόν κόσμο. Αυτό δέν έχει καμιά σχέση μέ τό
«σταματώ τόν κόσμο», άλλά θά έπιδράσει τό ίδιο».
Τού ζήτησα νά μού εξηγήσει τή σκέψη του.
«νΑν ήμουν στή θέση τού φίλου σου», είπε ό Δόν Χουάν, «θ’ άρχιζα μέ τό νά προσλάβω κάποιον γιά νά ξυλίζει τόν πιτσιρίκο στά πισινά. Θά πήγαινα σ’ ένα κακόφημο μέρος καί θά ‘βρισκα τόν πιό κακομούτσουνο άνθρωπο πού θά υπήρχε εκεί».
«Νά τρομάξεις ένα μικρό παιδί;»
«Όχι άκριβώς γιά νά τό τρομάξεις, άνόητε. Ό μικρός μάς φίλος πρέπει νά σταματηθεί, κι αυτό δεν μπορεί να γίνει με το να τον δέρνει ό πατέρας του. Αν θέλει κάποιος να σταματήσει τούς συνανθρώπους μας, πρέπει πάντα να είναι έξω άπα’ τον κύκλο πού τούς καταπιέζει. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να κατευθύνει την πίεση».
Ή ιδέα ήταν εξωφρενική, άλλα κατά κάποιο τρόπο με τραβούσε.
Ό Δον Χουάν καθόταν με το σαγόνι του ακουμπισμένο στην αριστερή του παλάμη. Το αριστερό του μπράτσο ακουμπούσε σ’ ένα ξύλινο κιβώτιο πού χρησίμευε σαν χαμηλό τραπέζι. Τα μάτια του ήταν κλειστά, άλλα οι κόρες τους κινούνταν. Ένιωσα να με κοιτάζει μέσα άπ’ τα κλειστά του βλέφαρα και ή σκέψη αυτή με τρόμαξε.
«Πες μου περισσότερα γι’ αυτό πού θα ’πρέπει να κάνει ό φίλος μου», είπα.
«Πες του να πάει σ’ ένα κακόφημο μέρος και να διαλέξει με προσοχή έναν άσχημο απόκληρο τής κοινωνίας», συνέχισε εκείνος. «Πες του να διαλέξει ένα νέο. Κάποιον πού να τού έχει μείνει ακόμα λίγη δύναμη μέσα του».
Ό Δον Χουάν βάφθηκε κατόπιν να μού αναπτύσσει μια παράξενη στρατηγική. Ό φίλος μου θα έβαζε τον άνθρωπο πού είχε προσλάβει να τον ακολουθεί ή να τον περιμένει σέ κάποιο μέρος πού θα πήγαινε με τον γιό του. Ό άνθρωπος, σύμφωνα με κάποιο προκαθορισμένο σινιάλο πού θα τού δινόταν ύστερα από μια ορισμένη αταξία τού παιδιού, θα πεταγόταν από το μέρος πού ήταν κρυμμένος, θ’ άρπαζε το παιδί και θα τού έδινε ένα γερό μπερντάχι στα πισινά.
«Κάθε φορά πού ό άνθρωπος θα τρομάζει το παιδί, ό φίλος σου θα πρέπει να το βοηθάει να ξανακερδίζει την εμπιστοσύνη του μ’ όποιον τρόπο μπορεί. Av ακολουθήσει αυτή τη διαδικασία για τρεις τέσσερις φορές, σέ βεβαιώ ότι το παιδί θ’ αρχίσει να νιώθει διαφορετικά για τα πράγματα πού το τριγυρίζουν, θ’ αλλάξει την ιδέα πού έχει για τον κόσμο».
«Και τί θα γίνει αν ό φόβος το τραυματίσει ψυχικά;»
«Ό φόβος δεν τραυματίζει ποτέ κανέναν. Αυτό πού τραυματίζει ψυχικά είναι το να ’χεις πάντα κάποιον πίσω σου να σέ χτυπάει και να σού λέει τί να κάνεις και τί να μην κάνεις.
«Όταν το παιδί θα γίνει πιο συγκρατημένο, ό φίλος σου θα προβεί σέ μια τελευταία ενέργεια. Πρέπει να βρει ένα πεθαμένο παιδί – σ’ ένα νοσοκομείο ίσιος, ή στην κλινική κάποιου γιατρού – και να πάει το παιδί του εκεί. Θα τού επιτρέψει να αγγίξει το πτώμα μια φορά με τ’ αριστερό του χέρι σέ όποιο σημείο θέλει έκτος από την κοιλιά. Όταν το παιδί το κάνει αυτό, θα ανανεωθεί και ό κόσμος δεν θα είναι ποτέ πιά ό ίδιος γι’ αυτό.»
Κατάλαβα τότε ότι σ’όλη τη διάρκεια των χρόνων τής γνωριμίας μας, ό Δον Χουάν είχε εφαρμόσει σέ μένα – αν και σέ διαφορετική κλίμακα – την ίδια ταχτική πού πρότεινε να εφαρμόσει ό φίλος μου στο γιο του. Τον ρώτησα σχετικά. Μού είπε πώς όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσε να με διδάξει πώς να «σταματώ τον κόσμο».
«Ακόμα δεν τα κατάφερες», είπε χαμογελώντας. «Δεν φαίνεται να σέ πιάνει τίποτα γιατί είσαι πολύ πεισματάρης.
Carlos Castaneda – Ταξίδι στο Ιξτλάν