Είμαι σίγουρος πως την έχεις παρατηρήσει. Σου μιλάω για την κοπέλα που σου φτιάχνει, κάθε μέρα, τον καφέ για να τον πάρεις πακέτο. Ή για την άλλη, εκείνη τη ξανθιά της πρωινής βάρδιας στο περίπτερο που σταματάς για να πάρεις, μία στις τέσσερις ημέρες, τον καπνό σου.
Χμ… τώρα τελευταία, σταματάς κάθε τρεις μέρες. Καπνίζεις φίλε, καπνίζεις πολύ. Κι ας μην το παραδέχεσαι.
Στο θέμα μας. Γιατί την άλλη την κοπέλα; Εκείνη που σ’ εμπόδιζε να στρίψεις για το σπίτι σου και ήσουν έτοιμος να τη στείλεις στο διάολο, όταν άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το αυτοκίνητό της. Μ’ εκείνο το μαύρο φόρεμα, το φουλάρι στο λαιμό και το αστραφτερό μουτράκι. Μ’ εκείνο το απολογητικό ύφος που σου ζητούσε συγγνώμη επειδή έμεινε και σ’ έκανε να ξεχάσεις το κόψιμο που σ’ είχε πιάσει τα τελευταία δέκα λεπτά από τη μαλακία που έφαγες στο γραφείο.
Το αποκορύφωμα; Τη συνάδελφό σου στο γραφείο. Εκείνη, τη λίγο μεγαλύτερη από σένα, που σε κοιτάει από πάνω ως κάτω κάθε φορά που συναντιέστε στους διαδρόμους. Εκείνη, ντε, που σε παίρνει τηλέφωνο για να της κάνεις παρέα στο τσιγάρο κάθε φορά που ανεβαίνει στα μέρη σου. Ναι, ξέρω. Δεν μπλέκεις ποτέ τα επαγγελματικά με τα προσωπικά. Μαλακίες. Τη χωρισμένη με τα δυο κουτσούβελα, μια χαρά την είχες πάρει μέσα στην αποθήκη με τους χάρτες και τους φακέλους..
Τι έχεις πάθει; Εντάξει, δε λέω. Ποτέ δεν ήσουν το απόλυτο αρσενικό που κυνήγαγες το θήραμά σου μέχρι να το εγκλωβίσεις, να το αρπάξεις και να το απολαύσεις με την ησυχία σου. Το έκανες μια φορά και δε σου βγήκε σε καλό. Και από τότε, παίζεις άμυνα. Προβάλλεις την ευγένεια και τους τρόπους σου, προσδοκώντας πως θα γίνουν αποδεκτά από την επόμενη σύντροφό σου. Καλά δεν τα λέω;
Κι όμως. Με την ευγένεια, δε γάμησε ποτέ κανείς. Άκου με και μένα. Τον άλλο σου εαυτό, που ανυπομονεί να τον ξυπνήσεις από το λήθαργο και να του δώσεις χώρο να παίξει μπάλα.
Η φάση θέλει στρίμωγμα. Θέλει πίεση. Διακριτική, ίσως. Αλλά πίεση. Εδώ που τα λέμε, χέσε τη διακριτικότητα. Πίεζε κι ας φας τα μούτρα σου. Στην τελική, τι είχες και τι έχασες…
Ναι, ναι. Γνωρίζω. Ξυπνάς νωρίς το πρωί και γυρνάς στο σπίτι το βράδυ. Αργά. Μερικές μέρες, πολύ αργά. Άλλες, πάλι, μέρες, σε περιμένει δουλειά στο σπίτι. Αυτό είναι το κακό. Πως σε περιμένει, μόνο, δουλειά. Δυστυχώς.
Έφτασες τα 34 (σε λίγους μήνες, αλλά είναι νομοτελειακό πως θα τα φτάσεις, ελπίζω) και η μόνη συντροφιά σου στο σπίτι είναι ένα μπουκάλι κρασί, μερικά βιβλία και οι δίσκοι σου. Α! Και τα τσιγάρα σου. Είπαμε, καπνίζεις πολύ πια…
Εντόπισέ την. Δεν είναι δύσκολο. Κάνε το βήμα, όχι με Lacta και μαλακίες, αλλά με πράξεις. Μίλησέ της, κάνε την να νιώσει ότι ενδιαφέρεσαι. Κόψε κίνηση. Στη χειρότερη, κόψε λάσπη.
Τσάκωσε την προσωπικότητά σου παραμάσχαλα και βγες στη βροχή. Τίναξε από πάνω σου τις ντροπές, τις ενοχές, τα «αν» και τα «μήπως» και άσε τα να χαθούν στους υπονόμους αυτής της πόλης.
Μιας πόλης που έχει ξετυλίξει ένα τεράστιο πέπλο μοναξιάς, πάνω από τους άντρες και τις γυναίκες της.
Κυνήγησε αυτό που θεωρείς ακατόρθωτο. Στη χειρότερη, θα το έχεις τολμήσει και θα μείνεις, μόνος να χορεύεις στη βροχή. Μαζί με την αξιοπρέπειά σου. Την καταρρακωμένη, έστω.
Υπάρχει ωραιότερο συναίσθημα από το να χορεύεις μαζί της στη βροχή;