“Καλημέρα!”
Ήταν από αυτά τα μηνύματα που ξέρεις ότι θα ακολουθήσει κάτι μετά. Απαντήσεις, δεν απαντήσεις. Το παιδί αυτό μου έχει γράψει μια ντουζίνα φορές από τότε που ήταν συμμαθητής του γιού μου στο δημοτικό. Πάντα στο Ινσταγκράμ, αυτό χρησιμοποιούσαν τότε και σε αυτό μπήκα για ακριβώς για να μου μιλάνε. Μου είχε στείλει μήνυμα όταν ήθελε να βρει τον γιό μου μερικές φορές κι εγώ μια φορά που είχα ανησυχήσει γιατί δεν τον έβρισκα. Μου είχε στείλει όταν πήγανε Γυμνάσιο μια περίεργη ερώτηση σχετικά με το ξεκλείδωμα ξένου λογαριασμού, μάλλον θέμα με γκόμενα, δεν έμαθα ποτέ. Μου έστειλε ένα πολύ σύντομο αλλά συγκινητικό μήνυμα όταν πέθανε απρόσμενα ο πατέρας του και ζήτησε να είμαι δίπλα του στην κηδεία. Δεν είπαμε λέξη σε όλη την τελετή αλλά νομίζω βοήθησα. Και τώρα ήξερα ότι ερχόταν δεύτερο, πιο μακρύ μήνυμα, στο ίδιο Ινσταγκράμ που είχαμε τόσα χρόνια.
“Αλέξη τα έκλεισα τα δεκαοχτώ σήμερα. Το ξέρεις αφού έχουμε κάνει και πάρτυ μαζί μια φορά με τον δικό σου, δικιά σου ιδέα ήταν εκεί στο βουνό που πήγαμε. Αλέξη δεν έχω άλλο τρόπο να σου το πω, αλλά νομίζω πρέπει να ξέρω πια.
Τι σχέση είχες ακριβώς με τη μάνα μου?”
Δεν είναι εύκολο να μου κόψεις την ανάσα εμένα. Πίσω από ένα πληκτρολόγιο ακόμα πιο απίθανο. Ίσως έπρεπε να την γράψω πιο νωρίς αυτήν την ιστορία. Έλεγα ότι είναι αγενές, απρεπές, λεπτή η θέση μου, κανείς δεν θα καταλάβει. Αλλά άρχισα να του απαντάω χωρίς να το σκεφτώ καθόλου.
-Η μάνα σου φίλε μου δεν έχει πρόσωπο. Καμιά φορά, ειδικά όταν είναι ακίνητη, νομίζεις ότι είναι θάμνος ή λουλούδι. Κοιτάς με τις ώρες το φως και τα σκοτάδια στα φυλλώματα, περιμένεις τον ήλιο να παίξει με τα χρώματά της. Καμιά φορά την έχανα έτσι. Τη μια στιγμή μιλούσαμε και την έβλεπα, την επόμενη είχε χαθεί ολόκληρη σα χαμαιλέοντας αφού είχε γίνει τριανταφυλλιά.
Και δουλεύει πολύ. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο Βυζαντινός έλεγε ότι η μέλισσα είναι το πιο άξιο ζώο γιατί όχι μόνο δουλεύει σκληρά, αλλά δουλεύει σκληρά για τους άλλους. Αλλά αυτά τα έλεγε πριν 1600 χρόνια, μπορεί να μην ισχύουν πια. Θυμάσαι κάποτε που με ρώτησες πως να τα ζητήσεις από την Δέσποινα? Οι κοινωνικές επαφές των ανθρώπων είναι είτε εύκολες ή δύσκολες. Οι εύκολες είναι τα “καλημέρα” που πετάς φεύγοντας και όλοι φαινόμαστε κουλ. Οι δύσκολες είναι όταν έχεις κόψιμο και σου ξεφεύγει μια κλανιά και σου χύνεται κι ο καφές στο άσπρο χαλί της ψιλοπερίεργης οικοδέσποινας. Η μάνα σου χανόταν στη δουλειά γιατί ήταν γεμάτη πιο εύκολες κοινωνικές επαφές. Μπορούσε να κάνει τους πελάτες της να νιώθουν μάγκες σε ένα σύμπαν που τους έφτιαχνε.
Τον πατέρα σου όμως όταν τον θάψαμε δεν ξέραμε ότι ήταν κηπουρική τελετή, όχι θρησκευτική. Δεν σάπισε το σώμα του, φυτεύτηκε σαν σπόρος κάτι καινούργιο κάτω από εκείνο το άσπρο μάρμαρο που κοιτούσαμε αμίλητοι μαζί στην κηδεία του. Οι ζωντανοί έχουμε σαν τους υπολογιστές τους χρόνους μας. Αλλουνού ο επεξεργαστής είναι πιο αργός, άλλοι αντιδρούμε γρήγορα. Κι η μάνα σου δεν έχει μεγάλο χρόνο μεταξύ μιας σκέψης, μιας γνώσης και μιας επερχόμενης πράξης. Ήταν το βράδυ μετά την κηδεία που μου χτύπησε – τελείως απροειδοποίητα – το κουδούνι. Κι ήξερε ότι ήμουν μόνος.
(Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης έχει πάρει ήδη ΔΥΟ Νομπέλ Λογοτεχνίας. Δεν ήταν εύκολο πρώτον γιατί δεν δίνεται Νομπέλ δυο φορές σε κανέναν και δεύτερον επειδή τα φυλάγανε καλά οι προηγούμενοι.)
Comments are closed.