Πολλοί πιστεύουν ότι η ζωή μας είναι τιμωρία ή ανταμοιβή για μια προηγούμενη ζωή. Όπως ο γιός αντιμετωπίζει τις αδυναμίες του πατέρα του ίσως. Αλλά πατέρας και γιός αντιμετωπίζουν εξίσου τις αμετάβλητες αλήθειες, τις αμετάβλητες δυνάμεις που ορίζουν το ζώο μέσα τους.
Συγχώρα με γιέ μου.
(Αν δεν έχετε διαβάσει το πρώτο μέρος της ιστορίας, θα το βρείτε εδώ – , διαβάστε το, όπως πάντα είναι καλύτερο από το δεύτερο άλλωστε.)
Δεν είμαι καλός στα ηλεκτρονικά. Φεύγοντας για τη μάνα τους τα παιδιά μου είπαν να αρχίσω με κάτι εύκολο. Έβαλα λοιπόν να παίξω Minecraft. Αρχικά τα πρόβατα όλα έπεσαν για ύπνο μυστηριωδώς. Μετά έπεσε το σπίτι που είχα φτιάξει. Περίπου τη στιγμή που τα ζόμπι αντί να με κυνηγάνε όλα έφυγαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Στο Κατηχητικό μας έλεγαν ότι κάθε φορά που χτυπάει μια καμπάνα, ένα αγγελάκι αποκτά φτερά. Βέβαια το καημένο με τόσα φτερά δεν μπορεί να πετάξει πια και μοιάζει με μεταλλαγμένη κότα. Το κουδούνι της εξώπορτας όμως δεν προκαλεί φτεροποιία σε κανέναν, μόνο εκνευρισμό. Προσπάθησα να κάνω Pause το παιχνίδι, γύρισαν ξαφνικά τα ζόμπι, μου έφαγαν όλα τα πρόβατα και με έδεσαν πάνω από μια φωτιά. Έκλεισα την οθόνη. Θα το αντιμετωπίσω αργότερα.
Δεύτερη φορά το κουδούνι. Σα να ήταν επείγον. Σα να ήταν….
Την κοίταξα προσεκτικά σαν να φοβόμουν ότι θα εξαφανιζόταν αν βλεφάριζαν τα μάτια μου.
-Αλέξη; Αυτή φορούσε κάτι φτηνά γυαλιά ηλίου και καθώς τα κατέβασε με την ερώτηση που έκανε νόμιζα ότι τυφλώθηκα λίγο από την φωτεινότητα του προσώπου και της ματιάς της.
“Ναι, Αλέξη, έτσι με έβγαλαν οι γονείς μου. Η μάνα μου ήθελε κορίτσι και θα με έβγαζε σαν την Βουγιουκλάκη, Αλίκη. Ο πατέρας μου λατρεύει τον Ξέρξη, έχει διαβάσει πολύ Θουκυδίδη και του έμεινε κουσούρι γενικά ο θαυμασμός για τον Ξέρξη. Αλίκη-Ξέρξης κανονικά.
-Ω, πολύ ενδιαφέρον! Να αφήσω λίγο τη βαλίτσα;
Κρατούσε μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα.
“Γιατί, είναι βαριά; Σε έχω δει στο γυμναστήριο να σηκώνεις πολύ περισσότερα βάρη.”
-Άλλο εκείνο. Αν είναι βάρη ή φαγητά από το supermarket τα σηκώνεις πιο εύκολα νομίζω.
“Είσαι αστεία! Μερικές φορές νομίζω ότι αγαπάς πιο πολύ το φαγητό από τους ανθρώπους!”
Δεν απάντησε. Μάλιστα η σιωπή ήταν άβολα μεγάλη, σαν να είχα αποκαλύψει κάποιο σημαντικό μυστικό της. Οπότε συνέχισα.
“Είναι και θέμα ανατροφής. Η γυναίκα μου είχε μάνα από την Νάξο και πατέρα Κρητικό. Εγώ είχα μάνα καταθλιπτική και πατέρα ψυχοπαθή. Όλοι πάντα έλεγαν ότι μοιάζω στον πατέρα μου. Το έλεγαν τόσο συχνά που το πίστεψα, δεν το πολυσκέφτηκα ποτέ. Και μια μέρα στα 15 μου που το σκέφτηκα, κατάλαβα δεν ήταν καλό. Αλλά τότε ήταν ήδη πολύ αργά.”
