Μετά την προγραμματισμένη επανεξέταση στο ιδιωτικό ιατρείο του καθηγητού (παρακαλώ!) Δόκτορος Βλαχ… βρέθηκα να κατηφορίζω την Βασιλίσσης Σοφίας προς Σύνταγμα, με σκοπό να επιβιβαστώ στο μετρό προς Πανόρμου. Ένοιωθα λίγο, πολύ λίγο (να, τόσο δα, όσο το κενόμεταξύ αυτών των δύο <—-> λέξεων) ζαλισμένος: Ο προθάλαμος του καθηγητού ήταν, όπως πάντα, γεμάτος ασθενείς και συγγενείς, η ακριβής τήρηση των ραντεβού ήταν βεβαίως άγνωστη έννοια, η αναμονή απαραίτητα δυσάρεστη. Είχα και την ατυχή έμπνευση να φορέσω εκείνο το χακί παντελόνι που ναι μεν έκρυβε (κάπως!) τον μεγαλοπρεπή σκεμπέ μου, πίεζε όμως σε περιπτώσεις παρατεταμένου καθίσματος (όχι καρέκλας ωρέ, του να παραμένω πολύ ώρα καθιστός εννοώ) ολόκληρη την ευαίσθητη ανδρική περιοχή χωρίς να επιτρέπει αναδιατάξεις περιεχομένων. Ήταν στενό, διάολε. Δεν ξέρω τι μου ήρθε να το διαλέξω, στα πέντε λεπτά αναμονής ήδη αναθεμάτιζα τον εαυτό μου, μάλλον μια ανόητη προσπάθεια επίδειξης θετικών αποτελεσμάτων της εκτελούμενης δίαιτας προς τον θεράποντα ιατρό ―ανόητη διότι αυτός γνώριζε πολύ καλά ότι ούτε η δίαιτα είχε ξεκινήσει ούτε καν γραμμάριο είχε βέβαια “χαθεί”.
Το μοναδικό αξιοθέατο στην αίθουσα αναμονής ήταν ο κώλος της βοηθού-νοσοκόμας του καθηγητού, όποτε βέβαια αυτή διέσχιζε τον χώρο βγαίνοντας από την δευτερεύουσα πόρτα του ιδιαίτερου χώρου εξέτασης και προτού χαθεί στον στενό διάδρομο που οδηγούσε στο πίσω μέρος του διαμερίσματος-ιατρείου, κουβαλώντας είτε κάποια έντυπα είτε ένα κουτί από φελιζόλ, το οποίο πιθανότατα περιείχε δείγματα εκκρίσεων, καλλιέργειες, φιαλίδια με μυστικά φίλτρα και ελιξήρια ―ποιός ξέρει τι. Εκείνα τα τριάντα δευτερόλεπτα που τα σφριγηλά οπίσθια της εν λόγω βρίσκονταν εντός οπτικού πεδίου αναπηδούντα, ε, παρείχαν την αναγκαία δόση υπομονής και με απέτρεπαν απ’ το ν’ αρχίσω να τρώω τα νύχια μου.
Υπήρχε βέβαια και δεύτερη βοηθός στον προθάλαμο· καθισμένη μονίμως σ’ ένα στενό γραφειάκι στρατηγικά τοποθετημένο, ώστε να κατοπτεύει τον χώρο και την πόρτα εισόδου, η “γραμματέας” ήταν συνεχώς απασχολημένη είτε μιλώντας στο τηλέφωνο είτε διεκπεραιώνοντας το λογιστικό μέρος της κάθε επίσκεψης κατά την έξοδο του επισκέπτη από το ιδιαίτερο γραφείο-ιατρείο. Σχεδόν μία ώρα εκεί μέσα και δεν κατάφερα να “κλειδώσω” οπτική επαφή μαζί της ούτε μία φορά! Επιπλέον, όντας καθήμενη ακριβώς απέναντί μου, δεν μου χάρισε ούτε προφίλ του κώλου της. Για εκδίκηση, γούρλωνα υπερβολικά τα μάτια μου, όποτε η άλλη έβγαινε για τον μισόλεπτο περίπατό της. Η καθιστή ούτε που έδειξε να αντιλαμβάνεται την χοντροκομμένη συμπεριφορά μου.
