Στο μυαλό μας, τα πλοία είναι σιδερένιες κατασκευές που επιπλέουν και μεταφέρουν επιβάτες και οχήματα από λιμάνι σε λιμάνι. Κάθε πλοίο έχει το δικό του, μοναδικό όνομα που το κάνει να ξεχωρίζει απ’ τα υπόλοιπα (μαζί με το χρώμα τους και την ιδιαίτερη μυρωδιά που αποκτούν με το πέρασμα του χρόνου και χιλιάδων επιβατών απ’ τα σαλόνια τους). Στη βάφτιση των νέων πλοίων, μια χαρούμενη κυρία με κότσο και ελαφρύ μαντώ έσπρωχνε με νάζι ή σοβαρότητα, ανάλογα το επίθετό της, μια μπουκάλα σαμπάνια μάγκνουμ δεμένη σ’ ένα λεπτό σχοινί, κι αυτή (η μπουκάλα) έσπαγε με πάταγο που δεν ακούγαμε στ’ ασπρόμαυρα «επίκαιρα» των σέβεντις, ακριβώς κάτω απ’ τ’ όνομα του πλοίου το οποίο μετά τσούλαγε αργά κι έπεφτε στη θάλασσα με παφλασμό. Μερικές φορές τα πλοία άλλαζαν πλοιοκτήτη και όνομα. Ορισμένοι παρατηρητικοί επιβάτες ανακάλυπταν το προηγούμενο όνομα ενός κατά τ’άλλα φρεσκοβαμμένου πλοίου σε ταμπελίτσες οδηγιών διάσωσης πίσω από πόρτες ντουλαπιών στις τετράκλινες καμπίνες ή σε κάποιο πορτοκαλί σωσίβιο που δεν είχε προλάβει να περαστεί δυό χέρια μπογιά.
Τα πλοία που εμείς γνωρίσαμε και ταξιδέψαμε έφεραν συχνότερα ονόματα νησιών και λιμανιών (Πάρος, Νάξος, Νήσος Χίος, Νήσος Λήμνος), αγίων και εκκλησιών (Άγιος Νικόλαος, Άγιος Γεώργιος, Παναγιά Θαλασσινή, Εκατονταπυλιανή), αρχαίων θεών και σύγχρονων σειρήνων (Ποσειδών, Απόλλων, Ναϊάς Ι & ΙΙ, Χρυσή Άμμος, Ρομίλντα, Δημητρούλα) αλλά και στεριανών ή θαλασσινών μύθων (τα ιστορικά Μιαούλης και Κανάρης, ο απίστευτος Σκοπελίτης, ο Βιτσέντζος Κορνάρος, το Αιγαίον).
Κάποια στιγμή τα ονόματα φαίνεται στέρεψαν ενώ οι μηχανές δυνάμωναν σε ισχύ και κόμβους: εμφανίστηκαν προθέματα κι επιθέματα που τόνιζαν αυτή την εξέλιξη (Εξπρές Νάξος, Μαρμάρι Εξπρές). Σχετικά πρόσφατα, τα πλοία άλλαξαν μορφή και υλικά κατασκευής, τα ονόματά τους έγιναν ακατανόητα, μπερδεμένα με αριθμούς – Κατ Σέβεν, Σούπερ Φαστ IV, Mπλού Σταρ 2. Οι επιβάτες τα προτιμούν γενικώς αλλά δεν τα θεωρούν πλοία: αναφέρονται σ’αυτά ως “το γρήγορο” άσχετα από χρώμα, όνομα και πλοιοκτήτρια εταιρία.
