ΤΙΣ ΛΥΠΑΜΑΙ. Είναι πράγματι ταλαίπωρα οντα.
Καμιά αγωγή δεν τις εχει προετοιμάσει γι’ αύτό τρελοκομείο πού ζούμε. Θέλουν να ψηφίζουν, να καπνίζουν, να χειρίζονται όπλα πού δεν τα ξέρουν. Είχαν τή θλίψη, τά δάκρυα, το περίστροφο τους, αγορασμένο από τον οίκο Γκαστίν Ρενέτ, πλήρως εξοφλημένο* αύτές οχι, θέλουν περισσότερα. Δεν έχουν καταλάβει, στο κυνηγητό του άντρα στο όποιο επιδίδονται, πώς ό άντρας λατρεύει τά θύματα (αύτά των άλλων, φυσικά, οχι τα δικά του).
Λυπαμαι τις γυναίκες γιατί μονίμως κάνουν λάθος. Ανάγουν τα πάντα στον εαυτό τους. Θέλουν να αρέσουν στον περαστικό, αλλά ο περαστικός δεν το ξέρει. Δεν έχουν ιδέα πώς οι αρετές τους (κυρίως αν οι αρετές αύτές είναι ανδρικές) απομακρύνουν τούς άντρες.
Κρύβουν τά έλαττώματά τους αντί να τα θεωρούν ένα επιπλέον στοιχείο της γοητείας τους. Πρέπει νά ξέρεις να παίζεις, να χειρίζεσαι με πονηριά τα έλαττώματά σου* άν τά χρησιμοποιήσεις σωστά, πετυχαίνεις τά πάντα. Αύτο πού πρέπει να κρύβεις είναι οί αρετές σου, αν έχεις, να ξέρουν δμως οί άλλοι δτι υπάρχουν. ‘Όλοι σχεδόν οί άντρες είναι ανέντιμοι – οί γυναίκες είναι ανέντιμες στο σύνολο τους.
Δεν έχω φιλίες με γυναίκες. Έκτος άπό τη Μίσια, δεν με διασκεδάζουν ποτέ. Είναι επιπόλαιες, ενώ εγώ μπορεί να είμαι έλαφρόμυαλη, επιπόλαιη δμως δεν είμαι ποτέ. ‘Όσο γερνάω τόσο πιο έλαφρόμυαλη γίνομαι. Μια πολύ ωραία γυναίκα είναι ενοχλητική για τις άλλες γυναίκες και πληκτική για τους άντρες.
Γυναίκα = επιθυμία + ματαιοδοξία + άνάγκη για φλυαρία + πνευματική σύγχυση. Να προσθέσω ομως οτι λατρεύω τήν κοκεταρία των γυναικών. Πόσοι άνθρωποι, πόσα φτωχά κορίτσια, πόσες βιομηχανίες δεν ζουν άπ’ αύτήν τήν κοκεταρία ! Πολύ περισσότεροι είναι οί άνθρωποι πού ζουν άπ’ τή σπατάλη της γυναίκας άπ’ δ,τι οί άνθρωποι πού πεθαίνουν άπ’ αύτη.
Οί γυναίκες διαλέγουν ένα φόρεμα για τό χρώμα του* άν δεν τούς διέφευγε τό ούσιώδες, θα ήταν άντρες. Εντάξει για τις πελάτισσες, άλλα γίνομαι έξω φρενών να άνοίγω τά σαλόνια μου γιά κάτι άσχετες πού είναι τό έπάγγελμά τους νά κοιτάζουν μιά κολεξιόν και πού δεν ξέρουν νά βλέπουν.
Οί γυναίκες, δταν δουν ένα καινούργιο φόρεμα, ξετρελαίνονται. Θά έφταναν μέχρι νά λεκιάσουν τό λευκό φόρεμα του μοντέλου… Οί γυναίκες άντιγράφουν τους άντρες, χωρίς νά συνειδητοποιούν πώς δ,τι ομορφαίνει εκείνους, αύτές τις ασχημίζει.