Παρά το γεγονός ότι ήταν, υποτίθεται, κρίσιμη, η συνάντησή μου με τον καθηγητή διήρκεσε μόλις τέσσερα λεπτά. Μπήκα, χαιρέτισα, ο σοφός γέρων με κοίταξε από πάνω ως κάτω, το βλέμμα του μου φάνηκε ότι σκόνταψε στο σημείο όπου το στενό παντελόνι (και ο κώλος της βοηθού) έκαναν τα πράματα κάπως δύσκολα, αλλά δεν έθεσε θέμα και επισφράγισε την κατόπτευση του πλαδαρού κορμιού μου μ’ ένα συρτό “μμμάλιστα”, κι αμέσως έσκυψε στο γραφείο του κι έγραψε κάτι σε μια κόλλα χαρτί. Διέκρινα το τυπωμένο κομμάτι του επιστολόχαρτου όσο αυτός έβαζε προσεκτικά μια σφραγίδα κάτω απ’ την υπογραφή του. «Αυτά που έχουμε ξεκινήσει, τα λαμβάνουμε κανονικά;» με ρώτησε, λες και μαζί παίρναμε τα χαπάκια που είχε συνταγογραφήσει κατά την προηγούμενη επίσκεψή μου, τον Μάρτιο. «Φυσικά!» απάντησα ζωηρά. Πριν προλάβω να προσθέσω έστω μια εξυπνάδα, μου έτεινε τη συνταγή επεξηγώντας: «Προσθέτω σήμερα ένα κολλύριο, εξαιρετικά χρήσιμο. Το απλώνουμε στα βλέφαρα άπαξ ημερησίως, προ της βραδυνής κατάκλισης.» Παραβλέποντας το ακαριαία απορημένο ύφος μου, ολοκλήρωσε χαμογελαστά: «Μη το παρακάνετε!» και μου έσφιξε το χέρι δίνοντας μου να καταλάβω ότι είχαμε ολοκληρώσει.
Ανάμεσα Νεοφύτου Βάμβα και Δούκα, επήλθε η κατάρρευσις. Μόλις τα δευτερόλεπτα (ευτυχώς!) που δεν θυμάσαι τίποτα μετά ολοκληρώθηκαν, άνοιξα τα μάτια μου. Το στόμα μου, ήδη στεγνό, μετατράπηκε αρχικά σε δείγμα της ερήμου Καλαχάρι, κι αμέσως μετά, όταν ο εγκέφαλος έστειλε σήμα στους σιελογόνους ότι, ναι, βυζιά ήταν αυτά που κρεμόντουσαν σε απόσταση εκατοστών απ’ τα μάτια μου, το γύρισε ακαριαία σε πηγή, απ’ αυτές που βρίσκει ο ταξιδιώτης στη σειρά εκεί στα Τέμπη: της Αρτέμιδος, των Μουσών, τέτοια πράματα. Θέλησα να τρίψω τα μάτια μου αλλά ο αγκώνας μου έστειλε ένα σήμα οξύτατου πόνου. Είχα προφανώς προσγειωθεί πάνω του. Οπότε, άραξα και χάζευα τις θηλές, ένα ενδιαφέρον χόμπι που είχα κολλήσει έφηβος, όταν μια γυναικεία θηλή ήταν ό,τι μεγαλοπρεπέστερο μπορούσε να πετύχει κάποιος χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί τεντυμπόης ή να επισκεφθεί το τμήμα. Κάπου εκεί μία από τις οπτασίες μίλησε.
[Συνεχίζεται]