Η Δέσποινα (Ντέπυ) Μαρούδα, δεύτερη τη τάξει γραμματέας στο Ιδιαίτερο Γραφείο του Προέδρου, επιθεώρησε με μια αργή αλλά σταθερή ματιά την άδεια αίθουσα συσκέψεων. Όλα τα έπιπλα τακτοποιημένα στις θέσεις τους, τα δερμάτινα folios με τάξη στο οβάλ τραπέζι, ο μεγάλος πίνακας του Γύζη αυστηρός στον αριστερό τοίχο. Οι κουρτίνες είχαν τραβηχτεί προσεκτικά και κλείσει κατά 80%, σύμφωνα με τις εντολές της. Τέσσερεις ογκώδεις βιβλιοθήκες με γυάλινες πόρτες άστραφταν, πεντακάθαρες και εντελώς άδειες. Όλα τα ντοσιέ είχαν μεταφερθεί στα γραφεία, στη Συγγρού.
Ο Πρόεδρος ήταν σαφής: δεν αφήνουμε ούτε πόστιτ στον Εχθρό. Καμμένη γη. Η Ντέπυ χαμογέλασε μέσα της, καθώς το μισητό πρόσωπο του Πάνου Καμμένου πέρασε στιγμιαία απ’ το νου της. Πάρε τις στάχτες μας, Καμμένε, σκέφτηκε. Χάιδεψε με το αριστερό της χέρι την προτομή του Πλάτωνα που κοσμούσε το μπουφέ δεξιά απ’ την πόρτα. Πολύ ήρεμα, έσβησε τα φώτα απ’ τους τέσσερεις κεντρικούς διακόπτες και βγήκε στον διάδρομο. Αφού διέγραψε προσεκτικά την αίθουσα που μόλις είχε επιθεωρήσει απ’ τον κατάλογό της, Ο-19, τσεκ, στράφηκε προς τη σκάλα που οδηγούσε στο ισόγειο του κτιρίου.
Έξω απ’ το γραφείο του Προέδρου, δύο εργάτες με μπλε φόρμες με το διακριτικό της μεταφορικής εταιρίας, έναν πορτοκαλί ελέφαντα, αγκομαχούσαν προσπαθώντας να κουβαλήσουν μια μεταλλική αρχειοθήκη προς την έξοδο υπηρεσίας. Ήταν φανερό ότι η αρχειοθήκη ήταν γεμάτη! Η Ντέπυ Μαρούδα ανασήκωσε το δεξί φρύδι, σημάδι εκνευρισμού και κύτταξε το ρολόι της, δώρο του Προέδρου στα 35α γενέθλιά της, ακριβώς ένα χρόνο πριν. Είχε κλείσει μια επιτυχημένη τριετία στο ιδιαίτερο γραφείο, δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα, η δουλειά της ήταν πάντα άψογη. Ανοιγόκλεισε τα μάτια διώχνοντας αυτές τις σκέψεις και, συνειδητοποιώντας ότι απέμενε περίπου μισή ώρα, ρώτησε με ψυχρή, στεγνή φωνή τους εργάτες: “Τι συμβαίνει εδώ; Γιατί είναι γεμάτος ο φοριαμός;” Οι εργάτες, κοκκάλωσαν και την κύτταξαν σα να μη καταλάβαιναν γρυ. Η Ντέπυ Μαρούδα δεν έχασε καθόλου χρόνο, με τρία σίγουρα βήματα παρέκαμψε το εμπόδιο του φοριαμού και τους δύο ιδρωμένους-σίγουρα-Αλβανούς και μπήκε στο γραφείο του Προέδρου. Ήταν σειρά της να κοκκαλώσει.
Το κόκκινο λαμπάκι στο πάνω μέρος του μεγάλου καταστροφέα εγγράφων αναβόσβηνε σταθερά, σα να φώναζε βοήθεια, κόλλησα, βοήθεια. Το πορτάκι του κάδου έχασκε ανοικτό και η Ντέπυ παρατήρησε ότι ο κάδος ήταν γεμάτος μόλις κατά το ένα τέταρτο. Στην υποδοχή εισόδου ξεχώριζε σφηνωμένη η μισή μελέτη της εταιρίας συμβούλων για τις εκλογές, με το χαρακτηριστικό κίτρινο εξώφυλλο. Μα ποιός είχε επιχειρήσει να την καταστρέψει με τη μία ολόκληρη; Αυτή η ηλίθια, πού είναι αυτή η βλαμμένη ―δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί καθώς ένα γελάκι την ανάγκασε να στραφεί αριστερά, προς τον τριθέσιο δερμάτινο καναπέ. Δεν ήταν δυνατόν. Δεν συνέβαινε αυτό.