Νά τες τώρα πού καλλωπίζονται στο τραπέζι! Άκουμποΰν πλάι στο πιάτο τους ένα χρυσό νεσεσέρ, πού ζυγίζει όσο μία ράβδος χρυσοΰ, και μακιγιάρονται με την πετσέτα του φαγητού. Βάζουν τη χτένα τους δίπλα στό πιρούνι. Ξανθές τρίχες πέφτουν στη σούπα. Νομίζουν πώς ή φράουλα είναι το κραγιόν τους. Πουδράρουν ώχρα την άσπρη σάλτσα. ‘Όταν τις βλέπω νά σερβίρουν στό πιάτο τους ένα φιλέτο, αναρωτιέμαι αν είναι για νά τό βάλουν στά μαγουλά τους ή γιά νά τό φανε.
Και στό κρεβάτι! Δείτε τες πώς είναι με τό πρόσωπο πασαλειμμένο μαύρο λίπος πού λερώνει τό μαξιλάρι, μέ τά μπικουτί, τό ύποστήριγμα γιά τό πιγούνι και τό λάδι στις βλεφαρίδες. Καημένε σύζυγε! Άφοΰ τον καμάκωσε, δεν χρειάζεται πλέον νά του αρέσει* θέλει ν’ αρέσει στούς άλλους, σ’ αύτούς πού βλέπει μέσα στη (λέρα, πού της είναι άδιάφοροι ή δεν τη διεγείρουν παρά στό μέτρο πού δεν της δίνουν σημασία! Οι γυναίκες είναι ερωτευμένες μέ τη μόδα* ποτέ δέν τη θυσιάζουν γιά έναν εραστή. Δέν υπάρχει άντρας πού νά μή μου έχει πει: ((Τι καλά ! Δέν βάφετε κόκκινα τά νύχια σας! » Καμιά γυναίκα, άκούγοντας αύτό, δέν σκέφτεται νά τούς κάνει τη χάρη και νά μην ξαναβάλει κόκκινο στά νύχια της.
Τις βλέπεις καταδικασμένες νά ταπεινώνουν τον εαυτό τους κάνοντας αυτές το πρώτο βήμα. Το πόδι τους ψάχνει ένα αντρικό πόδι κάτω άπ’ τό τραπέζι, και είναι πανευτυχείς αν τό πόδι αύτό δεν αποτραβηχτεί. Και μετά παραπονιούνται πώς δεν τις αγαπούν! Με τις κενόδοξες φλυαρίες τους, εγκλωβίζουν τον άντρα στο έξης δίλημμα: αν ό άντρας είναι καλοαναθρεμμέ- νος και συνεσταλμένος, θα πουν: α Είναι ομοφυλόφιλος ». “Αν πάλι τις προσέξει, θά πουν: « Μου ρίχτηκε ». ,λΑν συμπεριφέρονται έτσι αύτές πού θά έπρεπε νά δώσουν τό παράδειγμα, φανταστείτε τί γίνεται με τις άλλες. ( Έδώ πού τά λέμε, οι άλλες εύτυχώς συμπεριφέρονται πολύ καλύτερα.)
Ποτέ μου δεν γνώρισα άντρα πού νά οφείλει σε γυναίκες την επιτυχία του. ‘Αντιθέτως, γνώρισα πολλούς πού καταστράφηκαν άπ9 τις γυναίκες. Επειδή πολλοί άντρες κρίνονται, αδίκως βέβαια, άνάλογα με τη γυναίκα τους. Βλέπουμε τις συζύγους πολύ πιο συχνά νά φρενάρουν την καριέρα των συζύγων τους παρά νά την προωθούν.