-Αλέξη δεν έχω πολύ χρόνο. Ήδη έχασα δεκαπέντε χρόνια στον γάμο μου. Δεν έκανα ποτέ μποστάνι να τρώω φρέσκα λαχανικά. Δεν έχω πάει ποτέ στo Παρίσι. Και όσους πήδηξα όσο ήμουν παντρεμένη δεν τους πολυθυμάμαι οπότε μάλλον δεν τους πήδηξα καλά. Νομίζω σπατάλησα δεκαπέντε χρόνια. Δεν έχω πολύ χρόνο τώρα.
Επιτέλους! Κάποια στοιχεία. Τώρα ο μεγάλος ντετέκτιβ μέσα μου, καθώς και ο φυσικός ψυχολόγος ανθρώπων μπορούσαν να πάρουν μπρος.
“Όλοι έχουμε κάποιο λαχανικό που μας θυμίζει πρώην. Η μπουγάτσα είναι από σιτάρι, το σιτάρι είναι φυτό, η μπουγάτσα είναι λαχανικό. Όλα βολεύονται. Μια φορά που αγόρασα πολλά φρούτα και λαχανικά με την πιστωτική μου κάρτα, με πήραν τηλέφωνο από την τράπεζα να τσεκάρουν μήπως είχε κλαπεί. Όσο για το Παρίσι, ε, ξέρεις τι λένε. Αν η Νέα Υόρκη είναι η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται, το Παρίσι είναι η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται μόνη. Αλλά το παιδί;”
Είχε ήδη μπει στο σαλόνι, τα παπούτσια της εκσφενδονίστηκαν και αραχτή από τον καναπέ έθεσε το θέμα με λακωνική ακρίβεια.
-Το παιδί ήταν ένα αναπάντεχο συνεπακόλουθο της βραδιάς του σεισμού στην Κεφαλονιά.
Δύσκολη πίστα. Στάθηκα δίπλα στο παράθυρο σα να στοχαζόμουν. Σε αυτή τη γειτονιά τα δέντρα σε κοιτάνε διαρκώς. Κοιτάνε επίμονα και τον δρόμο, οπότε αυτός κάθεται τελείως ακίνητος. Κι οι λόφοι φοβούνται την αγέρωχη ματιά των δέντρων, κι όλοι μας. Ακίνητοι. Κι αν φυσήξει λίγο καμιά φορά το καλοκαίρι και κουνηθούν τα δέντρα, όλοι προσπαθούμε να το εκμεταλλευτούμε για να αναπνεύσουμε χωρίς να μας πάρουν πρέφα. Δεν μιλούσε ούτε αυτή, οπότε περίμενα να φυσήξει για να κουνηθώ από το παράθυρο χωρίς να με δούνε τα δέντρα. Όταν τα κατάφερα και γύρισα, άκουσα από τον καναπέ ένα “ΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝ”.
Την είχε πάρει ο ύπνος, έτσι καθιστή. Ποιος ξέρει; H κούραση από την κηδεία; To κουβάλημα της βαλίτσας; Σιγά σιγά, έγειρε προς το πλάι και οριζοντιώθηκε. Το “ΝΝΝΝΝΝΝ” έγινε “ΖΖΖΖΖΖΖ”. Όλα καλά. Τα πιο σημαντικά πράγματα τα μαθαίνουμε νομίζω στον ύπνο μας. Τραγούδια, ποιήματα, ανάποδες κωλοτούμπες, ποδήλατο…όλα αυτά μετά πας να τα κάνεις ξύπνιος και γίνεσαι ρεζίλι.
Δεν ξέρω τι φοβερό μυστικό κρύβει αυτή η γυναίκα, αλλά η μάνα μου πάντα προτείνει να πιείς νερό, να φας φρούτο και να κοιμηθείς καλά. H μάνα μου επίσης πάντα λέει “αν δεν έχεις κάτι ωραίο να πεις, μην πεις τίποτα”. Δε μιλούσε πολύ η μάνα μου.
.
.
(Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιος συγγραφές διεθνούς βεληνεκούς. Κουβαλάει μαζί τόξο και βέλη σε όλες τις χώρες που πάει.)