Η Μάιρα Χατζή, έκτακτη βοηθός σταλμένη από το Κόμμα για τις προεκλογικές ανάγκες του γραφείου ήταν ριγμένη στον καναπέ, σε ιδιαίτερα απρεπή στάση. Το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο από το κεφάλι του Τρίτου, του οποίου το αριστερό χέρι βρισκόταν, ως μη ώφειλε, χωμένο κάτω απ’ την σχετικά ανασηκωμένη φούστα της. Δεν την είχαν αντιληφθεί και η Ντέπυ Μαρούδα συνοφρυώθηκε όπως κάθε φορά που επρόκειτο να λυώσει κατσαρίδα με τη γόβα της. Γυρίζοντας την πλάτη στο ζευγάρι, μίλησε με δυνατή φωνή. “Δεσποινίς Χατζή, εξηγείστε μου παρακαλώ τι συμβαίνει εδώ ―με τον καταστροφέα εγγράφων. Γιατί δεν έχει ολοκληρωθεί η εργασία που σας ανέθεσα;” Προσποιούμενη πως εξέταζε τον καταφανώς μπλοκαρισμένο καταστροφέα, άκουσε το θρόισμα της φούστας που ισιωνόταν και ένοιωσε το νεαρό πορνίδιο να σπεύδει δίπλα της. Ο Τρίτος ούτε που κουνήθηκε. Τον αντιπαθούσε τον “Τρίτο” η Ντέπυ Μαρούδα: έτσι τον αποκαλούσαν οι γραμματείς μεταξύ τους, με την ιεραρχική του σειρά στο Μέγαρο. Ήταν ο πλέον ακατάστατος, λιγδιάρης και αγενής. Και επιπλέον είχε μακρυά χέρια ―εκτός αν τον έβαζες εγκαίρως στη θέση του. “Εγώ…” ξεκίνησε η αναψοκοκκινισμένη μικρή αλλά με μια αυστηρή κίνηση η Ντέπυ την σταμάτησε. “Βρείτε τους εργάτες. Να μεταφερθεί ολόκληρο το μηχάνημα, ως έχει, στο φορτηγό. Κι εσείς, μαζί. Θα σας δω στα Κεντρικά, γνωρίζετε τι πρέπει να ετοιμάσετε εκεί. ” Η νεαρή, την παρακολουθούσε, άναυδη. “Να πάω με το φορτ―” άρχισε αλλά η Ντέπυ την κεραυνοβόλησε: “Πρόβλημά σας. Σε πέντε λεπτά, όλα έξω. Μίλησα.”
“Μπορείς να έρθεις μαζί μου Μαίρη” ακούστηκε ο Τρίτος απ’ τον καναπέ. “Μάιρα” διόρθωσε η μικρή κι αμέσως βγήκε απ’ το γραφείο τρέχοντας. Το βλέμμα της Ντέπυ Μαρούδα σκότωνε. Γύρισε αργά προς τον καναπέ. “Θυμάστε βέβαια ότι σε δεκαπέντε λεπτά αναμένουμε τον… τον Τσίπρα” είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Δεν της έβγαινε να τον πει “πρωθυπουργό”. Και το ‘Τσίπρας’ πολύ ήταν. Ο Τρίτος γέλασε δυνατά, κάνοντας την να νοιώσει ξαφνικά πολύ άβολα. “Ποιόν Τσίπρα και ποιά πίκρα;” κάγχασε. “Βλέπεις εσύ κανέναν Αντωνάκη εδώ μέσα;” Μόλις τότε συνειδητοποίησε ότι τόσην ώρα βρισκόταν στο γραφείο του Προέδρου και ο Πρόεδρος δεν ήταν εκεί!
Τη στιγμή που οι δύο εργάτες της μεταφορικής μπήκαν και κατευθύνθηκαν προς το μηχάνημα, η Ντέπυ Μαρούδα, με βλέμμα ανήσυχο στράφηκε στον Τρίτο και ρώτησε, με σπασμένη φωνή “Πού είναι ο Πρόεδρος;” “Χα!” Ο Τρίτος πετάχτηκε απ’ τον καναπέ, ακολουθώντας τους μεταφορείς προς την έξοδο. “Θα σου πω εγώ πού είναι ο Πρόεδρος. Χέστηκε ο Πρόεδρος. Μ’ ακούς; Χέστηκε. Μέχρι επάνω.” Η Ντέπυ Μαρούδα τον κύτταξε με φρίκη. Τι έλεγε το άτομο! Της ήρθε ξαφνικά να κλάψει. “Μη χαλιέσαι, ακούς. Χέστηκε. Του φύγανε. Συμβαίνει και στους καλύτερους. Τον ανέλαβε ο Μουρούτης. Θα’ χουν φτάσει σπίτι τώρα… Άντε, πάμε. Θα τα κανονίσει ο Μπούρας, είναι στην είσοδο και περιμένει.” Η Ντέπυ Μαρούδα άνοιξε το στόμα της να ρωτήσει αν επρόκειτο για κάποιο χονδροειδές αστείο, αλλά δεν βγήκε ήχος. Ο Τρίτος είχε ήδη εξαφανιστεί. Μηχανικά, έσβησε τα φώτα και προχώρησε στον άδειο διάδρομο προς την έξοδο υπηρεσίας. Μια αδιόρατη μυρωδιά σκατίλας γαργάλησε τη μύτη της ακριβώς στο κεφαλόσκαλο. Έσφιξε τα δόντια της, ίσιωσε το κορμί της και προχώρησε, σχεδόν αγέρωχη, προς το πάρκινγκ. Σκατά, σκέφτηκε. Όλοι σκατά.