Υπάρχουν άπειροι τρόποι νά προδώσεις έναν άντρα και ελάχιστοι νά τον απατήσεις: απερίσκεπτες ή ανόητες αγορές, μιά ήλίθια συμπεριφορά, προσωπικά μίση προερχόμενα από ματαιοδοξία, κακή αναπνοή ή κακή αγωγή. ( Ένώ τό ρήμα άπατώ άναφέρεται άπο- κλειστικά σ’ ένα μόνο ένα πράγμα: τις αισθήσεις.) Προδίδεις έναν άντρα μένοντας βουβή στο τραπέζι, π or ν κούτσουρο, και παγώνοντας την ατμόσφαιρα* τον προδίδεις επίσης απαγγέλλοντας τό μαθηματάκι σου, πού είναι εμφανές δτι τό έμαθες ειδικά για να το πεις π τό δεΐτυνο. Τον προδίδεις μέ τό να μην ακολουθείς τη μόδα ή μέ τό να την ακολουθείς χωρίς μέτρο, μέ τό να οδηγείς φορτηγά, μέ τό να φοράς έμπριμέ βαμβακερά ρούχα, να χρησιμοποιείς έκφράσεις του δρόμου όπως : (( την έβγαλα καθαρή », « τα πηρα στο κρανίο », « ().Κ. », ((τέλεια », κλπ. Πόσες και πόσες γυναίκες δέν βάζουν σέ μειονεκτική θέση τον άντρα πού άγαποΰν!
Δέν μιλώ καν για τις πολύ νέες, πού μπορεί και να τις δικαιολογήσει κανείς, άλλα γιά τις γριές, πού είναι οί χειρότερες. Ποιος είναι ό λόγος πού κάνει όλες αυτές τις παλιές καλλονές νά γερνάνε τόσο άσχημα;
Λυτά πού είναι σέ θέση νά πουν μπροστά στον σύζυγό τους ξεπερνούν κάθε φαντασία: Ό Σ., αύτός ό πλέον γοητευτικός και έλκυστικός συγγραφέας μας, θαύμαζε στο σπίτι μου ένα άγαλμα κήπου.
Τι όμορφη και χαλαρωτική πού είναι αύτη ή φιγούρα, είπε.
– ΙΙάρτε τη. Σας τη χαρίζω.
ΙΙοΰ θά τό βάλεις αύτό τό πράμα! μαίνεται ή κυρία. Θά πρέπει νά μετακομίσουμε!
Κι ενοχλημένος έκεΐνος άπαντάει: Δέν θά τό ‘παιρνα ποτέ, άλλά μέ συγκινεί πολύ…
(Την επομένη, αυτή έπιμένει νά έρθει νά τό πάρει.) Είμαι εύτυχισμένη πού σας τό δίνω, λέω, γιατί σας θαυμάζω.
– Βέβαια ! άπαντα έξω φρενών ή νόμιμη, αν είναι να του κάνετε κομπλιμέντα!
‘Ακουστέ τώρα τη γυναίκα ενός διάσημου γιατρού* μιλάνε για τό εβδομαδιαίο πρόγραμμα του καθηγητή:
– Την Τρίτη… ιατρείο. Την Τετάρτη… μάθημα στο Πανεπιστήμιο. Την Πέμπτη… “Αχ, ή Πέμπτη είναι αφιερωμένη στον έρωτα. Και σας διαβεβαιώνω πώς ό καθηγητής δεν περνάει καθόλου άσχημα!
‘Ακουστέ τώρα τη γυναίκα ενός βιομήχανου:
– Λοιπόν, βρίσκεις πώς αύτο τό φόρεμα δεν μου πάει; Ντύνομαι χάλια, έτσι δεν είναι; (‘Αρχή μιας σκηνής, στο δείπνο.)
– Φαίνονται πολύ τα μπούτια σου… άπαντα ό Κύριος Ματίς.
– Τολμάς να πεις πώς δεν σ’ άρέσουν τα μπούτια μου; Κι δμως, σου έχουν προσφέρεις μπόλικες υπηρεσίες αύτά τα μπούτια!
“Ολα αύτά τα έχω άκούσει με τ αύτιά μου. Κι έχουν βγει άπ’τό στόμα των πιο διάσημων γυναικών στο Παρίσι (εκ τών οποίων, εύτυχώς γιά τό Παρίσι, καμία δεν είναι Παριζιάνα. Κι δχι νεαροΰλες, άτομα πάνω άπο πενήντα).