Κάθε πλοίο που σεβόταν τον εαυτό του είχε τουλάχιστον ένα «μπαρ» για κάθε Θέση. Αναφερόμαστε φυσικά σε πλοία που έκαναν πολύωρα ταξίδια, προς Κρήτη, Δωδεκάνησα ή ΒΑ Αιγαίο. Παλιά, όταν οι διαφορές στο κόστος του εισιτηρίου αντιστοιχούσαν σε απτές διαφορές στο βαθμό άνεσης και στις παρεχόμενες υπηρεσίες, ένα μέλος του πληρώματος στεκόταν κέρβερος στο πέρασμα προς τα σαλόνια της Πρώτης Θέσης και επέτρεπε την είσοδο μόνο στους κατόχους ανάλογου εισιτηρίου. Η μοκέτα ήταν παχύτερη, οι πολυθρόνες αναπαυτικότερες και οι χώροι πλουσιότεροι. Το μπαρ της Πρώτης Θέσης είχε σχεδόν πάντα γκαρσόνια που έφερναν τα ποτά στα τραπεζάκια και άδειαζαν τακτικά τα τασάκια. Επιπλέον υπήρχε «τραπεζαρία» όπου είχες την ευκαιρία να συμφάγεις με τον καπετάνιο και να πληρώσεις για την ίδια καραβίσια μακαρονάδα με κιμά (all time classic) τα τριπλά λεφτά επειδή στην έφερνε σερβιτόρος σε τραπέζι με τραπεζομάντηλο και κανονικά μαχαιροπήρουνα. Το τριμμένο τυρί ποτέ δεν ήταν αρκετό ενώ στο σέρβιρε κι αυτό με φειδώ έτερος, βοηθός σερβιτόρος.
Στη Δεύτερη Θέση το εστιατόριο ήταν σελφ-σέρβις, τα παιδάκια που έτρεχαν πάνω-κάτω πολύ περισσότερα και οι τηλεοράσεις στις γωνίες έπαιζαν σχεδόν διαπασόν χωρίς να υπάρχει τηλεκοντρόλ. Οι θέσεις στα παράθυρα με τις σχετικά βρώμικες κουρτίνες ήταν πάντα πιασμένες (για τα παιδιά που «βγήκαν στο κατάστρωμα») από κυρίες με πέντε τσάντες που τελικά κατέληγαν να κοιμούνται εκεί ακριβώς, με τα πασουμάκια προσεκτικά τακτοποιημένα μπροστά τους.
Η Τρίτη Θέση είχε «αεροπορικά καθίσματα» που ήταν στην πραγματικότητα μεταποιημένα από παλιά πούλμαν των ΚΤΕΛ και μύριζε έντονα ιδρωτίλα και ποδαρίλα.
Εκτός αν επέλεγες να μείνεις έξω, στο κατάστρωμα. Αν το ταξίδι περιλάμβανε και νύχτα στο πλοίο, η επιλογή κατάστρωμα ήταν δίκοπο μαχαίρι: τα καλά, ηπήνεμα πόστα ήταν ως δια μαγείας πιασμένα από βετεράνους τουρίστες με σακίδια και σλήπιν-μπαγκς ή από ενωμοτίες προσκόπων που ταξίδευαν προς κατασκηνωτικούς προορισμούς. Απέμεναν λίγα παγκάκια για τους τυχερούς ανοργάνωτους έλληνες φοιτητές που ήλπιζαν πως η φλόγα του έρωτά τους και δύο μπουφανάκια θα τους κρατούσαν σώους απ’ το βραδινό αγιάζι – αλλά κατέληγαν συνήθως να κουτουλάνε σε τασάκια πλημμυρισμένα με γόπες στον πάγκο του μπαρ της Τρίτης Θέσης, προσευχόμενοι για το ξημέρωμα και την γρήγορη άφιξη στον προορισμό τους. Αν το πλοίο είχε καμπίνες, οι διάδρομοι (ντυμένοι με μοκέτα) που οδηγούσαν σ’ αυτές μετατρέπονταν ταχύτατα σε υπνωτήριο-κοινόβιο. Όμως, τα φώτα στους διαδρόμους δεν έσβηναν ποτέ.
Αυτό που πάντα θα θυμάμαι απ’ τα ολονύκτια ταξίδια μου με τα πλοία είναι ο πρώτος καραβίσιος διπλός ελληνικός απ’ το μηχανάκι που τσιρτσίριζε αμολώντας ατμό, στο μπαρ που άνοιγε αμέσως με την ανατολή του ήλιου από έναν νυσταγμένο ναύτη. Ρούφαγες μια γουλιά και ένοιωθες πως κι αυτό το ταξίδι άρχιζε σωστά – ή τελείωνε πρόωρα.
(Τι απέγιναν τα Πλοία;)