Φοβαμαι πολύ περισσότερο τις γυναίκες άπ’ o,τι τους άντρες.
‘ Υπάρχει επίσης το αντίθετο άκρο, πού είναι χειρότερο : ή γυναίκα διανοούμενη, ή ποιήτρια, ή πολιτικοποιημένη.
Προτιμώ μια γυναίκα πού της αρέσουν οι νέγροι άπο μια γυναίκα πού της αρέσουν οί ακαδημαϊκοί.
Οι μόνες δύο γυναίκες συγγραφείς πού μου άρεσαν ποτέ είναι ή Κυρία ντε Νοάιγ και ή Κολέτ. Ή κοντέσα (1. Comtesse Anna-Elisabeth de Noailles (1876-1933): Γαλλίδα ποιήτρια και μυθιστοριογράφος ρουμάνικης καταγωγής. (Σ.τ.μ.) ) θέλησε να με εντυπωσιάσει. Υιοθέτησε τό ντύσιμο του Κοκτώ και ό Κοκτώ τη γραφή της. Στο τραπέζι δεν ετρωγε, από φόβο μήπως τη διακόψουν την ώρα πού μιλούσε’ και oταν επινε, ήταν για να κάνει πρόποση ως ομιλήτρια* εγνεφε με τό χέρι ότι δεν είχε τελειώσει τη φράση της. ‘Έβλεπε απ’τα μάτια μου τι μου άρεσε στα όσα ελεγε. Εξάλλου ήμουν τό μόνο άτομο πού καταλάβαινα πώς αύτά πού ελεγε ήταν έξυπνα.
Μου άρέσει ή Κολέτ, με τα πόδια της πού θυμίζουν απόστολο και τήν προφορά της. Δεν επρεπε όμως να αφήσει τον εαυτό της να παχύνει ετσι πολύ. Αύτή ή τόσο εύφυής γυναίκα δεν κατάλαβε πώς ή εμφάνιση είχε σημασία. Καυχιέται για τη λαιμαργία της. Δύο λουκάνικα θα της αρκούσαν* δύο ντουζίνες λουκάνικα είναι επιτηδευμένη ύπερβολή. Τό θέμα είναι να έντυπωσιάσει τό Σαίν-Τροπέ. Και δσο περισσότερο τήν ενοχλεί τό πάχος της, τόσο πιο πολύ ύπερβάλλει. ,Αν είχα ύπάρξει έξυπνη (κι άκόμη περισσότερο, διανοούμενη ), θα είχα πάει χαμένη* ή άρνηση νά καταλάβω ή οποία με διακρίνει, ή τάση μου νά μήν άκούω, οί πα- ρωπίδες μου, ή ξεροκεφαλιά μου, αύτά υπήρξαν οί αληθινές αιτίες της επιτυχίας μου.
Oί γυναίκες δεν με διασκεδάζουν ποτέ. Δεν αισθάνομαι καμιά φιλία γι’ αύτές. (Οί ίδιες άλλωστε αγνοούν πλήρως τί σημαίνει αύτή ή λέξη.) Ή φιλία στή Γαλλία εξάλλου είναι στοίχημα.
Ή λέξη τιμή, επίσης, δεν έχει κανένα νόημα γιά τις γυναίκες.
Δεν τό παίζουν αύτό τό παιχνίδι, εννοούν δμως νά τό παίζουν οί άλλοι μαζί τους.
Tο χειρότερο άπ’ oλα είναι τό ζευγάρι.
Καθένας ξεχωριστά σου αρέσει* οί δυο μαζί είναι κόλαση. ‘Όσο γιά τό νά είσαι ό φίλος και των δύο, είναι ό τετραγωνισμός του κύκλου. Τό ζευγάρι είναι ένας συνεταιρισμός* ό συνεταιρισμός, ((ή ισχύς εν τη ενώσει », είναι βαρετός γιατί είναι χρήσιμος. Ό έρωτας πρέπει νά είναι μιά εταιρεία άμοιβαίας εξόντωσης και όχι άλληλοϋποστήριξης. Είναι εξίσου δύσκολο νά γίνεσαι μάρτυρας στή συνενοχή ενός ζευγαριού όσο και στήν άσυμφωνία του. Τό ζευγάρι δεν σκέφτεται ποτέ τήν άφόρητη θέση στήν οποία βάζει τό τρίτο πρόσωπο* το ζευγάρι δεν είναι ποτέ απλό, γενναιόδωρο, αύθόρμητο* δεν είναι παρά επίκριση, κομπίνα και εγωισμός. Είναι κάτι απάνθρωπο: ένα τεχνητό δημιούργημα πού υπάρχει γιά κοινωνικούς λόγους. Μπορεί τό ζευγάρι νά μισιέται, άγαπιέται δμως δταν πρόκειται νά συμπράξει εναντίον τρίτων* είναι σάν εκείνα τά μασημένα γρανάζια πού τρώγονται, άλλά κάνουν μιά χαρά τη μηχανή νά δουλεύει.
Εύτυχώς δμως πού « ή γυναίκα δεν είναι πάντοτε τό θηλυκό του άντρα* μπορεί ένα ζευγάρι νά αποτελείται άπό δύο τελείως άνόμοια μεταξύ τους άτομα)). Ό Μπαλζάκ τό λέει αύτό* και είναι παρηγορητικό. Ή Μαρί Λωρανσέν έλεγε : ((Μισώ αύτό τό τρίτο πρόσωπο πού ονομάζεται τό Ζευγάρι ».
Ό Μπόυ Καπέλ μου έλεγε συχνά:
– Μήν ξεχνάς πώς είσαι γυναίκα…
Ή άλήθεια είναι ότι τείνω νά τό παραξεχνάω.
Γιά νά τό θυμαμαι, στέκομαι μπροστά σ’ έναν καθρέφτη : βλέπω τήν εικόνα μου, το διπλό άπειλητικο τόξο τών φρυδιών μου, τ άνοιχτά σάν της φοράδας ρουθούνια μου, τά μαλλιά μου, πού είναι πιο μαΰρα κι άπ’ του διαβόλου, τό στόμα μου σάν χαράδρα άπ’ όπου ξεχύνεται μιά εύέξαπτη δσο και γενναιόδωρη καρδιά* και, ώς επιστέγασμα δλων αύτών, ένας τεράστιος φιόγκος μικρού κοριτσιού πού πηγαίνει σχολείο, κι άπό κάτω το βασανισμένο πρόσωπο μιας γυναίκας πού παραπη- γε σχολείο! Ή μαύρη τσιγγάνικη επιδερμίδα μου, οπου τα δόντια και τα μαργαριτάρια αντανακλούν πάνω της τη διπλή τους λευκότητα* τό σώμα μου, ίδια ξερακιανό σαν τον κορμό του αμπελιού χωρίς σταφύλια* τα αργασμένα χέρια μου, με τούς κόμπους τους σαν ψεύτικη σιδερογροθιά.
‘ 11 σκληρότητα του καθρέφτη άντανακλα τη δική μου σκληρότητα* είναι μια πάλη σώμα με σώμα ανάμεσα σ’ αύτόν και σε μένα* εκφράζει ό,τι σαφές, αποτελεσματικό, αισιόδοξο, φλογερό, πραγματιστικό, μαχητικό, περιπαικτικό και δύσπιστο ύπάρχει μέσα μου και πού φωνάζει από μακριά πώς είμαι Γαλλίδα. Υπάρχουν τέλος κι αύτά τά καστανόχρυσα μάτια μου, πού έποπτεύουν τήν είσοδο στήν καρδιά μου: εκεί βλέπει κανείς πώς είμαι γυναίκα.
Μιά δύστυχη γυναίκα.
Απόσπασμα και εικονογραφήσεις από το βιβλίο “Η αύρα της Σανέλ” του Paul Morand, εκδόσεις ΑΓΡΑ.
Περισσότερα αποσπάσματα εδώ.